«Ντρόπιασαν την Πάτρα και αυτή και ο όχλος»

«Ντρόπιασαν την Πάτρα και αυτή και ο όχλος»

Μια γυναίκα αφήνει τρία πολύχρωμα λουλούδια στην πόρτα του σπιτιού της Ρούλας Πισπιρίγκου. Ενα για κάθε παιδί που χάθηκε. Ενα για τη Μαλένα, ένα για την Ιριδα και ένα για την Τζωρτζίνα. Δίπλα ακριβώς, στον τοίχο, υπάρχει ακόμη μισοσκισμένο το αγγελτήριο για την κηδεία της 9χρονης Τζωρτζίνας. Λίγες ώρες πριν, στο ίδιο σημείο, κάποιος έγραψε δίπλα από την ίδια πόρτα «θάνατος στους παιδοκτόνους».

Δύο εκ διαμέτρου αντίθετες εικόνες που δείχνουν τα δύο πρόσωπα της πόλης. Από τη μια, θλίψη για τα χαμένα παιδιά και από την άλλη, ένας μεσαιωνικού τύπου προπηλακισμός της φερόμενης ως δράστιδας και της οικογένειάς της από το συγκεντρωμένο πλήθος, που αν μπορούσε θα είχε ήδη στήσει τη λαιμητόμο ζητωκραυγάζοντας για τον επικείμενο θάνατό της ως «δίκαιη» τιμωρία. Αν και η πόλη δείχνει ότι προσπαθεί να βρει τους ρυθμούς της, κάθε γωνιά της μαρτυρά ότι κανείς δεν μπορεί να προσπεράσει και να συλλάβει το μέγεθος του εγκλήματος.

Το πρωί της Πέμπτης στην ίδια γειτονιά είχαν στηθεί οι πάγκοι της λαϊκής αγοράς. Ολα έμοιαζαν κανονικά. Τη φαινομενική αυτή κανονικότητα έσπαγαν βίαια ένα περιπολικό, μία κόκκινη κορδέλα και οι τηλεοπτικές κάμερες που ήταν στημένες έξω από το αποκλεισμένο σπίτι όπου έζησαν τα τρία παιδιά. Ανθρωποι που ψώνιζαν, όταν έφταναν στο σημείο κοντοστέκονταν, κοιτούσαν το σπίτι· άλλοι ξεστόμιζαν κατάρες και άλλοι έστεκαν βουβοί με έκδηλη συγκίνηση.

«Το φάρμακο που έδωσε στο παιδί να της το βάλουν από κάτω, να πεθάνει πιο βασανιστικά» είπε μία εξ αυτών που αποζητούν την επαναφορά της θανατικής ποινής προς τέρψιν του θυμικού τους αναφερόμενη στη Ρούλα Πισπιρίγκου, με τη διπλανή της να σχολιάζει τη στάση του πρώην συζύγου της Μάνου Δασκαλάκη: «Να σου έχουν σκοτώσει τρία παιδιά και να μην έχεις καταλάβει τίποτα, είναι δυνατόν;».

Η πόλη έρχεται αντιμέτωπη με μια υποβόσκουσα ντροπή. «Ηρθατε για να δείτε τα χάλια μας» λένε στο Documento οι περισσότεροι από τους γείτονες. «Ντρόπιασαν την πόλη μας και αυτή (σ.σ.: Ρούλα Πισπιρίγκου) και ο όχλος των κατοίκων» λέει με θυμό ο Γιώργος Μ. «Ηρθαν χτες εδώ με τα παιδιά τους για να γιουχάρουν την οικογένεια. Είναι ντροπή» σημείωσε σχολιάζοντας όλους εκείνους που βρέθηκαν έξω από το σπίτι της 33χρονης κατηγορούμενης ζητώντας αίμα και θέλοντας να πάρουν στα χέρια τους τη δικαιοσύνη.

«Λες και είμαστε στον Μεσαίωνα»

Ο Παναγιώτης Π. διατηρεί επιχείρηση κοντά στο σπίτι όπου ζούσαν τα τρία παιδιά. Αυτά που λέει φαίνεται να εκφράζουν τους περισσότερους από τους παρευρισκόμενους. «Αυτό που έγινε δεν το χωράει ο νους, αλλά καμία τρέλα δεν τη χωράει ο νους. Ψυχικά άρρωστοι υπάρχουν και θα υπάρχουν. Περισσότερο με ενοχλεί το ότι μαζεύτηκε τόσος κόσμος με πυρσούς και δικράνια έξω από το σπίτι, λες και είμαστε στον Μεσαίωνα. Αυτό είναι ένδειξη του πολιτισμού μας. Αυτό δείχνει ότι δεν υπάρχει καμία εμπιστοσύνη στους θεσμούς και γινόμαστε όλοι δικαστές. Οποιος είναι ένοχος να πάει στο πιο βαθύ μπουντρούμι. Αυτό όμως σε μια ευνομούμενη πολιτεία το κάνει το κράτος και όχι ο όχλος. Αυτό είναι το χειρότερο σε όλη την ιστορία από δω και πέρα. Τα παιδιά δεν έρχονται πίσω. Ολοι αυτοί δεν βγήκαν έξω για την ακρίβεια, για την πανδημία, για τους μισθούς, για τις ΜΕΘ που δεν υπάρχουν και βγήκαν για να κάψουν το σπίτι της μάνας» καταλήγει.

«Αντί να τα προστατεύει, να τα σκοτώσει»;

Εκείνο όμως που δεν μπορεί κανείς να αποδεχτεί είναι πώς μια μητέρα κάνει κακό στα ίδια της τα παιδιά. Πώς αντιστρέφει τον ρόλο του προστάτη και πώς αντί να πεθαίνει γι’ αυτά, να τα σκοτώνει. Πολλοί σπεύδουν να εκτιμήσουν ότι η αποδιδόμενη στη μητέρα δολοφονία οφείλεται σε κάποια ψυχική νόσο, χωρίς να έχουν τις απαραίτητες γνώσεις, ενώ άλλοι την αποκλείουν με αδικαιολόγητη σιγουριά.

«Δεν το χωράει ο νους μου. Ηταν προμελετημένο. Προσπάθησε να σκοτώσει το παιδί εννέα φορές αν ισχύουν αυτά που λένε. Αυτό δείχνει δόλο, όχι ψυχική ασθένεια» λέει με σιγουριά πρόσωπο που έμενε κοντά στην οικογένεια.

«Είναι δυνατόν αντί να προστατεύει τα παιδιά της, να τα σκοτώσει; Είναι μια χαρά, δεν έχει ψυχολογικά προβλήματα. Ηξερε τι έκανε» έσπευσε να συμπεράνει μια γυναίκα που βρισκόταν στη στάση του λεωφορείου συζητώντας με τη διπλανή της, η οποία της απάντησε: «Δεν πιστεύω ότι κάποιος μπορεί να σχεδιάσει κάτι τέτοιο και να πιστεύει ότι δεν θα αφήσει πίσω του στοιχεία. Οταν κάποιος είναι ψυχοπαθής μπορεί να έχει μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του, ότι δεν θα τον πιάσουν».

Documento Newsletter