Ο βιογράφος του Μάρκες μας μίλησε για την πολύχρονη έρευνά του πάνω στη ζωή του Κολομβιανού συγγραφέα και για τις φορές που συναντήθηκαν.
Ο Ντάσο Σαλντίβαρ αφιέρωσε είκοσι χρόνια στην έρευνα και τη συγγραφή της βιογραφίας του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες στην προσπάθειά του να ρίξει φως στην προσωπικότητα του ανθρώπου που άλλαξε το τοπίο της λατινοαμερικανικής λογοτεχνίας. Στο βιβλίο του «Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες: Πώς ξεκίνησαν όλα» περιγράφει τα πρώτα χρόνια της ζωής του Κολομβιανού συγγραφέα στην Αρακατάκα, το μέρος της Καραϊβικής όπου η πραγματικότητα και το μαγικό στοιχείο είναι αδιαχώριστα.
Ο ίδιος ο Σαλντίβαρ έχει μια πολύ ενδιαφέρουσα προσωπική ιστορία. Γεννήθηκε το 1951 στην Αντιοκία της Κολομβίας, σε ηλικία δεκατεσσάρων ετών έφυγε από τη φυτεία του πατέρα και μετακόμισε στο Μεδεγίν. Έπειτα από τον κύκλο σπουδών του στη Νομική, την Κοινωνιολογία και τις Πολιτικές Επιστήμες, εργάστηκε από την Ισπανία ως δημοσιογράφος στον τομέα των πολιτιστικών και της λογοτεχνικής κριτικής σε διάφορα περιοδικά, εφημερίδες της Ευρώπης και της Αμερικής και σε πολιτιστικές εκπομπές της ισπανικής τηλεόρασης.
Με αφορμή την πρόσφατη επίσκεψή του στο 16o Φεστιβάλ ΛΕΑ συναντηθήκαμε στο κέντρο της Αθήνας και μας μίλησε για την έρευνα που έκανε για το βιβλίο αλλά και για τις δύο συναντήσεις που είχε με τον ίδιο τον Μάρκες.
Πώς προέκυψε το ενδιαφέρον σας για τη ζωή του Μάρκες;
Όταν ήμουν 16 ετών διάβασα για πρώτη φορά το «Εκατό χρόνια μοναξιά» και μου φάνηκε συναρπαστικό. Άρχισα λοιπόν να αναζητώ πληροφορίες για τον ίδιο. Ωστόσο δεν μπορούσα να βρω κάτι στον κολομβιανό Τύπο, καθώς ο συγγραφέας ενός τόσο σπουδαίου έργου ήταν σχεδόν άγνωστος στη χώρα του. Κι αυτό γιατί ζούσε στο Μεξικό από το 1961. Αυτό σημαίνει πως όταν εκδόθηκε το βιβλίο ο Μάρκες ήδη μετρούσε έξι χρόνια μακριά από τον κολομβιανό Τύπο. Αρχικά εντόπισα την αδερφή του η οποία ήταν καλόγρια και έτσι ξεκίνησα.
Την προσεγγίσατε εύκολα;
Αρχικά αρνήθηκε να μου μιλήσει καθώς δυσκολευόταν γιατί δεν είχε δώσει ποτέ στη ζωή της συνέντευξη. Τότε της εξήγησα πως ούτε κι εγώ είχα πάρει μέχρι τότε συνέντευξη από κάποιον. Όταν τελικά δέχτηκε να μιλήσει μου αφηγήθηκε ιστορίες από τη εποχή που ο Μάρκες ήταν παιδί. Τότε που ζούσε στην Αρακατάκα με τους παππούδες του και τον φώναζαν Γκαμπίτο.
Μέχρι ποια ηλικία έμεινε μαζί τους;
Μέχρι τα έντεκα.
Στη συνέχεια μιλήσατε και με άλλα μέλη της οικογένειάς του.
Ναι. Ταξίδεψα σε μέρη που είχε ζήσει ο Μάρκες όπως η Αρακατάκα, η Μπαρανγκίγια και η Καρταχένα και βρήκα τη μητέρα και τον πατέρα του και άλλους δικούς του ανθρώπους. Όλο αυτό κράτησε από το 1972 έως το 1992.
Τι θυμάστε από εκείνους;
Η οικογένεια του Γκάμπο με αγκάλιασε σαν να ήμουν μέλος της. Ήρθαμε τόσο κοντά ώστε μου αφηγήθηκαν και πράγματα που ήταν πολύ οικογενειακά και προσωπικά τους.
Ποιο ήταν το πιο δύσκολο κομμάτι αυτής της διαδρομής;
Η ανασύνθεση της παιδικής του ηλικίας. Μου πήρε είκοσι χρόνια να καταλάβω πώς ήτανε το σπίτι στην Αρακατάκα για να το έχω ξεκάθαρα στο μυαλό μου και το χαρτί. Ουσιαστικά ό,τι συνέβη εκεί και η σχέση με τους παππούδες τον οδήγησαν να γράψει τα «Εκατό χρόνια μοναξιά». Οπότε αυτό ήταν το πιο δύσκολο και το πιο σημαντικό κομμάτι.
Γιατί το συγκεκριμένο το βιβλίο άλλαξε το τοπίο της λατινοαμερικανικής λογοτεχνίας;
Δεν άλλαξε μόνο τη λατινοαμερικανική αλλά και την παγκόσμια λογοτεχνία. Αυτό που κάνει το βιβλίο τόσο ξεχωριστό είναι ότι ανασυνθέτει ον κόσμο με έναν διαφορετικό αλλά ταυτόχρονα και τόσο οικείο τρόπο. Όπως έκαναν ο Όμηρος και ο Θερβάντες. Στα εννιά μου χρόνια διάβασα για πρώτη φορά τις «Χίλιες και μια νύχτες». Και αντιλήφθηκα πως επρόκειτο για τις ιστορίες που μου έλεγε η γιαγιά μου, μόνο που ήταν γραμμένες με άλλο τρόπο. Αυτό με έκανε να σκεφτώ πώς οι σημαντικές ιστορίες είναι εκείνες που θίγουν τα ίδια πανανθρώπινα ζητήματα.
Πότε γνωρίσατε τον Μάρκες;
Στο σπίτι του στο Μεξικό τον Μάρτιο του 1989. Είχα ευκαιρίες να τον συναντήσω και νωρίτερα αλλά δεν ήθελα να τον ενοχλήσω. Ήθελα πρώτα να συγκεντρώσω όσες περισσότερες πληροφορίες μπορούσα και να βρεθούμε όταν θα ήταν αναγκαίο. Μέσω της ατζέντισσάς του τον είδα δύο φορές, στις 14 και 17 Μαρτίου 1989 για 2-3 ώρες κάθε φορά. Για μένα ήταν δύο συναντήσεις ευχάριστες, παραγωγικές και ουσιαστικές.
Πώς θυμάστε την πρώτη φορά που τον είδατε;
Τον περίμενα στο σαλόνι μετά τη μεσημεριανή σιέστα, γύρω στις πέντε το απόγευμα. Εκείνος κατέβηκε από τον πάνω όροφο και έτσι όπως τον είδα μου φάνηκε σαν τον Άντονι Κουίν. Διασχίσαμε τον κήπο και πήγαμε στο γραφείο του, έναν πολύ άνετο χώρο. Αυτό που μου έκανε μεγαλύτερη εντύπωση είναι ότι ο Μάρκες είχε μια τρομερή ικανότητα να ακούει. Δεν ήταν ο κλασικός διάσημος που έβγαζε λόγους για τον εαυτό του. Πρώτα αφιέρωνε χρόνο σε σένα, ρωτούσε πώς είσαι, με τι ασχολείσαι και μετά άρχιζε η συζήτηση. Τη μέρα εκείνη λοιπόν άρχισε να μιλάει γενικώς για την παιδική του ηλικία, όμως του ζήτησα να εστιάσει σε πολύ συγκεκριμένα πράγματα. Αυτό ήταν πολύ σημαντικό ώστε να καταφέρω να βάλω σε σειρά αυτά τα είκοσι πρώτα χρόνια της ζωής του, ακόμη και το παρελθόν της οικογένειάς του προτού γεννηθεί ο ίδιος.
Απ’ όσο καταλαβαίνω παρότι είστε βιογράφος του δεν επιδιώξατε να μπείτε στον κύκλο του.
Ναι γιατί δεν ήθελα η επαφή μου μαζί του να με επηρεάσει τόσο ώστε η βιογραφία να καταλήξει αγιογραφία. Βρεθήκαμε δύο φορές και μιλήσαμε κάποιες άλλες στο τηλέφωνο. Είναι σημαντικό να μπορείς να διαχωρίσεις μέσα σου τον βιογράφο από τον αναγνώστη. Ως αναγνώστης μπορείς να ενθουσιάζεσαι όσο θέλεις. Ο βιογράφος όμως πρέπει να είναι αυστηρός και να βασίζεται στις πηγές του. Ο Μάρκες διάβασε το βιβλίο αρκετά χρόνια μετά την κυκλοφορία του – κυκλοφόρησε το 1996 στη Μαδρίτη. Διόρθωσε κάποια πράγματα αλλά μου είπε πως δεν ήθελε να με επηρεάσει και να τα αλλάξω, καθώς αν αυτό συνέβαινε έπρεπε να γίνει από τις πηγές και όχι από τον ίδιο. Με πήρε τηλέφωνο συγκεκριμένα στις 20 Αυγούστου 2008 στις επτά και δέκα το βράδυ. Είχε ξεχάσει πολλά πράγματα από τη ζωή του τα οποία ξαναθυμήθηκε διαβάζοντας το βιβλίο. Εκείνες τις μέρες ο Μάρκες τηλεφώνησε στον φίλο του Πλίνιο Μεντόσα, ο οποίος ήταν δημοσιογράφος και συγγραφέας, και του είπε πως αν είχε διαβάσει νωρίτερα τη βιογραφία που είχα γράψει δεν θα έγραφε ο ίδιος την αυτοβιογραφία του. Ήταν πολύ τιμητικό αυτό που είπε. Επειδή αυτό το βιβλίο φτάνει μέχρι τα «Εκατό χρόνια μοναξιά» στη συνέχεια έγραψα ένα δεύτερο τόμο που περιλαμβάνει τα επόμενα χρόνια.
Όταν τον σκέφτεστε σήμερα τι περνάει από το μυαλό σας;
Δεν τον σκέφτομαι γιατί ζω μέσα στον κόσμο του. Η αξία ενός κλασικού συγγραφέα όπως εκείνος είναι ότι οι ήρωες βγαίνουν από τις σελίδες και ζουν ανάμεσά μας ή ίσως εμείς ζούμε ανάμεσά τους.
Info
Το βιβλίο «Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες: Πώς ξεκίνησαν όλα» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ψυχογιός σε μετάφραση της Δέσποινας Δρακάκη, την οποία ευχαριστούμε θερμά για τη διερμηνεία της συνέντευξης.