Ντιτρόιτ ‘67: Tις μέρες που η πόλη των μηχανών κάηκε

«Η πόλη των μηχανών φλέγεται, μωρό μου, και δεν μπορούν να κάνουν τίποτε γι’ αυτό […] Θα ’θελα κι εγώ να ανάψω ένα σπίρτο για την ελευθερία. Μπορεί να είμαι λευκό αγόρι, αλλά μπορώ κι εγώ να γίνω κακός. Είναι αλήθεια. Ναι. Ας καούν όλα».

Ετσι βίωνε και περιέγραφε την εξέγερση του Ντιτρόιτ στο κομμάτι «Motor City is burning» το ριζοσπαστικό –για τη μουσική αλλά και τους πολιτικοποιημένους στίχους του– συγκρότημα των MC5.

Φέτος το καλοκαίρι συμπληρώθηκαν 50 χρόνια από μια από τις μεγαλύτερες εξεγέρσεις στην ιστορία των ΗΠΑ, η οποία –καθόλου τυχαία– εκδηλώθηκε στο επίκεντρο της αμερικανικής αυτοκινητοβιομηχανίας και ένα από τα κέντρα της παγκόσμιας καπιταλιστικής παραγωγής. Η «εξέγερση της 12ης οδού», όπως ονομάστηκε από τον δρόμο που αποτέλεσε το επίκεντρό της, ξέσπασε τη νύχτα της 23ης Ιουλίου του 1967, όταν η αστυνομία της πόλης πραγματοποίησε έφοδο στο παράνομο μπαρ που διατηρούσε ο Γουίλιαμ Γουόλτερ Σκοτ Β΄, στο οποίο εκείνο το βράδυ γιόρταζαν την επιστροφή δύο βετεράνων του Βιετνάμ. Φυσικά όλοι οι προαναφερθέντες ήταν Αφροαμερικανοί. Οι ομαδικές συλλήψεις προκάλεσαν τη συγκέντρωση πλήθους, το οποίο όλο και αυξανόταν καθώς κατέφθαναν τα αστυνομικά οχήματα. Τα τελευταία οχήματα που μετέφεραν τους συνολικά πάνω από 80 συλληφθέντες διέφυγαν υπό βροχή μπουκαλιών, ενώ ήδη είχαν αρχίσει να σπάζονται οι πρώτες βιτρίνες. Τα ξημερώματα της επόμενης ημέρας το πλήθος αριθμούσε πάνω από 3.000 άτομα. Η εξέγερση είχε ξεκινήσει.

Βίαιο κοινωνικό ξέσπασμα vs «καλοκαίρι της αγάπης»

Η εξέγερση της 12ης οδού διάρκεσε τέσσερα μερόνυχτα και ο απολογισμός της περιλάμβανε 43 νεκρούς, 1.189 τραυματίες, 7.231 συλλήψεις, 2.509 κατεστραμμένα και λεηλατημένα σπίτια και καταστήματα. Τα άτομα που συμμετείχαν ενεργά στα επεισόδια και στη λεηλασία καταστημάτων υπολογίζονται σε πάνω από 10.000, ενώ σημαντικό στοιχείο της ήταν οι ελεύθεροι σκοπευτές σε σπίτια και ταράτσες που χτυπούσαν τις δυνάμεις καταστολής. Η πόλη είχε κηρυχτεί σε κατάσταση συναγερμού, είχε επιβληθεί απαγόρευση κυκλοφορίας από τις 21.00 έως τις 05.00, ενώ είχε επίσης απαγορευτεί η πώληση αλκοόλ, όπλων αλλά και βενζίνης. Αλλος βασικός λόγος για τον οποίο έμεινε ξακουστή αφορά την αντίδραση του κράτους: η αδυναμία διαχείρισης της κατάστασης από την αστυνομία του Ντιτρόιτ προκάλεσε την ανάπτυξη δυνάμεων της πολιτειακής εθνοφυλακής και τελικά ακόμη και 5.000 πεζοναυτών, ύστερα από απόφαση του τότε προέδρου των ΗΠΑ Λίντον Τζόνσον, ο οποίος βγήκε στην τηλεόραση τα μεσάνυχτα της 24ης Ιουλίου για να ενημερώσει ότι «ο νόμος και η τάξη κατέρρευσαν στο Ντιτρόιτ του Μίσιγκαν».

Πώς εξηγείται όμως αυτό το βίαιο κοινωνικό ξέσπασμα, ειδικά εφόσον την ίδια χρονιά στην άλλη άκρη της χώρας εκδηλωνόταν το «καλοκαίρι της αγάπης»; Το ερώτημα αυτό απασχόλησε φυσικά και την ίδια την αμερικανική κυβέρνηση, η οποία προχώρησε στη σύσταση της Επιτροπής Κέρνερ για να διερευνήσει τα αίτια των «φυλετικών ταραχών». Τα πορίσματα της επιτροπής, που βρήκαν στήριξη και από μέλη της μαύρης κοινότητας όπως ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ, ανέδειξαν ως βασικές αιτίες την αποτυχημένη κοινωνική πολιτική του κράτους και της πολιτείας, π.χ. σχετικά με τη στέγαση και την εκπαίδευση. Ξεχωριστές αιχμές επιφύλασσε και για τα ΜΜΕ, τα οποία αναπαρήγαν τη «λευκή οπτική» διαιωνίζοντας τον ρατσισμό.

Στις αρχές του 20ού αιώνα το Ντιτρόιτ έγινε έδρα της ανερχόμενης αυτοκινητοβιομηχανίας στις ΗΠΑ καθώς φιλοξενούσε τα εργοστάσια της Ford, της Chrysler, της Dodge κ.ά. Το γεγονός αυτό κατέστησε το Ντιτρόιτ τη μεγαλύτερη εργατούπολη των ΗΠΑ, όπως επίσης και έδρα συνδικαλιστικών ενώσεων που οργάνωναν τους εργάτες για τη διεκδίκηση οκταώρου, καλύτερων συνθηκών εργασίας κ.λπ. Από το συνδικαλιστικό κίνημα της πόλης αναδείχτηκαν πρόσωπα που διεκδίκησαν κεντρικότερο πολιτικό ρόλο, όπως ο περίφημος Τζίμι Χόφα.

Γύρω στο 1910 σημειώθηκε και η λεγόμενη «μεγάλη μετανάστευση» των Αφροαμερικανών από τον Νότο στις βιομηχανοποιημένες πόλεις του Βορρά προς αναζήτηση εργασίας. Αυτή η εισδοχή επταπλασίασε τον μαύρο πληθυσμό στο Ντιτρόιτ. Ομως κατά το διάστημα 1947-1963, λίγο πριν από την εξέγερση, ο τομέας των κατασκευών της πόλης έχασε 134.000 θέσεις εργασίας, σηματοδοτώντας την αρχή της παρακμής…

Ο χαρακτήρας της εξέγερσης

Σύμφωνα με τον Νταν Γεωργακά, συγγραφέα του «Detroit: I do mind dying», οι αιτίες της εξέγερσης πρέπει να αναζητηθούν κυρίως σε τρεις τομείς. Α) Στη συστηματική παρενόχληση των μαύρων από το αστυνομικό τμήμα της πόλης, συντριπτικά λευκό ως προς τη σύνθεσή του. Β) Στην ανεργία την οποία προκάλεσε η σταδιακή αυτοματοποίηση της αυτοκινητοβιομηχανίας, η οποία επέφερε και όξυνση των ταξικών αντιθέσεων. Το αποτέλεσμά της έπεσε πάλι βαρύτερο στους μαύρους: το σωματείο Ενωμένοι Εργάτες της Αυτοκινητοβιομηχανίας (United Automotive Workers) δεν δεχόταν ως μέλη Αφροαμερικανούς, με αποτέλεσμα το τσεκούρι της απόλυσης να επικρέμαται πάνω από το δικό τους κεφάλι. Γ) Ο στεγαστικός διαχωρισμός. Το Ντιτρόιτ ήταν έντονα γκετοποιημένο. Λευκοί και μαύροι δεν έμεναν στις ίδιες περιοχές.

Ο καθηγητής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης Τόμας Σούγκρου συμφωνεί ως προς την ταξική διάσταση της εξέγερσης. Στον πρόλογο του «Detroit 1967: Origins, impacts, legacies» αναφέρει: «Οι μαύροι κάτοικοι του Ντιτρόιτ συμμετείχαν σε μια εξέγερση ενάντια σε ένα κράτος φυλετικών διακρίσεων, ενάντια στην κτηνωδία της αστυνομίας και τους μικροκαταστηματάρχες που εκμεταλλεύονταν τους μαύρους πελάτες τους». Σύμφωνα με τον ίδιο, η συμμετοχή στην εξέγερση ήταν έκφραση διαμαρτυρίας για την οικονομική τους κατάσταση. Η αντίληψη ότι οι λεηλασίες ήταν ένα είδος αναδιανεμητικής δικαιοσύνης ήταν διαδεδομένη. Η εξέγερση δεν ήταν κυρίως φυλετική, υπό την έννοια ότι βασικός στόχος των ταραχών δεν ήταν οι λευκοί αλλά το εμπόριο, τα καταστήματα, το κτίριο της General Motors.

Οι προλετάριοι οικειοποιούνταν τα αγαθά που έγιναν διαθέσιμα μέσα στο χάος των ταραχών. Σύμφωνα με τον Γεωργακά, υπάρχουν βίντεο που απεικονίζουν λευκούς και μαύρους να συνεργάζονται για να γεμίσουν αυτοκίνητα με αγαθά αφότου έσπαγε η βιτρίνα. Μάλιστα σύμφωνα με μαρτυρίες η αστυνομία εκμεταλλεύτηκε την κατάσταση για να κυνηγήσει όσους είχε βάλει από πριν στο μάτι, όπως τον ποιητή, πολιτικό ακτιβιστή και μάνατζερ του συγκροτήματος των MC5 Τζον Σινκλέρ, στο εργαστήριο του οποίου επιτέθηκε με όπλα εξαιτίας αφίσας που έβγαλε εκείνες τις μέρες με το σύνθημα «Burn, baby, burn».

Ετικέτες