Η συνέντευξη του ποιητή που δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο περιοδικό «Μετρονόμος» (Απρίλιος – Ιούνιος 2017)
Συνέντευξη στον Σώτο Αλεξίου
Είχαµε πει από καιρό να ανταµώσουµε. Να ανέβω στη Θεσσαλονίκη να βγάλω ένα εκµαγείο το χέρι του και να πάρω κάποιες φωτογραφίες κατάλληλες για µια µελλοντική προτοµή. Τoν Σεπτέµβριο του 2016 βρήκα τον χρόνο και τον επισκέφτηκα. Ετοιµάσαµε τον χώρο πάνω στο γραφείο του, προετοιµάσαµε το χέρι του για να έχουµε καλό αποτέλεσµα και ήµασταν έτοιµοι να το καλύψουµε µε τον κατάλληλο γύψο. Η κυρία Ελένη που τον πρόσεχε µας έψησε τον καφέ. Μετά προσεκτικά ρίξαµε τον γύψο. Είπαµε ότι όσο θα είναι το χέρι στον γύψο θα κάναµε µια κουβέντα. Εγώ θα ρωτούσα και εκείνος θα απαντούσε. Η κουβέντα ήταν το δυνατό του σηµείο.
Η γνωριµία µας έγινε µε αφορµή την αγάπη µας για τον Τσιτσάνη και τα δύο βιβλία (βιογραφίες του Τσιτσάνη) που έχω γράψει. Ηταν, όπως µου είπε, κάτι που το περίµενε πολύ καιρό. Του έλειπε αυτή η πλευρά του Τσιτσάνη. Το 2011 κάναµε µαζί µια εκδήλωση στην πόλη µου, την Καλαµπάκα, για την ποίησή του και τα βιβλία µου µε παράλληλη έκθεση έργων µου.
Παλιά η κουβέντα µας τραβούσε σε µάκρος, δηλαδή αυτός µιλούσε και εγώ άκουγα. Πλέον τα πράγµατα είχαν λίγο αλλάξει. Ο Ντίνος ήταν 86 χρόνων και κουραζόταν γρήγορα. Η αλήθεια είναι ότι τον κούρασα λίγο και τον έβγαλα από το καθηµερινό του πρόγραµµα, αλλά δεν άφησε το χιούµορ του ούτε λεπτό.
Εµενε στο ισόγειο µιας πολυκατοικίας στις Σαράντα Εκκλησιές. Μπαίνοντας αριστερά ήταν το µικρό γραφείο του µε ένα παράθυρο που βλέπει στον δρόµο. Οι τοίχοι γεµάτοι βιβλία µέχρι το ταβάνι. Υπήρχαν πίσω του δύο φωτογραφίες κορνιζαρισµένες. Αριστερά όπως κοιτούσαµε ήταν ο Καβάφης και δεξιά ο Τσιτσάνης. Οι δύο µεγάλες θανατηφόρες αγάπες του. Προχωρώντας δεξιά στον διάδροµο ένας µικρός νιπτήρας για τους καφέδες. Αριστερά το υπνοδωµάτιο, και αυτό γεµάτο βιβλία, και στο βάθος το δωµάτιο των φίλων. Ενα σπίτι γεµάτο βιβλία, πίνακες ζωγραφικής και το πορτρέτο του στην αρχή της ώριµης ηλικίας του. Ετσι πρέπει να είναι το σπίτι ενός ποιητή. Γεµάτο βιβλία.
– Λοιπόν, Ντίνο, να αρχίσουµε την κουβέντα µας. Μόνο µην κουνήσεις το χέρι σου γιατί θα χαλάσει το εκµαγείο.
– Να είσαι σίγουρος ότι δεν θα το κουνήσω.
– Αρχίζουµε και µη µου πεις, όπως στα κανάλια, ότι δεν έχουµε να πούµε τίποτα γιατί θα σε αφήσω µε τον γύψο µέχρι το βράδυ… (γέλια).
– (Γέλια) Οχι, βρε αδερφέ, και εν πάση περιπτώσει θεωρώ ότι είµαι κάτω από αιχµαλωσία µέχρι να τελειώσει το εκµαγείο. Και δεν θέλω να µείνω έτσι µέχρι το βράδυ.
Είπαµε και λίγα… γαλλικά όπως κάθε φορά που τον έβλεπα και το απολαύσαµε. Η µια κουβέντα που λέγεται παραπάνω είναι ο συνδετικός κρίκος ανάµεσα σε φίλους, όχι απαραίτητα κολλητούς αλλά φίλους που αλληλοσέβονται τη δουλειά τους. Η γλώσσα αφήνεται ελεύθερη χωρίς αυτό να σηµαίνει ότι ο θαυµασµός και η εκτίµηση που έχει ο ένας για τον άλλο έχουν χαλαρώσει.
Εν πάση περιπτώσει, όπως έλεγε και ο ίδιος, «ο Χριστιανόπουλος µε τους φίλους του δεν έχει καµιά σχέση µε τον Χριστιανόπουλο που εµφανίζεται στο γυαλί. Οι προσωπικές σχέσεις µένουν φυλαγµένες σε πολύτιµο κάδρο κρεµασµένες στον τοίχο». Αρχίσαµε την κουβέντα όσο περιµένουµε να τραβήξει ο γύψος. Για την αναπαραγωγή της θα χρησιµοποιήσω τον πληθυντικό.
Λοιπόν, κύριε Χριστιανόπουλε, πότε δηµοσιεύτηκε το πρώτο σας ποίηµα;
Το πρώτο µου ποίηµα δηµοσιεύτηκε το 1947.
Το θεωρείτε αξιόλογο ή ήταν ένα από τα παιγνίδια της νεαρής ηλικίας;
Το θεωρώ αξιόλογο αλλά και εν πάση περιπτώσει έως ένα σηµείο ξεπερασµένο και γι’ αυτό δεν το έχω συµπεριλάβει σε καµιά απολύτως ποιητική µου συλλογή.
Πού έγινε η δηµοσίευσή του;
Εδώ στη Θεσσαλονίκη σε µια εφηµερίδα και µπορώ να πω ότι δεν του έδωσα και τόση σηµασία. Είναι ένα σονέτο.
Ποιος είναι ο τίτλος του; Μπορείτε να πείτε ένα στιχάκι;
Οχι, ούτε το ένα ούτε το άλλο είµαι σε θέση να θυµάµαι.
Καλά, δεν πειράζει. Μου είχατε πει κάποτε ότι αργήσατε να καταλάβετε ότι τα ποιήµατά σας ήτανε κάποια.
Ναι, είναι αλήθεια, αλλά βέβαια δεν παύω να θεωρώ ως έτος αφετηρίας µου το έτος 1947. Βέβαια, συγκεντρωµένα ποιήµατα δηµοσιεύτηκαν το 1950 στην ποιητική µου συλλογή «Εποχή των ισχνών αγελάδων».
Μια δύσκολη ερώτηση αλλά ξέρω ότι δεν σας πειράζει. Λένε κάποιοι οµότεχνοί σας ότι είστε επηρεασµένος από τον Καβάφη, τον άνθρωπο και τον ποιητή.
Εχω πράγµατι πολλή σχέση µε την ποίηση του Καβάφη και τον Καβάφη. Μπορώ να πω µάλιστα ότι είµαι και πολύ επηρεασµένος από αυτόν και δεν το κρύβω, διότι δεν κάνω µίµηση αλλά οµιλώ µε ειλικρίνεια, διότι δεν θέλω να κρύβω την περίπτωσή µου και να λέω ψέµατα.
Εχετε και ένα ποίηµα µε τον τίτλο «Ιθάκη».
Ναι, δεν θέλω να κρυφτώ και µπορώ να πω ότι αυτό είναι ένας… τέλος πάντων χαιρετισµός προς στον Καβάφη. Τέλος πάντων… Τι να κάνω τώρα;
Ας πάµε σε κάτι άλλο που συζητείται µε θαυµασµό και µε επίκριση συγχρόνως. Για τις βραβεύσεις που αρνηθήκατε επιδεικτικά και έχετε στενοχωρήσει πολλούς ανθρώπους. Γιατί;
∆εν ξέρω αν είµαι σήµερα σε θέση να απαντήσω µε ειλικρίνεια, αλλά το γεγονός είναι πάντως γεγονός. Και εν πάση περιπτώσει είναι γνωστή η άποψή µου για τις βραβεύσεις και γι’ αυτούς που βραβεύονται. ∆εν έχει αλλάξει.
Εχετε βγάλει λεφτά από την ποίηση; Οι ποιητές ζουν από την ποίησή τους;
Οχι, ποτέ. ∆εν έχω καµιά σχέση απολύτως µε την ύποπτη σχέση να είναι δυνατόν να βγάλω λεπτά από την ποίηση και παρόλο που µου το ζήτησαν. Εγώ θυσιάστηκα να βοηθήσω νέους ποιητές και οικονοµικά ακόµη. Και πράγµατι δεν έβγαλα ούτε µια δραχµή από την ποίηση. Και µπορώ να πω πως ό,τι λεφτά έβγαζα από τη δουλειά µου τα ξόδευα για την ποίηση. Λεφτά βγάζουν µόνο οι εκδότες.
Η σχέση σας µε τη Θεσσαλονίκη και τους ποιητές της ποια ήταν και ποια είναι τώρα;
Πρώτα πρώτα υπάρχει η σχέση µου µε τη Θεσσαλονίκη και αργότερα η σχέση µε τους ποιητές της Θεσσαλονίκης. Για όλα αυτά έχω έτοιµες κάποιες απαντήσεις. Η σχέση µου µε τους ποιητές της Θεσσαλονίκης είναι πολύ δεµένη µε την ηλικία µου και µε την ποίησή τους που ξεκινάει από τα πρώτα ποιήµατά µου που έγραψα και έχουν δηµοσιευτεί σε εφηµερίδες και περιοδικά από το 1947. Και µπορώ τώρα να πω ότι εδώ και καµιά σαρανταριά χρόνια, από το 1970, άρχισα να νιώθω τη Θεσσαλονίκη πόλη µου.
Τι εννοείτε µε αυτό;
Να σου πω. Η µάνα µου µου έλεγε πάντα ότι είµαστε από την Κωνσταντινούπολη και µέσα µου εδραιώθηκε η πεποίθηση ότι και εγώ είµαι από εκεί. Αλλά τέλος πάντων πώς µπορεί να είµαι από εκεί αφού εδώ γεννήθηκα και εδώ µεγάλωσα; Και έτσι άρχισα να αγαπάω τη Θεσσαλονίκη, να νοιάζοµαι και να εργάζοµαι γι’ αυτήν.
Να περάσουµε στον Βασίλη Τσιτσάνη. Πώς και γιατί ασχοληθήκατε µαζί του; Ποια ήταν τα ερεθίσµατα;
Αυτά είναι µερικά ανεξήγητα πράγµατα. Εγώ µε τον Τσιτσάνη ασχολούµαι από το 1946. ∆ηλαδή λίγο νωρίτερα από τη χρονιά που δηµοσίευσα το πρώτο µου ποίηµα, και χαίροµαι γιατί τόσο νωρίς, µα τόσο νωρίς κατάλαβα την αξία του. Και άρχισαν να µε εκτιµούν οι άνθρωποι µε το παραπάνω. Αυτό είναι λίγο ανεξήγητο αλλά είναι πραγµατικό.
Οµως τα ποιήµατα που δώσατε στον Τσιτσάνη δεν τα µελοποίησε. Γιατί; Σας πείραξε αυτό;
Τι να πω τώρα; Να πω ότι δεν µε πείραξε; Ναι, αλλά ο Τσιτσάνης είχε δίκαιο. Τα ποιήµατά µου ήταν έξω από την ιδιοσυγκρασία του. Αυτός είχε άλλα βιώµατα. Ο,τι µουσική και αν έβαζε, δεν θα ήταν αληθινή. Αλλά, εν πάση περιπτώσει, ο Τσιτσάνης δεν παραδεχότανε κανέναν άλλο ποιητή και γι’ αυτό ό,τι στίχους τού δώσανε σε όλους έκανε κάποια επέµβαση, µικρή ή µεγάλη δεν έχει σηµασία. Περίεργο αλλά αληθινό.
Και εγώ ήθελα να πω στον Τσιτσάνη να βάλει µουσική σε κάτι στίχους µου αλλά δεν τόλµησα. Τον έβαλα όµως να µου δείξει πώς γράφει τα τραγούδια του.
Α, αυτό θα είχε πολύ ενδιαφέρον.
Ηταν κάτι µοναδικό. Σήµερα ο Τσιτσάνης πού βρίσκεται;
Ψηλά, πολύ ψηλά και σε αυτό συνετέλεσα κι εγώ µε τα βιβλία µου αλλά και γιατί σε πολλά ποιήµατα δικά του βέβαια ήταν πολύ ανεβασµένος.
Επιστρέφοντας σε εσάς, τι είναι πιο γνωστό στο κοινό; Εσείς ή τα ποιήµατά σας;
∆εν ξέρω. Είναι µια δύσκολη ερώτηση αυτή και δεν είµαι σε θέση να απαντήσω ξεκάθαρα. Τα µπερδεύω αλλά νοµίζω πως και τα δύο το ίδιο.
Τι γίνεται αύριο; Τι γίνεται από εδώ και πέρα;
∆εν είµαι σε θέση να απαντήσω για το αύριο.
Εντάξει, εδώ τελειώνουµε. Τι λέτε;
Αµα γουστάρεις, γιατί όχι; (γέλια)
Οι φωτογραφίες προέρχονται από το αρχείο του Σώτου Αλεξίου