Ντράγκο Γιάντσαρ: «Ονειρευόμασταν τη δημοκρατία αλλά ξυπνήσαμε στον καπιταλισμό»

Ντράγκο Γιάντσαρ: «Ονειρευόμασταν τη δημοκρατία αλλά ξυπνήσαμε στον καπιταλισμό»
Φωτογραφία: Σίσσυ Μόρφη

Ο κορυφαίος συγγραφέας της Σλοβενίας Ντράγκο Γιάντσαρ μιλάει για την περίοδο της φυλάκισής του και την εξέλιξη της χώρας του μετά τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας.

Ο Σλοβένος συγγραφέας Ντράγκο Γιάντσαρ έχει χαρακτηριστεί «σεισμογράφος μιας χαοτικής ιστορίας». Τα μυθιστορήματα, τα διηγήματα, τα θεατρικά έργα και τα δοκίμιά του, τα οποία είναι επηρεασμένα από τον μοντερνισμό, εστιάζουν κατά βάση στο πρόσφατο παρελθόν της κεντρικής και ανατολικής Ευρώπης αλλά και στον τρόπο που τα άτομα καταπιέζονται από τα πολιτικά συστήματα και τους θεσμούς.

Πρόσφατα κυκλοφόρησε στα ελληνικά το «Ακόμα και ο έρωτας», ένα μυθιστόρημα που εξελίσσεται στο Μάριμπορ, γενέτειρα πόλη του συγγραφέα η οποία είναι ιστορικά, γλωσσικά και πολιτιστικά συνδεδεμένη με τη γερμανική ιστορία. Το 1941, μετά την επιβολή της ναζιστικής κατοχής στη Γιουγκοσλαβία, το Μάριμπορ προσαρτήθηκε στο Τρίτο Ράιχ. Η πένα του Γιάντσαρ αποτυπώνει τις σχέσεις των ανθρώπων στην περιοχή μέσα από τρεις χαρακτήρες. Ο παρτιζάνος Βαλεντίν, η κοπέλα του Σόνια και ο Σλοβένος Λούντβιχ που πλέον έχει γίνει αξιωματικός των Ες Ες, τρεις άνθρωποι με εντελώς διαφορετική πορεία βλέπουν τις ζωές τους να διασταυρώνονται και να εκτρέπονται υπό το βάρος κοσμοϊστορικών γεγονότων.

Με τον Ντράγκο Γιάντσαρ συναντηθήκαμε στο πλαίσιο της 20ής Εκθεσης Βιβλίου Θεσσαλονίκης και μιλήσαμε για την πρόσφατη ιστορία της χώρας του μέσα από τα δικά του βιώματα.

Ισχύει πως ο πατέρας σας ήταν παρτιζάνος;

Οχι, δεν ήταν. Συνεργαζόταν όμως με παράνομα κινήματα της εποχής βοηθώντας παρτιζάνους. Κάποια στιγμή κλήθηκε να κρύψει κάποιους Αγγλους πιλότους που είχαν πέσει με αλεξίπτωτο στο δάσος κι έτσι τον συνέλαβαν οι ναζί και τον φυλάκισαν σε στρατόπεδο συγκέντρωσης.

Υπάρχει ένα παράδοξο στην προσωπική σας ιστορία. Ο πατέρας σας ήταν με το μέρος των παρτιζάνων αλλά χρόνια μετά η Σοσιαλιστική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας στράφηκε εναντίον σας.

Ο πατέρας μου φυλακίστηκε από την Γκεστάπο το 1944 και τριάντα χρόνια μετά, το 1974, βρέθηκα σε ηλικία 26 χρόνων στην ίδια φυλακή με εκείνον. Οταν στάθηκα ενώπιον της Δικαιοσύνης είχα πολλούς παρτιζάνους στο πλευρό μου. Ηρθαν δηλαδή στη δίκη να καταθέσουν υπέρ μου. Δυστυχώς όμως δεν βοήθησε η μαρτυρία τους γιατί καταδικάστηκα σε φυλάκιση.

Πώς αισθανθήκατε;

Ενιωσα τη λεγόμενη ειρωνεία της Ιστορίας. Βίωσα τον τρόπο που η Ιστορία μπορεί να επαναληφθεί με τον πλέον απροσδόκητο τρόπο.

Για ποιο λόγο φυλακιστήκατε;

Οταν ήμουν φοιτητής είχα την αρχισυνταξία μιας φοιτητικής εφημερίδας. Με όσα έβλεπα να συμβαίνουν τότε επί Τίτο είχα την αίσθηση πως κάθε νέος άνθρωπος είχε την ανάγκη να ανασάνει, να εκφραστεί πιο ανοιχτά. Αυτό έγραψα λοιπόν σε ένα εντιτόριαλ που είχε τίτλο «Για τις αρχές του πλουραλισμού». Δεν είχα καμία πρόθεση να επιτεθώ σε κανέναν. Το άρθρο αυτό πυροδότησε μια σειρά αντιδράσεων, με τις πανεπιστημιακές αρχές να βρίσκονται σε διαρκείς συσκέψεις. Αυτή ήταν η πρώτη μου πολιτική σύγκρουση. Σταδιακά οδηγήθηκα σε πιο έντονες συγκρούσεις. Οταν ολοκλήρωσα τις σπουδές μου και ήδη εργαζόμουν δυο τρία χρόνια ως δημοσιογράφος έπεσε στα χέρια μου ένα βιβλίο το οποίο αποκάλυπτε ότι το 1945, επί Τίτο, εκτελέστηκαν από ειδικές μονάδες παρτιζάνων χιλιάδες μέλη της Σλοβενικής Εσωτερικής Φρουράς που είχαν συμμαχήσει με τους ναζί. Για μένα ήταν πραγματικό σοκ, διότι ήμουν μεγαλωμένος σε ένα σπίτι υπέρ των παρτιζάνων και πραγματικά πίστευα στον σοσιαλισμό. Το βιβλίο αυτό όμως που είχα φέρει από την Αυστρία με έκανε να δω εντελώς διαφορετικά τα πράγματα. Ηθελα η αλήθεια αυτή να γίνει γνωστή και σε άλλους, γι’ αυτό έδινα το βιβλίο σε φίλους και γνωστούς για να το διαβάσουν. Αυτός ήταν ο λόγος που φυλακίστηκα και ενώ αρχικά η ποινή μου ήταν για ένα χρόνο, στους τρεις μήνες μού δόθηκε αμνηστία.

Πώς θυμάστε την περίοδο της φυλακής;

Εκεί γνώρισα ανθρώπους που δεν θα συναντούσα ποτέ στη ζωή μου. Πραγματικά ενδιαφέροντα άτομα, ποινικούς κατά βάση. Στη φυλακή άρχισα να αμφισβητώ σοβαρά πολλά πράγματα. Σκεφτόμουν πως κάτι δεν πήγαινε καλά με την κοινωνία καθώς ήμουν εντελώς πεπεισμένος πως ήμουν αθώος, δεν έκανα κάποιο έγκλημα. Τότε ήταν που το καθεστώς με έκανε εχθρό του.

Πώς ήταν η δημοσιογραφία επί Τίτο;

Η Γιουγκοσλαβία ήταν ασυνήθιστη, παράδοξη –θα έλεγα– χώρα. Στη Γιουγκοσλαβία μπορούσε κανείς να εκφραστεί ελεύθερα μέσα από τη λογοτεχνία και το θέατρο. Δεν συνέβαινε το ίδιο όμως αν ήθελες να ιδρύσεις μια εφημερίδα αντιπολιτευτική ή επικριτική. Στην Κροατία και τη Σερβία πολλοί άνθρωποι φυλακίστηκαν λόγω των πολιτικών τους θέσεων. Ομως για παράδειγμα ένα πολύ επικριτικό θεατρικό μου έργο ανέβηκε σε έντεκα θέατρα μετά τον θάνατο του Τίτο χωρίς κανένα πρόβλημα. Επίσης, τα σύνορα της Γιουγκοσλαβίας ήταν ανοιχτά. Φαινομενικά υπήρχε ελευθερία, όμως πολιτικά ήταν δικτατορία μέχρι τέλους. Μπορούσες να μιλήσεις για κάποια πράγματα αλλά όχι κατά του Τίτο. Αυτό ήταν λόγος για να μπεις φυλακή. Αν η Γιουγκοσλαβία δεν ήταν δικτατορία, ίσως επιβίωνε.

Ισως όλοι αυτοί οι τρομεροί πόλεμοι στο τέλος του αιώνα να μην είχαν συμβεί, καθώς πιθανότατα τα προβλήματα θα είχαν επιλυθεί μέσα στη Βουλή.

Τι συμβαίνει τώρα με την ελευθερία του Τύπου στη χώρα σας;

Τη δεκαετία του 1990 στη Λιουμπλιάνα υπήρξε ένας κύκλος διανοούμενων που ονειρεύονταν την ελευθεροτυπία, τον κοινοβουλευτισμό κ.λπ. Σε αυτή την ομάδα ήμουν κι εγώ. Ομως στη διάρκεια της δεκαετίας τα πράγματα άλλαξαν πολύ, όχι μόνο στη χώρα μου αλλά και σε όλη την ανατολική Ευρώπη. Αυτό που πραγματικά συνέβη είναι ότι ονειρευόμασταν τη δημοκρατία αλλά ξυπνήσαμε στον καπιταλισμό. Βασικά ξυπνήσαμε στο μεταβατικό στάδιο προς τον καπιταλισμό. Ο,τι μέχρι τότε ήταν κρατική περιουσία πέρασε στα χέρια των λίγων. Ανθρωποι που ήταν πολύ κοντά στο πρώην καθεστώς πλούτισαν εν μια νυκτί. Αυτό συμπαρέσυρε και τα ΜΜΕ. Για μεγάλο χρονικό διάστημα στη δεκαετία του ’90 κάποια Μέσα προσπάθησαν να είναι ανεξάρτητα. Αλλα που ήταν πιο κοντά στο καθεστώς συνέχισαν στην ίδια γραμμή αλλά με μεγαλύτερες ελευθερίες. Σύντομα όμως οι εφημερίδες και τα άλλα ΜΜΕ περιήλθαν στην ιδιοκτησία των νέων μεγιστάνων κι έτσι έγιναν όργανα για την εδραίωση της νέας πολιτικής εξουσίας.

Εργάζεστε τώρα για τα ΜΜΕ;

Στη δεκαετία του 1990 και στις αρχές της δεκαετίας του 2000 είχα μια στήλη σε μια σλοβενική εφημερίδα που αφορούσε όλα αυτά τα ζητήματα. Μετά άρχισα να νιώθω λίγο σαν Δον Κιχώτης, οπότε σταμάτησα να γράφω. Τα τελευταία 15-20 χρόνια ασχολούμαι μόνο με τη λογοτεχνία. Κατά καιρούς γράφω κάποια δοκίμια αλλά όχι πολιτικά άρθρα.

Υποθέτω ότι η λογοτεχνία σάς προσφέρει μια άλλου τύπου ελευθερία.

Ναι. Είναι ατομική υπόθεση και μπορώ να εκφραστώ όπως επιθυμώ. Δεν κάνω πλέον καμία προσπάθεια να πείσω κανέναν.

Παρ’ όλα αυτά, όταν το 1991 η Σλοβενία κηρύχθηκε ανεξάρτητο κράτος σάς πρότειναν να αναλάβετε το υπουργείο Πολιτισμού της χώρας σας, αλλά αρνηθήκατε.

Δίστασα, παρότι πίστευα ότι θα μπορούσα να κάνω κάτι που είχε σχέση με τον ελεύθερο πολιτισμό. Συνειδητοποίησα όμως πως δεν ήθελα να γίνω ένας νέος Βάτσλαβ Χάβελ, γιατί θα έπρεπε να εγκαταλείψω τη συγγραφή. Εκείνη την εποχή είχα ήδη γράψει αρκετά μυθιστορήματα, διηγήματα και θεατρικά έργα και ήξερα πως αν ασχολούμουν με την πολιτική, θα έπρεπε να κάνω μόνο αυτό. Δεν θα υπήρχε χώρος για κάτι άλλο. Ετσι αποφάσισα να παραμείνω συγγραφέας, παρά τον θυμό που αυτή η απόφαση προκάλεσε σε φίλους και συνεργάτες μου. Εκείνοι θεωρούσαν πως ήταν η κατάλληλη στιγμή να εγκαθιδρύσουμε μια νέας μορφής δημοκρατία. Δεν έχω μετανιώσει για την επιλογή μου.

INFO
Το μυθιστόρημα «Ακόμα και ο έρωτας» του Ντράγκο Γιάντσαρ κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Καστανιώτη σε μετάφραση της Λόισκας Αβαγιανού

Documento Newsletter