Πολλά θα μπορούσαμε να πούμε για τον ποιητή Ντίνο Χριστιανόπουλο ή αλλιώς Κωνσταντίνο Δημητριάδη, όπως, ήταν το πραγματικό του όνομα. Το μόνο σίγουρο είναι πως δεν θα μπορούσαμε να περιγράψουμε την αμετάκλητη και αμίμητη ικανότητα του να κάνει τον λόγο τόσο οικείο που ακούγοντας τον θαρρείς πως απευθύνεται σε εσένα προσωπικά.
Σαν σήμερα, 11 Αυγούστου 2020 έφυγε από τη ζωή ένας από τους πιο επιδραστικούς σύγχρονους ποιητές. Ασυμβίβαστος, αιρετικός, προκλητικός. Τρία επίθετα στη σειρά και όλα δικά του.
Αν κάτι μας έμαθε ο Ντίνος Χριστιανόπουλος είναι πως η ποίηση δεν είναι στα συρτάρια, αλλά στους δρόμους. Μας έμαθε, επίσης, πως δεν έγινε και κάτι αν δεν διαβάζεις ποίηση, μόνο που κινδυνεύεις να χάσεις κάτι πολύ όμορφο και σημαντικό όπως την ευκαιρία για κάθαρση. Γιατί η ποίηση σε βοηθάει να ξεχρεώσεις και τα δικά σου δάνεια και των άλλων. Μας έμαθε και κάτι πιο σημαντικό ακόμα. Δεν χρειάζεται να είσαι καλύτερος από τους άλλους, ούτε καν καλός. Χρειάζεται να αναγνωρίζεις πως είσαι αδύναμος και τότε γίνεσαι δυνατός
Δεν ξέρω αν είναι «ο ποιητής των μικρών ποιημάτων» όπως τον έχουν χαρακτηρίσει. Ξέρω πως ο ίδιος δεν ήθελε να είναι ο ποιητής των όλων. Τον περιφρονούσαν οι ακαδημαϊκοί, τον κυνηγούσαν οι φασίστες και τον πολεμούσε η εκκλησία. Όταν ήταν έφηβος είχε γράψει για μια αγία που ερωτεύεται έναν άγιο και λίγο πριν τους αποκεφαλίσουν του το εκμυστηρεύεται. Η ενορία είχε καλέσει την μητέρα του και την ασφάλεια. Οι αστυνομικοί στην αρχή αντέδρασαν χαμογελώντας προσπαθώντας να ξεφορτωθούν τον δεσπότη μέχρι που διάβασαν σε ένα ποίημα του να τους αποκαλεί «μπάτσους» και «επιβήτορες».
Το 1963 γράφει τον «Χιλιαστή» από τη συλλογή διηγημάτων «Η κάτω βόλτα». Η ιστορία ενός ανθρώπου που υπηρετούσε στον στρατό και βασανίστηκε φρικτά επειδή δεν ήθελε να φιλήσει την σημαία και να κρατήσει όπλο. Εξαιτίας αυτού του διηγήματος κινδύνεψε να συλληφθεί τέσσερις φορές από την χούντα.
Του άρεσε να διαβάζει Τόμας Έλιοτ και να διηγείται ιστορίες που δεν έπαιρνες κι όρκο πως ήταν αληθινές. Αλλά τι σημασία είχε; Ήταν ο τρόπος που είχε να αγγίζει τις λέξεις και ακόμα περισσότερο ο τρόπος που στεκόταν δίπλα τους, με σεβασμό, ποτέ με περηφάνια. Λάτρευε τον Τσιτσάνη και πάνω από το γραφείο του στην οδό Σκεπαστού στις Σαράντα Εκκλησιές είχε το πορτραίτο του, δίπλα σε αυτό του Κωνσταντίνου Καβάφη.
Μέρος του έργου του μελοποιήθηκε από Διονύση Σαββόπουλο, Σταύρο Κουγιουμτζή, Μάνο Χατζιδάκι, τους Χειμερινούς Κολυμβητές, την May Roosevelt κι άλλους. (Πηγή: Αντώνης Μποσκοΐτης).
Τον κάνω εικόνα καμιά φορά να τρώει γλυκό του κουταλιού βύσσινο και να μιλάει για τα δύσκολα παιδικά του χρόνια, τους πρόσφυγες και κάθε αδικημένο. Ίσως, να μην έφυγε ποτέ από εμάς, ίσως να τριγυρίζει στους δρόμους που τόσο αγάπησε ακούγοντας τα μεράκια του Τσιτσάνη και γράφοντας ποιήματα για ανολοκλήρωτους έρωτες.