Ντέιλ Ντέιβις: «Η Εϊμι μετέτρεπε τις σκοτεινές σκέψεις σε φωτεινή τέχνη»

O Ντέιλ Ντέιβις (δεξιά) με την Εϊμι Γουάινχάουζ σε μια από τις τελευταίες συναυλίες που έδωσε η Βρετανίδα τραγουδίστρια

Μια κουβέντα με τον μουσικό και ενορχηστρωτή της Εϊμι Γουάινχαουζ, λίγο πριν από τη συναυλία της μπάντας τής σπουδαίας ερμηνεύτριας στην Αθήνα και μια βόλτα στο σπίτι της στο Λονδίνο

«Εδωσε τα πάντα στη ζωή και έλαμψε σαν άστρο». Αυτά είναι τα πρώτα λόγια που ακούω από τα χείλη του Ντέιλ Ντέιβις για την Εϊμι Γουάινχαουζ, την Αγγλίδα τραγουδοποιό και ερμηνεύτρια που πέθανε στα 27 της από τις καταχρήσεις. «Η Εϊμι ανήκει ήδη στο πάνθεο των μεγάλων ροκ σταρ του παρελθόντος, όπως ο Τζιμ Μόρισον και η Τζάνις Τζόπλιν» μου λέει ο Ντέιβις, ένας σπουδαίος μπασίστας που υπήρξε μουσικός και ενορχηστρωτής των συναυλιών της, σε μια κουβέντα που είχαμε πριν από λίγες ημέρες ενόψει της συναυλίας-αφιέρωμα στη Γουάινχαουζ το Σάββατο 3 Φεβρουαρίου στο Christmas Theater.

Η γνωριμία τους έγινε τυχαία σε μια οντισιόν και δεν μπορούσαν να προβλέψουν ότι θα συνέδεαν άρρηκτα τις μουσικές τους πορείες. «Η Εϊμι ήθελε να συνεργαστεί με τον μπασίστα που είχε δει πριν από μένα» εξομολογείται ο Ντέιβις, «αλλά εκείνος τελικά είχε άλλες δουλειές και δεν μπορούσε. Ετσι, μια και ήταν απασχολημένος, έλαβα ένα τηλεφώνημα και δούλεψα εγώ μαζί της». Τον ρωτάω αν του άφηνε απόλυτη ελευθερία ως προς τις ενορχηστρώσεις ή είχε η ίδια δική της ισχυρή άποψη: «Ηταν ένας συνδυασμός και των δύο, αλλά γενικώς η Εϊμι είχε ισχυρή άποψη γι’ αυτά που ήθελε να κάνει». Κι όταν αναρωτήθηκα ακόμη αν πιστεύει πως με τη μουσική της καλυτέρευε αυτό τον κόσμο, τον βουτηγμένο στην κοινωνική αδικία, απαντά ορθά κοφτά: «Καμία πολιτικοποίηση στη μουσική της Εϊμι».

Ο αγαπημένος της άνθρωπος

Εκτός από την Εϊμι Γουάινχαουζ, ο Ντέιβις έχει παίξει και μ’ άλλους θρύλους, όπως ο Πολ Γιανγκ, ο Μαρκ Ρόνσον και η Τίνα Τέρνερ. Για την τελευταία αισθάνεται την ανάγκη να πει το εξής: «Επαιζα μόνο μπάσο σε συναυλίες της Τίνα, δεν είχα μαζί της τη σχέση που είχα με την Εϊμι επί σειρά ετών». Και λέει την αλήθεια. Η Εϊμι άλλωστε κάποτε είχε δηλώσει γι’ αυτόν πως «είναι ο αγαπημένος μου άνθρωπος για να πάω οπουδήποτε μαζί του». Ενας χαρισματικός και παθιασμένος μουσικός που το μπάσο μοιάζει προέκταση των χεριών του. «Λατρεύω τον ήχο του μπάσου και τη θέση του μες στη μουσική. Αποτελεί τον σύνδεσμο μεταξύ ρυθμού και μελωδίας» λέει ορίζοντας τη σχέση του με το μπάσο. Κι όταν του ζητάω ένα σχόλιο για το εύθραυστο της ύπαρξής της Εϊμι έτσι όπως αυτός τη γνώρισε, βυθίζεται για λίγο στις σκέψεις του και απαντά: «Είχε μια ευαίσθητη ψυχή, ικανή να μετατρέψει τις πιο σκοτεινές σκέψεις της σε φωτεινή τέχνη».

Το Σάββατο 3 Φεβρουαρίου θα παρακολουθήσουμε στο Christmas Theater μια μοναδική συναυλία-αφιέρωμα στην Εϊμι Γουάινχαουζ. Και δεν μιλάμε για απλή tribute συναυλία, αφού επί σκηνής θα βρεθούν ο Ντέιλ Ντέιβις με την αυθεντική μπάντα που τη συνόδευε και με την Μπροντ Σάντε στο τραγούδι.

«Εϊναι ο αγαπημένος μου άνθρωπος για να πάω οπουδήποτε μαζί του», είχε πει κάποτε η Εϊμι Γουαϊνχάουζ για τον μπασίστα Ντέιλ Ντέιβις που στις 3 Φεβρουαρίου θα βρεθεί στην Αθήνα με τα υπόλοιπα μέλη της μπάντας της σπουδαίας ερμηνεύτριας για μια συναυλία στο Christmas Theater

Πρόκειται για σημαντική καλλιτέχνιδα από το Μπράιτον της Αγγλίας που διαπρέπει ως ερμηνεύτρια, περφόρμερ και καθηγήτρια φωνητικής. Επιπλέον, η Σάντε είναι κοκκινομάλλα, δεν διαθέτει το φιζίκ της Εϊμι ώστε να την κατηγορήσει κανείς για μίμηση. Ούτε τατουάζ έχει ούτε το περίφημο χτένισμά της που αποτέλεσε κάποτε πηγή έμπνευσης για μόδιστρους όπως ο Καρλ Λάγκερφελντ. Κι αν ακόμη η φωνή της Σάντε έχει κάτι από τη φωνή της Εϊμι –φαντάζομαι ότι γι’ αυτό ακριβώς προσλήφθηκε στο σχήμα–, θυμόμαστε αναγκαστικά την ίδια την Εϊμι, που με το πρώτο της άλμπουμ το 2003 συγκρίθηκε με τις μεγάλες τζαζ φωνές Σάρα Βον και Μέισι Γκρέιν. Απ’ αυτό το άλμπουμ, το «Frank», είχαν ξεκινήσει οι διθυραμβικές κριτικές και οι πολλές τιμητικές διακρίσεις που απέσπασε για τη δουλειά της. Παράλληλα με την άμεση επιτυχία δεν δίσταζε να τσαλακωθεί και να εκτεθεί σπαρακτικά στο κοινό της. Τον Φεβρουάριο του 2007 με το τραγούδι «Rehab» μέσα από το «Back to black», το δεύτερο άλμπουμ της, μίλησε για την άρνησή της να ενταχθεί σε κέντρο απεξάρτησης από το αλκοόλ. Μεγάλη δουλειά να ματώνεις, να εκτίθεσαι και στο τέλος να παίρνεις το βραβείο Brit ως καλύτερη καλλιτέχνιδα.

Θυελλώδης και η σχέση της με τον Μπλέικ Φίλντερ-Σίβιλ, έναν απίθανο τύπο με τον οποίο τα έφτιαξαν, χώρισαν, τα ξανάφτιαξαν και παντρεύτηκαν για να χωρίσουν οριστικά, με την Εϊμι βυθισμένη στην κατάθλιψη. Λίγες εβδομάδες μετά τον χωρισμό τους, τον Αύγουστο του 2007, εισάχθηκε εσπευσμένα σε νοσοκομείο του Λονδίνου λόγω υπερβολικής δόσης ενός κοκτέιλ ναρκωτικών και αλκοόλ. Τα υπόλοιπα είναι λίγο πολύ γνωστά. Σε μια περίοδο που η σωματική και ψυχική υγεία της ήταν εύθραυστη, ενώ ταυτόχρονα δεν προλάβαινε να κερδίζει τα σημαντικότερα βραβεία για τη δουλειά της, τα σκανδαλοθηρικά Μέσα ασχολούνταν με την προσωπική ζωή της και όχι με την τέχνη της. Ολοι θυμούνται εκείνη την επεισοδιακή εμφάνισή της στο Βελιγράδι το καλοκαίρι του 2011, όταν βγήκε στη σκηνή τρεκλίζοντας, ανήμπορη να σταθεί και να τραγουδήσει, με τις κριτικές να την ξεσκίζουν κυριολεκτικά και λυσσαλέα.

Αυτή ήταν η Εϊμι Γουάινχαουζ, ένα αυτόφωτο αυτοκαταστροφικό πλάσμα, επιβάτιδα στο «Μεθυσμένο καράβι» του Ρεμπώ, εγγονή της Μπίλι Χολιντέι, κόρη της Τζάνις Τζόπλιν ή, όπως την αναγόρευσε μετά θάνατον ο βρετανικός Τύπος, «ενδεχομένως η μεγαλύτερη Βρετανίδα καλλιτέχνιδα που υπήρξε ποτέ».

Μια βόλτα στο Κάμντεν

Xιλιάδες «ανώνυμοι» άνθρωποι, απλοί φαν της Εϊμι Γουάινχαουζ που μπορεί να μην τη συνάντησαν ποτέ από κοντά, επισκέπτονται ακόμη το Κάμντεν για να αφήσουν λουλούδια ή ένα μικρό συμβολικό δώρο έξω από το σπίτι της.

Δεν ήταν η πρώτη φορά που επισκέφτηκα τη γειτονιά της Εϊμι Γουάινχαουζ σε μια απ’ τις πιο εναλλακτικές περιοχές του Λονδίνου, το Κάμντεν. Το 2017 θυμάμαι ότι πήρα το λεωφορείο για το Κάμντεν και μετά ποδαράτος με το Google Maps στο κινητό μου έφτασα μέχρι έξω από την πόρτα του σπιτιού της. Προηγουμένως στο παρακείμενο καφέ ενός Κύπριου άκουσα από τον ίδιο τρομερές ιστορίες για τη… γειτόνισσά του: «Την καημένη την κοπέλα, πόσα βράδια τη βρίσκαμε τέζα στον δρόμο και τη μαζεύαμε…» ήταν τα λόγια του Κύπριου, που μου μιλούσε για τη Γουάινχαουζ σαν να μη βρισκόταν στο Λονδίνο αλλά στον Αγιο Παντελεήμονα Αχαρνών και να μην αναφερόταν σε μια διεθνή σταρ, μα σε κάποια παρηκμασμένη Ελληνίδα καλλιτέχνιδα. Εκείνη την ημέρα είχα γράψει σ’ ένα κομμάτι χαρτί πέντε λέξεις μόνο και συγκεκριμένα τον τίτλο ενός τραγουδιού του Δημήτρη Πουλικάκου: «Να φύγει αυτός ο χειμώνας». Επειτα πήρα το χαρτί και το στερέωσα πάνω στο δέντρο με τα αφιερώματα των φαν της Γουάινχαουζ, απέναντι ακριβώς από την είσοδο του σπιτιού της.

Μπορεί η έπαυλη της Εϊμι Γουαϊνχάουζ στο Κάμπτεν να έχει πουληθεί, όμως ο κόσμος προσέρχεται ακόμα και σήμερα, 13 χρόνια μετά τον θάνατό της, για να αφήσει ένα λουλούδι, ένα σημείωμα και άλλα αντικείμενα απένατι από το σπίτι που η Εϊμι έζησε για πολλά χρόνια

Απ’ την ίδια γειτονιά ξαναπέρασα πριν από λίγες ημέρες που βρέθηκα πάλι στο Λονδίνο. Εκεί σε άλλο σημείο υπάρχει το άγαλμά της το οποίο συγκεντρώνει τα πλήθη των φαν για μια φωτογραφία «μαζί της». Η ενέργεια ωστόσο που εισπράττει κανείς από τον δρόμο της κατοικίας της είναι πραγματικά εντυπωσιακή. Γνωρίζουμε πως η έπαυλή της πουλήθηκε έναντι αστρονομικού ποσού από τον πατέρα της αμέσως μετά τον θάνατό της. Εδώ και 14 χρόνια, όμως, το δέντρο στο παρκάκι δεν έχει σταματήσει να γεμίζει από τα δώρα και τα αφιερώματα που της αφήνουν οι άνθρωποι. Το όλο σκηνικό παραπέμπει σε απομεινάρι από κάποια παγανιστική τελετή των δρυΐδων. Ενα δέντρο ανυπολόγιστης ηλικίας με κορμό γεμάτο από σημειώματα, ζωγραφιές της Εϊμι, χάντρες, μικρά πάνινα πουγκιά, ποιήματα σε όλες τις γλώσσες και λόγια αγάπης. Τον μύθο της, που δεν προβλέπεται να σβήσει, διατηρούν ολοζώντανο οι νεότεροι προσκυνητές-εραστές του «Frank» και του «Back to black». Αυτήν τη φορά δεν άφησα κανένα σημείωμα. Επεφτε ψιλόβροχο, το κρύο ήταν τσουχτερό, επομένως αρκέστηκα σε μια γρήγορη ματιά στα παράθυρα των πολλών δωματίων του σπιτιού, σ’ ένα απ’ τα οποία η Εϊμι Γουάινχαουζ βρέθηκε νεκρή το καλοκαίρι του 2011.