Ο «Μότσαρτ» της πορτοκαλί μπάλας έσβησε μέσα στα παλιοσίδερα και ο κόσμος του μπάσκετ βυθίστηκε σε βαρύτατο πένθος
Φωτισμένο πένθιμα από τα κεριά που έκαιγαν νύχτα μέρα, το πρόσωπο του Στόγιαν Βράνκοβιτς ήταν μουσκεμένο από τα δάκρυα. Το θεόρατο κορμί των 2μ20 έμοιαζε με τσακισμένο δέντρο. Ο Ντράζεν Πέτροβιτς ήταν αδελφικός του φίλος, αλλά η χαρά έσβησε μέσα σε μία μαύρη στιγμή. Ανήμπορος να συγκρατήσει την οργή του, ο απαρηγόρητος γίγαντας χτύπησε με δύναμη τη γροθιά του στον τοίχο του μπαρ «Αμαντέους», ακριβώς απέναντι από το γήπεδο που έμελλε να πάρει το όνομα του αδικοχαμένου νέου.
Ο τοίχος ράγισε, το χέρι ράγισε, οι καρδιές ράγισαν. Ο Ντράζεν πετούσε ελεύθερος προς τις μπασκέτες του ουρανού.
Στο προαύλιο, νεαρά αγόρια και κορίτσια, αλλά και γεροντάκια, φρόντιζαν ώστε να μείνει η φλόγα άσβεστη. Χιλιάδες αυτοσχέδια εικονοστάσια προστάτευαν τη ζεστασιά της ψυχής, αμέτρητα λουλούδια φρόντιζαν για να γίνει το ταξίδι ευωδιαστό. Οι περισσότεροι έκλαιγαν γοερά, αλλά ο εθνικός ήρωας της νεαρής Κροατίας χαμογελούσε σαρδόνια μέσα από τα πορτρέτα που θα τον κρατούσαν για πάντα νέο.
Εκείνο το σαρκαστικό μειδίαμα, κάπου ανάμεσα στην αυτοπεποίθηση και στην αλαζονεία, ήταν το σήμα κατατεθέν του αρτίστα που ονομάστηκε «Μότσαρτ του μπάσκετ». Ο Ντράζεν Πέτροβιτς έμοιαζε άτρωτος, μεγαλύτερος και από την ίδια τη ζωή.
Δεν ήταν. Ο Μολώχ της ασφάλτου τον έβαλε σημάδι, σαν να ήθελε να αποδείξει ότι όλοι είναι ίσοι απέναντι στον θάνατο. Ακόμα και εκείνοι που στη ζωή ήταν «λιγότερο ίσοι από τους άλλους».
Το νήμα κόπηκε σε έναν βροχερό αυτοκινητόδρομο της Βαυαρίας, το απόγευμα της 7ης Ιουνίου 1993. Η υπόλοιπη αποστολή της Εθνικής Κροατίας ταξίδεψε αεροπορικώς από το Μόναχο για το Ζάγκρεμπ, αλλά ο Ντράζεν φοβόταν το αεροπλάνο. «You fly, you die», έλεγε στους φίλους που τον κορόιδευαν. Η απόσταση, άλλωστε, ήταν μικρή. Και οι δρόμοι καλοί.
Αποκαμωμένος από την ταλαιπωρία, ο 29χρονος άνδρας αποκοιμήθηκε στη θέση του συνοδηγού. Η κοπέλα του η Κλάρα οδηγούσε το κόκκινο Golf και μία Toυρκάλα φίλη του ζευγαριού καθόταν πίσω. Η νταλίκα που πέρασε ανεξέλεγκτη το διαχωριστικό διάζωμα από το αντίθετο ρεύμα, γλιστρώντας και στριγγλίζοντας στο μουσκεμένο οδόστρωμα, μετέτρεψε το μικρό γιώτα-χι σε συντρίμμια.
Οι δύο κοπέλες διασώθηκαν, αλλά ο Ντράζεν σκοτώθηκε ακαριαία. Οι Γερμανοί αστυνομικοί δεν τον αναγνώρισαν. «Το θύμα του τροχαίου είναι ένας νεαρός άνδρας περίπου 30 ετών, με κροατικό διαβατήριο», μετέδωσαν. Μόλις το όνομα μαθεύτηκε, ένας ολόκληρος κόσμος βυθίστηκε στο πένθος. «Δεν μπορεί, σίγουρα είναι φάρσα», είπαν οι αγουροξυπνημένοι συμπατριώτες του όμορφου νεκρού.
Η τηλεόραση στο Ζάγκρεμπ έπαιζε συνεχώς κλασσική μουσική και το «Αμαντέους» μετατράπηκε σε μαυσωλείο. Οι διάσημοι συνοδοιπόροι του Ντράζεν εμφανίζονταν ένας ένας στο κοινό τους στέκι, με πρόσωπο ωχρό σαν τον θάνατο. Το λευκό αυτοκίνητο του Άτσο Πέτροβιτς τραγουδούσε τον θρήνο του νεκρού αδελφού παρκαρισμένο στον περίβολο της Χάλα Τσιμπόνα, με ένα κηδειόχαρτο κολλημένο στο τζάμι.
Οι νεκροπομποί στο κοιμητήριο Μίρογκοϊ ετοιμάστηκαν για μία πάνδημη κηδεία, που όμοιά της δεν ξανάδε η σπαραγμένη από τον εμφύλιο πόλεμο χώρα. «Να μαζευτούμε όλοι απόψε στο γήπεδο να τον αποχαιρετήσουμε», έλεγε το κάλεσμα που κυκλοφόρησε στόμα με στόμα.
Βράδυ της 8ης Ιουνίου 1993, οχτώ χιλιάδες άνθρωποι συγκεντρώθηκαν στη Χάλα Τσιμπόνα, μέσα σε τέσσερις τσιμεντένιους τοίχους που έλιωναν από τη θλίψη. Όσοι ανέβηκαν αμήχανοι στο βήμα δεν ήξεραν τι να πουν. Περισσότερο έκλαιγαν, παρά μιλούσαν. Στο παρκέ όπου άλλοτε ο «Μότσαρτ» συνέθετε τη γλυκιά του μουσική, μια σειρά από κρύες καρέκλες φιλοξενούσαν κορμιά που λύγιζαν: Ράτζα, Κούκοτς, Κόμαζετς, Νόβοσελ, Παβλίσεβιτς, ο Βράνκοβιτς με το σπασμένο χέρι, όλοι.
Στην πρώτη σειρά, ο Σέρβος πατέρας του Ντράζεν, Γιόλε, και η μητέρα του Μπίσερκα κρύβονταν πίσω από τα μαύρα γυαλιά των δακρύων και κάτω από τα μαύρα ρούχα του ερέβους. Ποια μάνα μπορεί να αντέξει τέτοια συμφορά;
Το αποχαιρετιστήριο χειροκρότημα διήρκεσε είκοσι λεπτά βουβού θρήνου, ενώ οι οθόνες έδειχναν τρίποντα, ασίστ και εκείνο το θείο, σατανικό χαμόγελο. Αυτό ήταν άλλωστε το παρατσούκλι του Ντράζεν Πέτροβιτς: «Ο γιος του διαβόλου». Λίγες μέρες πριν τα δεύτερα γενέθλιά της, η νεοσύστατη χώρα αποχαιρέτησε το εθνικό σύμβολο που ξεριζώθηκε βίαια. «Ο Ντράζεν ήταν η ίδια η Κροατία», έλεγαν τα δελτία ειδήσεων. Και ας ήταν η καταγωγή του σερβική.
Μάταια τον περίμενε ο Παύλος Γιαννακόπουλος στην Αθήνα. «Είχε συμφωνήσει με τον Παναθηναϊκό και ήταν έτοιμος να εγκαταλείψει το ΝΒΑ», έγραφαν οι εφημερίδες. Αλίμονο, δεν ήταν γραφτό να γίνει σμυπαίκτης με τον Νίκο Γκάλη και τον Παναγιώτη Γιαννάκη, τους άσπονδους φίλους του από το Ευρωμπάσκετ 1987, τους ίδιους που τον στρίμωξαν σε μια γωνιά για να τον ξυλοφορτώσουν κάποτε σε ένα γήπεδο της Ολλανδίας.
Τον Ντράζεν τον θυμόμαστε σήμερα με νοσταλγία και τον έχουμε εικόνισμα, στο Σίμπενικ, στο Ζάγκρεμπ, στη Μαδρίτη, στο Πόρτλαντ, στο Νιου Τζέρσεϊ, οπουδήποτε αποθεώθηκαν οι πιρουέτες του, αλλά όσο ζούσε ήταν ο ακραία αντιπαθητικός, ο ανυπόφορος που όλοι αγαπούσαν να μισούν. Μέσα σε μία μοιραία στιγμή τρόμου, πριν από τριάντα χρόνια, έγινε από διάβολος, άγιος.