Ντέιβιντ Τζέι Γκριν: «Προσεύχομαι να ζήσουν σε έναν ειρηνικό τόπο»

Ντέιβιντ Τζέι Γκριν: «Προσεύχομαι να ζήσουν σε έναν ειρηνικό τόπο»

Ο Αμερικανός πανεπιστημιακός Ντέιβιντ Τζέι Γκριν καταγράφει αποκλειστικά στο Documento τη μαρτυρία του από την επαφή του με τους πρόσφυγες πολέμου στη Χίο.

Οι πρόσφυγες είναι ζωές ξεθεμελιωμένες, όχι αριθμοί. Τα ονόματα πίσω από τα πρόσωπα της προσφυγικής κρίσης, πέρα από τα στατιστικά στοιχεία, φιλοδοξούσε να βρει και να αντιστοιχίσει ο Αμερικανός πανεπιστημιακός, Ντέιβιντ Τζέι Γκριν. Ετσι, τον περασμένο Ιούλιο ο επίκουρος καθηγητής Οικονομικών του Διεθνούς Οικονομικού Πανεπιστημίου Χουλτ του Σαν Φρανσίσκο αποφάσισε να επισκεφθεί με την σύζυγο του Ανν το Κέντρο Προσωρινής Φιλοξενίας προσφύγων στη Χίο. Εκεί βρήκε ανθρώπους εγκλωβισμένους στην εικόνα του πρόσφυγα, σε ένα μετέωρο καθεστώς «παύσης», να περιμένουν πώς και πότε θα ξεκινήσουν τις νέες ζωές τους μακριά από τον πόλεμο. Του ζητήσαμε να μας περιγράψει την εμπειρία του.

Γράφει ο Ντέιβιντ Τζέι Γκριν, Επίκουρος καθηγητής του Διεθνούς Οικονομικού Πανεπιστημίου Χουλτ του Σαν Φρανσίσκο

«Για δύο εβδομάδες τον περασμένο μήνα η γυναίκα μου και εγώ παρείχαμε εθελοντική εργασία για την νορβηγική ΜΚΟ, A Drop in the Ocean σε καταυλισμό προσφύγων στη Χίο. Στον καταυλισμό, που ήταν γεμάτος πλαστικές σκηνές, στεγάζονται περίπου 1.000 άτομα, κυρίως άντρες από τη Συρία και το Ιράκ.

Κατά μία έννοια, αυτό που ξεδιπλώθηκε σε αυτό το μικρό ελληνικό νησί αντιπροσωπεύει ένα μικρόκοσμο αυτού που συνέβη γενικά στην Ευρώπη. Τα πρώτα κύματα προσφύγων συνάντησαν πραγματική συμπόνια και οι άνθρωποι βγήκαν για να βοηθήσουν. Στη συνέχεια έγινε προφανές ότι δεν υπήρχαν μηχανισμοί προκειμένου να μετακινηθούν οι πρόσφυγες σε άλλους προορισμούς. Τα νησιά χρησιμοποιήθηκαν ως σταθμοί αόριστης παραμονής.

Οι πρόσφυγες δεν περιορίζονται στους δύο καταυλισμούς στη Χίο, αλλά δεν έχουν άδεια να εγκαταλείψουν το νησί και γενικά να εργαστούν και να φτιάξουν μία νέα ζωή.

Οι γλωσσικοί φραγμοί ήταν σοβαροί. Δεν προλάβαμε να γνωρίσουμε πραγματικά τους πρόσφυγες ως ανθρώπους. Αλλά τα πρόσωπά τους και μερικές από τις ιστορίες τους έμειναν στο μυαλό μου. Δύο τέτοιες ιστορίες καταγράφω εδώ.

Χάρισε τη ζωγραφιά, δεν ήθελε να την ξαναπάρει

Τη ζωγραφιά αυτή που συνοδεύει αυτό το κείμενο, μου την έδωσε ένα μικρό κορίτσι, ίσως 6 ετών, την ώρα που στήναμε μία διανομή γευμάτων. Κάποιες φορές ήταν αρκετά χαρούμενη όπως και η αδελφή της. Έτρεχαν, πηδούσαν και ζητούσαν προσοχή. Συχνά, όμως, ήταν βίαιη και ξεσπούσε σε όσους προσπαθούσαν να την απομακρύνουν από τις ουρές των ανδρών για το φαγητό. Αυτή τη φορά φαινόταν καλά. Έτρεξε προς το μέρος μου, μου έδωσε μία ζωγραφιά και έφυγε.

Δεν ήθελα να κρατήσω κάτι που αργότερα μπορεί να αναζητούσε. Την πρόλαβα. Με ένα χαμόγελο και μερικές λέξεις που δεν καταλάβαινε της έδωσα πίσω την ζωγραφιά. Την κοίταξε, την έριξε κάτω και έφυγε. Μεγάλωσα δύο παιδιά, γι ‘αυτό δεν αποθαρρύνομαι εύκολα. Τη βρήκα και προσπάθησα ξανά. Έκανε το ίδιο. Παραιτήθηκα και κράτησα την ζωγραφιά της.

Δεν γνωρίζω πραγματικά την ιστορία αυτού του κοριτσιού. Δεν ξέρω καν ποια είναι η μορφή σε αυτή τη ζωγραφιά. Αν είναι η ίδια ή κάποιος άλλος. Ξέρω όμως ότι όταν αυτό το υπέροχο κοριτσάκι είχε μία δύσκολη στιγμή κοιτούσα γύρω για τους γονείς της. Ποτέ δεν είδα κανέναν. Αργότερα μου είπαν ότι ο πατέρας της ήταν στην Γερμανία. Στον καταυλισμό βρισκόταν με την αδερφή και την μητέρα της. Τα άλλα δύο αδέρφια της σκοτώθηκαν. Δεν μπορώ να φανταστώ το τραύμα αυτών των ανθρώπων και τι πέρασαν. Στις προσευχές μου κρατάω την ελπίδα ότι θα καταφέρουν να ζήσουν σε έναν ειρηνικό τόπο.

Δύο πανεπιστημιακοί στην ίδια ουρά για φαγητό

Το μεγαλύτερο μέρος της εργασίας μου ήταν με τους ενήλικες άντρες πρόσφυγες. Με έναν από αυτούς γνωριστήκαμε όταν δουλέψαμε μαζί σε αυτό που αποκαλούσαμε «έλεγχο του πλήθους». Ήταν πρόσφυγας και εργαζόταν για το Νορβηγικό Συμβούλιο Προσφύγων. Αναλάβαμε να διασφαλίσουμε ότι οι άνδρες πρόσφυγες δεν θα σπρώχνονταν στην ουρά. Μερικές φορές η ζέστη, το βάρος ενός σοβαρού τραύματος ή απλώς το βλέμμα κάποιου που δίνει εντολές σε κάποια άγνωστη γλώσσα ξεχειλίζει το ποτήρι και αρχίζει το σπρώξιμο.

Καθώς ήμασταν στις ουρές εγώ και ο συνάδελφος μου είχαμε την ευκαιρία να μιλήσουμε. Βρήκαμε ότι έχουμε αρκετά κοινά. Ήμασταν και οι δύο καθηγητές σε πανεπιστήμιο. Αν και καταγόταν από τον Λίβανο, ήταν καθηγητής σχεδίου μόδας σε πανεπιστήμιο στη Δαμασκό όταν ξέσπασαν οι συγκρούσεις. Εγκλωβίστηκε ανάμεσα στις δύο αντιμαχόμενες πλευρές. Η συριακή κυβέρνηση θεώρησε τα πανεπιστήμια κέντρα της αντιπολίτευσης.

Μου είπε ότι είχε άδεια να ταξιδέψει και να εγκατασταθεί στην Ιταλία, όπου είχε σπουδάσει και εργαστεί. Αλλά δεν ήθελε να φύγει από τη Χίο. Είχε δραπετεύσει από την Τουρκία ένα βράδυ με ένα μικρό σκάφος και ήρθε στο νησί με τον ανιψιό του. Τα χαρτιά του εγκρίθηκαν αλλά όχι και του ανιψιού του. Δεν θα άφηνε το παιδί της αδελφής του στον καταυλισμό. Στις προσευχές μου βλέπω αυτόν τον άνθρωπο ελεύθερο και πάλι να ζήσει και να εργαστεί.

Από τη σύντομη εμπειρία μου στη Χίο κατάλαβα ότι δεν υπάρχουν πρόσφυγες. Υπάρχουν μόνο άνθρωποι μετέωροι. Και μάλιστα πολύ διαφορετικοί μεταξύ τους».

Documento Newsletter