Πώς καταστράφηκε ολοσχερώς από την πυρκαγιά στην Εύβοια το κτήμα Ranch-Eros.
Η δημοσιογράφος Ντέπυ Κουρέλου δίνει μια συγκλονιστική μαρτυρία για το πώς βίωσε την πύρινη λαίλαπα στη βόρεια Εύβοια από την οποία καταστράφηκε ολοσχερώς το κτήμα Ranch-Εros (www.rancheros.gr) που είχε στήσει με την αδερφή της Νάνσυ. Το κτήμα αφορούσε μια μορφή εναλλακτικού τουρισμού που συνδύαζε την αγάπη για τα ζώα και τη φύση ενώ αποτελούσε μια μορφή απόδρασης από τους εξαντλητικούς ρυθμούς της ζωής στην πόλη. Oλα αυτά έσβησαν με τη φωτιά μέσα σε λίγα λεπτά.
Η Ντέπυ Κουρέλου αφηγείται:
Το 2000 έκανα ένα ρεπορτάζ για extreme sports για το περιοδικό «Escape» στο οποίο εργαζόμουν και κάποια στιγμή βρέθηκα στην παραλία της Αγίας Αννας όπου μπορούσε κάποιος να κάνει τουριστική ιππασία μέσα στο δάσος και δίπλα στη θάλασσα. Ο υπεύθυνος της επιχείρησης έψαχνε μια εκπαιδεύτρια ιππασίας και τον έφερα σε επαφή με την αδερφή μου που έκανε αυτήν ακριβώς τη δουλειά. Η Νάνσυ έχει τελειώσει τη Γυμναστική Ακαδημία με ειδικότητα στην ιππασία και έχει εργαστεί σε ιππικούς ομίλους. Τα επόμενα τέσσερα πέντε χρόνια δούλεψε εκεί και δέθηκε με τα ζώα, σε τέτοιο βαθμό που από ένα σημείο και μετά δούλευε δωρεάν, καθώς η επιχείρηση δεν πήγαινε καλά. Μάλιστα αναλάμβανε εκείνη να πληρώνει για τις τροφές των ζώων, καθώς ο υπεύθυνος είχε χάσει το ενδιαφέρον του –δεν έβγαζε και λεφτά από την τουριστική ιππασία– και ασχολιόταν πλέον με τα φωτοβολταϊκά.
Κάπως έτσι άρχισαν να φεύγουν οι σταβλίτες και οι εκπαιδευτές. Οταν η Νάνσυ έμαθε πως έφυγε κι ο τελευταίος άνθρωπος που εργαζόταν εκεί (κάποια άλογα πέθαναν από παραμέληση) αποφάσισε να φύγει από την Αθήνα και πάει να ζήσει δίπλα τους. Εξι μήνες έζησε μόνη της εκεί και φρόντιζε τα άλογα. Κάναμε σκοπό της ζωής μας να σώσουμε αυτά τα ζώα, όμως το πράγμα δυσκόλεψε κι άλλο όταν ο υπεύθυνος σταμάτησε να πληρώνει το ενοίκιο του χώρου. Κάποια στιγμή του έκαναν έξωση και τα άλογα αφέθηκαν ελεύθερα καθώς δεν ήξερε τι να τα κάνει.
Τότε συγκροτήθηκε μια ομάδα ανθρώπων. Τα πήραμε και τα φέραμε στο Καπανδρίτι, στο κτήμα που μας παραχώρησε μια φίλη. Το 2008 που συνέβησαν όλα αυτά έσκασε και το πρώτο µνηµόνιο και καθώς δεν υπήρχαν λεφτά, ό,τι κάναµε για τη φροντίδα τους στηρίχτηκε στη βοήθεια συγγενών και φίλων. Τότε η Νάνσυ πήρε την απόφαση να τα πάει πίσω στο «σπίτι» τους στην Αγία Αννα και να ξαναστήσει την επιχείρηση.
Από τον παράδεισο στην κόλαση
Η Αγία Αννα είναι η µεγαλύτερη παραλία όλης της Εύβοιας, µήκους 8-9 χιλιοµέτρων. ∆ιαθέτει ένα καλό ξενοδοχείο και δύο κάµπινγκ και ο τουρισµός της διαρκεί δύο µήνες τον χρόνο. Μετά την επιστροφή των αλόγων ο πρώτος χρόνος δεν πήγε καλά και λόγω της κρίσης αλλά κι επειδή τα ζώα δεν ήταν σε καλή κατάσταση. Οµως επενδύσαµε δουλειά και χρήµα, ξαναφτιάξαµε το ράντζο, αγοράσαµε νέες σέλες κ.λπ.
Ηδη από το 2014 µετακόµισα κι εγώ εκεί για να βοηθήσω περισσότερο. Το 2015 συστάθηκε το ζωοφιλικό σωµατείο κι από τότε τα πράγµατα έστρωσαν µε βοήθειες και δωρεές. Από τότε κάθε χρόνο, αργά αλλά σταθερά, πηγαίναµε και καλύτερα. Και µεγαλώναµε την «οικογένεια» µε νέα άλογα, αδέσποτα σκυλιά, γαϊδουράκια και άλλα ζώα. Μέχρι πριν από λίγες µέρες που έγινε η καταστροφή. Στις αρχές της προηγούµενης εβδοµάδας µάθαµε για τη φωτιά στη ∆άφνη και, όπως όλοι, αρχίσαµε να την παρακολουθούµε. Να βλέπουµε πώς εξαπλώνεται, πώς δεν υπήρχε σχεδιασµός κατάσβεσης ή περιορισµού της, παρά µόνο σχέδιο εκκένωσης χωριών και οικισµών.
Βλέποντας τους καπνούς άρχισα να αναρωτιέµαι φωναχτά τι θα κάναµε αν συνέβαινε κάτι ανάλογο κι εδώ. Μου απαντούσαν ότι δεν υπήρχε τέτοια περίπτωση επειδή ήταν χαµηλή η βλάστηση και το σπίτι µας είναι δίπλα στη θάλασσα. Οµως η Νάνσυ έµενε µέσα στο δάσος, σε ένα τροχόσπιτο που βρισκόταν µέσα στον χώρο των αλόγων, σε µια δασική έκταση 13 στρεµµάτων. Εν τω µεταξύ άρχισαν να έρχονται τα πρώτα µηνύµατα της πολιτικής προστασίας (που ανέφεραν τον κίνδυνο πυρκαγιάς αλλά και εκκενώσεις συγκεκριµένων χωριών), οπότε άρχισαν να µε ζώνουν τα φίδια καθώς η φωτιά όχι µόνο δεν έσβηνε αλλά συνέχιζε το καταστροφικό της έργο.
Στις 5 Αυγούστου στις 5 τα ξηµερώµατα πήρα το πρώτο µήνυµα –υψηλού κινδύνου ή εκκένωσης, δεν θυµάµαι– για Κεράµεια – Σκεπαστή – Αµέλαντες και άρχισα να φτιάχνω τα πράγµατα των παιδιών, όχι για να φύγουµε αλλά για να µείνουµε στην παραλία. Περιέργως, η περιρρέουσα ατµόσφαιρα ήταν καθησυχαστική. Του τύπου «δεν περνά η φωτιά από εκείνο το χωριό ή τη χαράδρα» ή «αποκλείεται να περάσει από το βουνό».
«O ουρανός έχει περίεργο χρώµα»
Στις 2 το µεσηµέρι µου τηλεφώνησε µια φίλη που εργαζόταν στο κάµπινγκ που βρίσκεται στο ίδιο δάσος µε το ράντζο και µου είπε: «∆εν θέλω να σε πανικοβάλω, αλλά εκκενώνεται προληπτικά το κάµπινγκ». Την ίδια ώρα η φωτιά «κατάπινε» τα µέρη που υποτίθεται ότι δεν µπορούσε να φτάσει. Η πρώτη σκέψη µου πήγε στις προληπτικές εκκενώσεις στο Μάτι. Εκείνες οι εικόνες είναι πολύ νωπές στη µνήµη µας. Βλέποντας και τους άλλους κατοίκους να φτιάχνουν τις βαλίτσες τους –είχε έρθει το µήνυµα της εκκένωσης εν τω µεταξύ– νοµίζω ότι έβλεπα στο βλέµµα τους τον τρόµο µήπως ξαναζήσουµε κάτι τέτοιο.
Ολοι οι εκδροµείς και οι τουρίστες έφευγαν µαζικά. Αδειασαν όλα τα ενοικιαζόµενα δωµάτια και τα ξενοδοχεία. Ο πανικός είχε κυριαρχήσει. Και έµειναν µόνο οι ντόπιοι πίσω, που ήταν πιο ήρεµοι. Μαζί τους κι εµείς φυσικά που είχαµε τη σκέψη µας στο τι θα γίνει µε τα ζώα του ράντζου αν ερχόταν η φωτιά εδώ. Αποφασίσαµε µε τον άντρα µου να πάρει τα παιδιά και να φύγουν. Εγώ έµεινα για να βοηθήσω τη Νάνσυ.
Οι υπόλοιποι κάτοικοι που είχαν µείνει ήταν ακόµη καθησυχαστικοί και µας έλεγαν να µη φοβόµαστε επειδή «αποκλείεται να φτάσει εδώ η φωτιά καίγοντας όλα αυτά τα χωριά από τον Ευβοϊκό µέχρι το Αιγαίο. ∆εν γίνονται αυτά. Θα τη σβήσουν σίγουρα». Οµως αποφασίσαµε για να είµαστε σίγουρες να καλέσουµε στις 4 η ώρα κοντέινερ για να πάρει τα άλογα, παρότι σκεφτόµασταν ότι µάλλον δεν θα χρειαστεί. Προκειµένου να µη ζούµε µε τον φόβο, αποφασίσαµε να το κάνουµε κι ας µας κόστιζε τις εισπράξεις όλου του Ιουλίου. Το τρέιλερ έφτασε στις 7 αλλά έπαθε ζηµιά και δεν µπορούσε να µας µεταφέρει. Αποφασίσαµε να πάµε στο χωριό για να µάθουµε τα νεότερα και ίσως να βρούµε εναλλακτικές λύσεις. Εκεί ακόµη η χαλαρότητα βασίλευε: τσίπουρα, µπίρες κ.λπ. Ωσπου κάποιος είπε: «O ουρανός έχει περίεργο χρώµα».
Όταν ήρθε η αρχή του τέλους
Πρέπει να ήταν πλέον γύρω στις 8 κι άρχιζε να νυχτώνει. Από πάνω µας υπήρχε πλέον ένα εντυπωσιακό κόκκινο µανιτάρι. Καίγονταν η Κεράµεια και η Παλαιόβρυση, τα γειτονικά χωριά της Αγίας Αννας. Πλέον ο κίνδυνος ήταν ορατός. Αποφασίσαµε µε τη Νάνσυ και τη φίλη µας ∆άφνη Ανδρίτσου που ήρθε να βοηθήσει στο ράντζο να µετακινήσουµε µε τα πόδια τα οκτώ άλογα αλλά και τα υπόλοιπα 15 ζώα που φροντίζουµε. Ευτυχώς είχαµε προλάβει να φροντίσουµε κάποια άλλα θέµατα –όπως π.χ. να µαζέψουµε τις κότες, να σώσουµε κάποια αντικείµενα συναισθηµατικής και υλικής αξίας τα οποία δώσαµε σε φίλους να τα µεταφέρουν– και πλέον ήµασταν εµείς και τα άλογα.
Το τελευταίο πράγµα που πήραµε από το ράντζο φεύγοντας ήταν οι πρώτες ιατρικές βοήθειες (οροί, γάζες, φάρµακα) για ζωάκια ή και ανθρώπους που ίσως βρίσκαµε στον δρόµο µας και είχαν πληγωθεί από τη φωτιά. Με τα τρία αυτοκίνητα φυγαδεύσαµε όλα τα σκυλιά και τα βάλαµε σε ένα κτήµα στην Κρύα Βρύση. Γυρίσαµε µε ένα ΙΧ, της Νάνσυς, και το βάλαµε κάπου για να µην καεί σε περίπτωση που έφτανε η φωτιά και πήραµε τα άλογα µε τα πόδια. Εν τω µεταξύ είχε έρθει ακόµη µαζί µας ο Αντώνης Μόσχου για να µας βοηθήσει. Από ένα άλογο ο καθένας και µερικά ελεύθερα που µας ακολουθούσαν, φύγαµε και κατευθυνθήκαµε προς τη θάλασσα. Να πω ότι στα άλογα δεν αρέσει να φεύγουν από τον χώρο τους. Τα περισσότερα έχουν γεννηθεί εκεί και ήµαστε σαν τους νοµάδες που φεύγουν από τον τόπο τους µε τα µωρά τους µαζί, τα οποία δεν θέλαµε να τροµάξουµε ή να τους µεταδώσουµε τον πανικό µας.
Κάναµε ό,τι συνήθως κάνουµε κάθε φορά που τα βγάζουµε βόλτα: τους τραγουδούσαµε, τους µιλούσαµε ήρεµα, κάναµε αστεία. Προχωρήσαµε και κάποια στιγµή γύρισα πίσω και είδα ένα σκηνικό που µόνο σε αγώνα του Ολυµπιακού στο ΟΑΚΑ σε µατς του Champions League έχω δει. Ενα κατακόκκινο χρώµα µέσα από καπνούς είχε σκεπάσει όλη την περιοχή. Επίσης ακούσαµε εκρήξεις που δεν κατάλαβε κανείς µας από πού προέρχονταν. Η ώρα ήταν 12.30 τα µεσάνυχτα και καιγόταν το Σαρακήνικο, που είναι η αρχή της παραλίας της Αγίας Αννας.
Οσο αποµακρυνόµασταν από το ράντζο τα ζώα ένιωθαν ταραχή επειδή έφευγαν από τα γεωγραφικά σύνορα της περιοχής τους. Κάποια από αυτά αποφάσισαν να µη µας ακούσουν κι εξαφανίστηκαν. Μας έµειναν µόνο το γέρικο γαϊδουράκι και δύο άλογα. Τα άλλα το έσκασαν στο σκοτάδι και στους καπνούς. Ούτε τη σφυρίχτρα ούτε τις φωνές µας άκουσαν. Η ∆άφνη αποφάσισε να πάει να τα βρει κι εµείς φτάσαµε στο διπλανό χωριό, την Κρύα Βρύση, βλέποντας τη φωτιά και τους καπνούς από µακριά, ενώ κατέφταναν κι άλλοι άνθρωποι που µας διαβεβαίωναν ότι η φωτιά δεν θα έφτανε εκεί που ήµασταν επειδή είναι κάµπος.
Εν τω µεταξύ ο Αντώνης πήγε να βρει τη ∆άφνη αλλά δεν την έβρισκε πουθενά και πλέον δεν κλαίγαµε µόνο για τα άλογα αλλά και για εκείνη. Τις επόµενες στιγµές µάθαµε ότι η Αγία Αννα, το ράντζο, το κάµπινγκ και το δάσος κάηκαν ολοκληρωτικά, ενώ η ∆άφνη βρήκε προφύλαξη σε µια σπηλιά στην παραλία Αγκάλη κι ενώ είχαµε κοινοποιήσει στα κοινωνικά δίκτυα την εξαφάνισή της καθώς και των αλόγων. Τα άλογα βρέθηκαν την επόµενη µέρα στο καµένο πλέον σπίτι τους αλλά ήταν σώα και αβλαβή, αποδεικνύοντας ότι µπορούν να επιβιώνουν σε τέτοιες συνθήκες.
Η κατάσταση τώρα έχει ως εξής: τα άλογα είναι στη φάρµα, δεν υπάρχει εκεί νερό καθώς έχουν καεί τα λάστιχα της υδροδότησης και γεµίζουµε νερό από µια κοντινή πηγή. Η καµένη γη αχνίζει να εκπέµπει διοξείδιο του άνθρακα (ήρθαν άνθρωποι να βοηθήσουν αλλά έφυγαν καθώς δεν µπορούν να εισπνέουν το δηλητήριο αυτό) και η ανταπόκριση του κόσµου είναι µεγάλη και συγκινητική για να βοηθήσει µε κάθε τρόπο τα άλογα αλλά και τα σκυλάκια του ράντζου. Το σκηνικό καταστροφής µού δείχνει ότι δεν είναι κατοικήσιµη η φάρµα µας και δεν ξέρουµε τι θα γίνει µε τα αγαπηµένα µας ζώα. Πραγµατικά δεν ξέρω τι θα κάνουµε αύριο.