Ντόναλντ Τραμπ, ο μετρ της εξαπάτησης

Εκτός από την υπενθύμιση της πορείας του Ντόναλντ Τραμπ το ντοκιμαντέρ λειτουργεί και ως πικρή διαπίστωση ότι, πέρα από όλα τα ελαττώματά του, έχει ένα τεράστιο προτέρημα: αντοχή που επαναφορτίζεται από μια σχεδόν πρωτόγονη ανάγκη να είναι διαρκώς το κέντρο του σύμπαντος

Είδαμε ξανά το ντοκιμαντέρ «Ντόναλντ Τραμπ: Αμερικανικό όνειρο» που σκιαγραφεί την προσωπικότητα του ανθρώπου που κρατάει στα χέρια του την τύχη του πλανήτη.

Αθελά του ο Μπαράκ Ομπάμα ώθησε τον Ντόναλντ Τραμπ στην τροχιά διεκδίκησης της αμερικανικής προεδρίας την άνοιξη του 2011. Είχε φτάσει κοντά άλλες τρεις φορές, αλλά έκανε πίσω δηλώνοντας: «Θα το αποφασίσω μόνο όταν ξέρω ότι μπορώ να κερδίσω». Ωστόσο, εκείνο το βράδυ όλα άλλαξαν. Είχε προηγηθεί το συνωμοσιολογικό παραλήρημά του σχετικά με το πιστοποιητικό γέννησης του πρώτου Αφροαμερικανού προέδρου των ΗΠΑ, αναγκάζοντας τον Ομπάμα να το δώσει στη δημοσιότητα για να κοπάσει ο θόρυβος. «Και τώρα, κ. Τραμπ, μπορείτε να ασχοληθείτε ήσυχος με άλλα σοβαρά ζητήματα, όπως με το αν πήγαμε στη Σελήνη» ήταν η χαριστική βολή στον δημόσιο εξευτελισμό του από τον Ομπάμα. Ο Τραμπ είχε γίνει περίγελος σε όλη τη χώρα και δεν το ξέχασε ποτέ. «Δεν θα γελούν όταν θα είμαι πρόεδρος» είπε τότε σε δικούς του ανθρώπους. Ούτε σήμερα γελάει κανείς που έγινε πρόεδρος της Αμερικής για δεύτερη φορά.


Η μίνι σειρά ντοκιμαντέρ με τίτλο «Ντόναλντ Τραμπ: Αμερικανικό όνειρο», που προβλήθηκε για πρώτη φορά το 2018, μας υπενθυμίζει την πορεία του Τραμπ επί πέντε δεκαετίες, από τα πρώτα του βήματα ως επιχειρηματία στο Μανχάταν μέχρι την επίσημη ανακοίνωση της πρώτης υποψηφιότητάς του, το 2015. Αλλά αποτελεί και πικρή διαπίστωση ότι, πέρα από όλα τα μεγάλα ελαττώματά του, έχει ένα τεράστιο προτέρημα: αντοχή που επαναφορτίζεται από μια σχεδόν πρωτόγονη ανάγκη να είναι διαρκώς το κέντρο του σύμπαντος. Αλλιώς η ζωή του δεν έχει νόημα.

Στη σειρά μιλούν πρόσωπα που τον γνωρίζουν πάνω από πενήντα χρόνια, φίλοι και εχθροί. Και ξέρουν καλά πόσο ανελέητος, ραδιούργος, ψεύτης και αλαζονικός μπορεί να γίνει, αλλά και με πόσο ταλέντο μπορεί να πουλήσει τον εαυτό του ξανά και ξανά.

Ρίγη στη ραχοκοκαλιά

«Είναι ο καλύτερος δημοσιοσχεσίτης του κόσμου» λέει πρώην συνεργάτης, ενώ άλλοι πιστεύουν ότι είναι ιδιοφυής στην εξαπάτηση, αλαζόνας, ονειροπόλος, εντελώς ασυνείδητος αλλά και πολύ γοητευτικός, ακόμη κι αν –όπως λένε χαρακτηριστικά– αυτή η σαγήνη «σου προκαλεί ρίγη στη ραχοκοκαλιά».

«Να είσαι λύκος» του έλεγε ο πατέρας του, Φρεντ Τραμπ, μετανάστης γερμανικής καταγωγής και επιτυχημένος επιχειρηματίας στον κατασκευαστικό κλάδο, ο οποίος έχτισε πάνω από 20.000 σπίτια στο Κουίνς και το Μπρούκλιν. «Και να μη λυπάσαι ποτέ τον αντίπαλο» επαναλάμβανε στο τρίτο από τα πέντε παιδιά του, το πιο ατίθασο. Οσοι γνώρισαν από κοντά την οικογένεια μιλούν για έναν πολύ αυστηρό πατέρα, ο οποίος έφτανε ακόμη και σε βάναυσες συμπεριφορές εναντίον του Ντόναλντ. Για έναν σκληρό διαπραγματευτή που είχε θεό μόνο το κέρδος και δεν έδωσε στον γιο του την ασφάλεια της πατρικής αγάπης στέλνοντάς τον στα δεκατρία του εσωτερικό σε στρατιωτική ακαδημία για πέντε χρόνια. «Ο Φρεντ ήταν ο αξιωματικός του Ντόναλντ» έλεγαν για τη στενή, πολύπλοκη και άκρως προβληματική σχέση τους, η οποία καθόρισε σε μεγάλο βαθμό τον νυν πρόεδρο.

Η επιχειρηματική μετακόμιση του Ντόναλντ Τραμπ στο Μανχάταν, η κατασκευή του Πύργου Τραμπ, η παρέα με διασημότητες και η ανάγκη να προσελκύει διαρκώς την προσοχή των ΜΜΕ ήταν ο δικός του τρόπος να πει στον πατέρα του ότι άξιζε, ότι τα κατάφερε και ότι τον ξεπέρασε. «Ακόμη και σήμερα τον πατέρα του θέλει να ξεπεράσει» εξηγεί ο σκιώδης συγγραφέας ενός απ’ τα βιβλία που εξέδωσε ο Τραμπ, όταν πια είχε γίνει μεγιστάνας. Πάντως, στον επικήδειο του Φρεντ το 1999 ο Τραμπ δεν μίλησε για τον πατέρα του, αλλά για τον εαυτό του. Για το πώς κατόρθωσε να επανέλθει μετά τη χρεοκοπία του.


Χλιδάτη επιφάνεια

«Τον Τραμπ τον ενδιέφερε πρωτίστως ο εαυτός του. Κανένας άλλος» ακούς να λένε στο ντοκιμαντέρ φίλοι και συνεργάτες. Ενας από τους νικητές στο τηλεπαιχνίδι «The apprentice», που έκανε τον Τραμπ μεγάλο σταρ και σύμβολο της ποπ κουλτούρας ανοίγοντάς του τον δρόμο για την πολιτική, ομολογεί ότι τον έβλεπε κάθε πρωί μπροστά σε ένα πάκο εφημερίδες. Χωρίς το παραμικρό ενδιαφέρον για το τι συμβαίνει στον κόσμο, διάβαζε μόνο τα σημειωμένα αποσπάσματα που αναφέρονταν σ’ αυτόν. Ούτε στις επιχειρήσεις τον ένοιαζε η καλή φήμη του. Υπήρχαν μόνο η εξουσία, η δύναμη και το κέρδος. Γι’ αυτό όταν φαλίρισε άφησε απλήρωτους εκατοντάδες μικρομεσαίους επιχειρηματίες στο Ατλάντικ Σίτι, οι οποίοι προμήθευαν τα καζίνο του, μεταξύ των οποίων το γιγάντιο Ταζ Μαχάλ που χτίστηκε μόνο και μόνο για να τονωθεί κι άλλο η ματαιοδοξία του αφήνοντας τεράστια χρέη. Ούτε για την ουσία και την ποιότητα των πραγμάτων έδινε δεκάρα. Η γυαλιστερή, χλιδάτη επιφάνεια ήταν πάντα το ζητούμενο, ακόμη κι αν από κάτω υπάρχει μόνο σαβούρα. Οπως σε πολλά διαμερίσματα στον Πύργο Τραμπ που κατασκευάστηκαν με φτηνό ξύλο και φορμάικες, σύμφωνα με τα λεγόμενα της υπεύθυνης μηχανικού του κτιριακού συγκροτήματος.

«Μπορεί να γίνει επιθετικός στους αδύναμους και σε όσους του αντιμιλούν. Ειδικά στους δεύτερους επιτίθεται με ιδιαίτερη δριμύτητα» λέει παλιός φίλος, ενώ άλλοι δεν διστάζουν να τον αποκαλέσουν υποκριτή, εκδικητικό, απατεώνα, ακόμη και άνθρωπο που δεν ξέρει πολλά από επιχειρήσεις. Μια ιστορία –από τις πολλές– αξίζει, νομίζω, να αναφερθεί γιατί είναι χαρακτηριστική. Για να κάνει όνομα στη Νέα Υόρκη, όταν ακόμη ήταν νέος, προσφέρθηκε να βοηθήσει στην κατασκευή του παγοδρομίου στο Σέντραλ Παρκ. Ζήτησε τη βοήθεια φίλου του εργολάβου με το δέλεαρ της μεγάλης δημοσιότητας. Οταν το έργο τελείωσε, δεν τον ανέφερε ούτε μια φορά, διότι το όνομά του χαλούσε την επιγραφή «Εργο Τραμπ». Κι αυτό που μισούσε περισσότερο από όλα ήταν να μοιράζεται τη δόξα που θεωρούσε ότι του ανήκει δικαιωματικά.