Τι κοινό μπορεί να έχουν η ιρανική μαντίλα που επί δύο εβδομάδες ανεμίζει σαν φλάμπουρο μιας λαϊκής εξέγερσης και το κομψό ντύσιμο της πιθανής Ιταλίδας πρωθυπουργού; Μα φυσικά την αδιάψευστη εικόνα μιας γενικευμένης δυσαρέσκειας, που στην πρώτη περίπτωση εκφράστηκε με συγκρουσιακούς όρους απέναντι σε ένα θεοκρατικό καθεστώς ενώ στη δεύτερη μέσα από δημοκρατικές διαδικασίες.
Οι διαδηλώσεις και τα αιματηρά επεισόδια δεν πρέπει να ερμηνευτούν με βάση ένα ριζοσπαστικό φεμινισμό, αλλά ως διεκδίκηση των αυτονόητων γυναικείων και ανθρώπινων δικαιωμάτων. Καλώς βέβαια δήλωσαν την αλληλεγγύη τους οι δυτικές χώρες, αλλά είναι επίσης εύλογο να αναρωτηθούμε γιατί αυτή η συμπαράσταση είναι σχεδόν ανύπαρκτη για άλλα ανελεύθερα καθεστώτα, όπως π.χ. της Σαουδικής Αραβίας. Ρητορικό το ερώτημα, αφού οι μπίζνες σβήνουν κάθε ίχνος αμφισβήτησης του αυταρχισμού τους κάτω από τις κελεμπίες και τις σαγιονάρες των πριγκίπων.
Επομένως οι τελευταίες εξελίξεις σε παγκόσμια κλίμακα όχι μόνο επιβεβαιώνουν τα λόγια του Γκράμσι: «Οταν το παλιό πεθάνει και το καινούργιο δεν είναι έτοιμο να γεννηθεί ζούμε στην εποχή των τεράτων», αλλά εμπεριέχουν και ένα οξύμωρο. Οσα στοιχειώδη διεκδικούν οι άνθρωποι στο Ιράν οι ευρωπαϊκές χώρες έχουν αρχίσει αργά αλλά σταθερά να τα απεμπολούν. Δεν βρισκόμαστε πλέον στο προοίμιο του θαυμαστού καινούργιου κόσμου, αλλά στην κορύφωση της μεταβιομηχανικής περιόδου, όταν ο καπιταλισμός μεταλλάχτηκε σε άυλους τίτλους, σε ένα νεοφιλελεύθερο ιερατείο που διαχειρίζεται την τεχνητή νοημοσύνη των αλγορίθμων και βλέπει τον άνθρωπο ως αναλώσιμη πρώτη ύλη.
Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο και ο πολιτικός λόγος δεν αποτελεί μέσο πειθούς αλλά εμπορική τεχνική. Το θατσερικό δόγμα «δεν υπάρχει κοινωνία, παρά μόνο άτομα» ερμηνεύει τον προσωπικό αγώνα για επιβίωση, την απενοχοποίηση του φασισμού μέσω ενός σκόπιμου ιστορικού αναλφαβητισμού και την απαξίωση της πολιτικής. Το υψηλό ποσοστό αποχής στις ιταλικές εκλογές δεν ήταν παρά το έσχατο «αχ» των απελπισμένων και των διαψευσμένων.
Δεν είναι τυχαίο ότι το προλεταριάτο της μαρξιστικής ορολογίας αντικαταστάθηκε από το πρεκαριάτο, που περιλαμβάνει όσους βιώνουν την εργασιακή ανασφάλεια, επιβιώνουν με επιδόματα και είναι πρόθυμοι να κινηθούν σε ακραίες επιλογές. Ετσι, ο μεταμοντέρνος φασισμός δεν τρομάζει, δεν φοράει μελανούς χιτώνες, ο εθνικισμός δεν έχει σβάστικες αλλά ζουμερά πεπόνια και δέχεται τις ευλογίες των τραπεζιτών. «Δεν θα έρθει το τέλος του κόσμου με τη Μελόνι» απεφάνθη ο Ντράγκι, σίγουρος πως κι εκείνη θα υπακούσει στα κελεύσματα των Βρυξελλών.
Προφητικά και συμπυκνωμένα είχε διατυπώσει τη σημερινή κατάσταση ο Βάλτερ Μπένγιαμιν περιγράφοντας τον «Αγγελο της Ιστορίας», έναν πίνακα του Κλέε. «Το πρόσωπό του είναι στραμμένο προς το παρελθόν. Εκεί όπου εμείς βλέπουμε μια αλυσίδα γεγονότων αυτός βλέπει μία και μοναδική καταστροφή, που συσσωρεύει αδιάκοπα ερείπια επί ερειπίων. Θα ήθελε να παραμείνει για λίγο, να ξυπνήσει τους νεκρούς και να συγκεντρώσει τους ηττημένους.
Αλλά μια θύελλα φυσάει από τον Παράδεισο και πιάνεται στα φτερά του, τόσο δυνατή που ο άγγελος δεν μπορεί πια να τα κλείσει. Τον ωθεί αδιάκοπα προς το μέλλον στο οποίο στρέφει την πλάτη του, ενώ ο σωρός από τα ερείπια φτάνει μπροστά του ως τον ουρανό. Η θύελλα αυτή είναι ό,τι εμείς αποκαλούμε πρόοδο».
H Χρύσα Κακατσάκη είναι φιλόλογος ιστορικός Τέχνης Της Χρύσας Κακατσάκη