Ο αργεντίνος μουσικός Daniel Melingo μιλά αποκλειστικά στο Docville και την Αφροδίτη Ερμίδη.
Το να παρακολουθήσει κανείς μια ζωντανή εμφάνιση του Daniel Melingo συνιστά από μόνο του εμπειρία. Δεν πρόκειται απλώς για έναν από τους πιο γνωστούς διεθνώς τροβαδούρους του τάνγκο, αλλά για έναν μποέμ θεατρίνο που μεταφέρει το αισθησιακό τάνγκο σε ένα ροκ, μυσταγωγικό επίπεδο.
Με ένα παπούτσι, ξαπλωμένος στη σκηνή ή ανάμεσα στο κοινό –όπως και να ’χει– το αποτέλεσμα, σε συνδυασμό με τη βαθιά, χαρακτηριστική φωνή του, είναι άκρως σαγηνευτικό. Οι ήρωες του μουσικού σύμπαντος του Μελίνγκο είναι χαρακτήρες λούμπεν, πλημμυρισμένοι από έρωτα, πόνο, ναρκωτικά και απέραντη ποιητικότητα. Λίγο προτού εμφανιστεί στο Half Note Jazz Club μας μίλησε για τις ελληνικές καταβολές του, το ροκ και βεβαίως το τάνγκο.
Πότε ήταν η στιγμή που αποφασίσατε ότι θέλετε να γίνετε μουσικός; Ή ήρθε ως φυσικό επακόλουθο λόγω των οικογενειακών σας καταβολών;
Η γιαγιά μου Μαρκέλα Φόρσα τραγουδούσε στη Σκάλα του Μιλάνου και ο σύζυγός της Πιέτρο Μελίνγκο έπαιζε μπαγλαμά. Ωστόσο δεν θεωρώ ότι ήταν οικογενειακή επιταγή το να ακολουθήσω τον δρόμο της μουσικής. Παρ’ όλο βέβαια που δεν υπήρχε πίεση από τους δικούς μου, μπήκα σε πολύ μικρή ηλικία στο εθνικό ωδείο. Στη συνέχεια, στα δεκαοκτώ μου, ξεκίνησα σπουδές σύνθεσης και μουσικολογίας. Αυτό έγινε τον Μάρτιο του 1976, δύο ημέρες πριν από το στρατιωτικό πραξικόπημα που κατέληξε σε μια δικτατορία από τις πιο σκληρές και αιματηρές στην ιστορία της σύγχρονης Αργεντινής.
Έχετε υπηρετήσει το ροκ και το τάνγκο ισάξια έως σήμερα. Δηλώνετε προτίμηση σε ένα από τα δύο;
Είναι δύσκολο για εμένα ως Porteño (σ.σ.: αυτός που γεννήθηκε στο Μπουένος Αϊρες) να διαχωρίσω τα δύο είδη, τα τόσο αγαπημένα και τόσο συγγενικά. Το ροκ μού έδωσε το έναυσμα και με έκανε επαγγελματία μουσικό σε μικρή ακόμη ηλικία. Πρώτα στο συγκρότημα Los Abuelos de la Nada, ύστερα στην μπάντα του Τσάρλι Γκαρσία και στους Los Twist. Είναι λοιπόν πολύ δύσκολο να τα διαχωρίσω. Εχω επάνω μου το τατουάζ και των δύο: το τάνγκο ήταν το μητρικό γάλα και το ροκ ο απαγορευμένος καρπός στον κήπο του γείτονα.
Γιατί κατά τη γνώμη σας το τάνγκο έγινε διεθνές;
Καταρχάς επειδή είναι μια γλώσσα που δημιουργήθηκε από νομάδες. Που μπήκε και βγήκε από τα λιμάνια· που παιζόταν σαν μουσική δωματίου με τον ευρωπαϊκό τρόπο· που ταξίδεψε και διαμορφώθηκε από τους αραβόφωνους του Μπουένος Αϊρες, οι οποίοι τότε (1890-1915) διαμόρφωσαν την κουλτούρα τους στη βάση της μετανάστευσης. Το τάνγκο επηρεάστηκε τόσο από τους γκαούτσο (γελαδάρηδες) στην ύπαιθρο όσο και από τις γειτονικές χώρες, αλλά κυρίως από τους μετανάστες από την Ευρώπη, τη Μικρά Ασίας και τη Βόρεια Αφρική. Η αγκαλιά στον χορό του τάνγκο μπορούμε να πούμε ότι αποτελεί άλλη μια μεγάλη έλξη που μπορεί να εξηγήσει την παγκόσμια φήμη του.
Διαβάστε επίσης: Αποκλειστική συνέντευξη με τον δημιουργό του «La casa de papel», Άλεξ Πίνα
Χρησιμοποιείτε συχνά τη γλώσσα lunfardo (σ.σ.: η αργκό του Μπουένος Αϊρες) στα τραγούδια σας. Τι σας ελκύει σε αυτή;
Θα ήταν αδύνατο να φανταστεί κανείς το τάνγκο χωρίς τη lunfardo. Αρχικά γιατί τα τραγούδια αυτά περιγράφουν καταστάσεις που συμβαίνουν στις φυλακές, στα δωμάτια των μπορδέλων ή στις κακόφημες περιοχές της πόλης, σε σημεία δηλαδή όπου μιλάνε αυτήν τη γλώσσα. Κατά δεύτερον, οι λέξεις που απαρτίζουν τη γλώσσα αυτή εμπεριέχουν φωνές και ήχους υιοθετημένους από άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες και διαλέκτους. Και τέλος η συλλαβική αντιστροφή που χρησιμοποιείται πολύ στη lunfardo όπως και στη γαλλική αργκό ή στα ελληνικά του υπόκοσμου.
Έχετε κάποια ιδιαίτερη σχέση με την Ελλάδα;
Ναι, ο παππούς μου Πιέτρο Μελίνγκο γεννήθηκε στις 14 Ιουλίου 1900 στην Τεργέστη από Ελληνα πατέρα, τον Λεωνίδα Μελίνγκο. Ήταν λάτρης της μουσικής και κυρίως του ρεμπέτικου – ο ίδιος έπαιζε μπαγλαμά. Μάλιστα τώρα θα ξεκινήσουμε τα γυρίσματα ενός road movie που ασχολείται με την καταγωγή μου και καταλήγει στη Ζάκυνθο, όπου βρίσκονται οι ρίζες του γενεαλογικού μου δέντρου – εκεί το 1723 γεννήθηκε ο Χρήστος Μελίνγκο.
Άρα στο αίμα σας κυλάει τόσο το τάνγκο όσο και το ρεμπέτικο.
Βρίσκω μεγάλη ομοιότητα στα δύο είδη, κυρίως στη γλώσσα του κοινωνικού περιθωρίου και στη διάλεκτο της συλλαβικής αντιστροφής που χρησιμοποιούν. Τόσο ο ρεμπέτης όσο και ο compadrito (μάγκας) έχουν την ίδια ρίζα, υπερήφανη και ανταγωνιστική. Οσον αφορά τη μουσική, τόσο το τάνγκο όσο και το ρεμπέτικο μαζί με τα φάντος και το φλαμένκο σχηματίζουν ένα γλωσσικό μέσο, ισοδύναμο με τα αμερικανικά μπλουζ. Τα τελευταία χρόνια μάλιστα έχω εισαγάγει όργανα του ρεμπέτικου –όπως το μπουζούκι, ο μπαγλαμάς, το λαούτο– στο τάνγκο.
Ζήσατε δύσκολες πολιτικές καταστάσεις στη χώρας σας;
Ως άτομο και ως καλλιτέχνης αισθάνομαι τον πόνο των κακών στιγμών. Tότε είναι που στρεφόμαστε στο έργο μας το οποίο με τη σειρά του λειτουργεί ως κανάλι για τις σκέψεις και τις ιδεολογικές πεποιθήσεις μας. Εκεί διοχετεύουμε όλο το πάθος και την ελπίδα.
Ποια είναι τώρα η κοινωνικοπολιτική κατάσταση στην Αργεντινή;
Στην Αργεντινή έγινε μια απροσδόκητη αλλαγή στον τομέα του πολιτισμού. Τα κρατικά χρήματα που προορίζονταν για επιδοτήσεις πολιτιστικών αγαθών μειώθηκαν σημαντικά. Ούτως ή άλλως η πολιτική υποστηρίζει περισσότερο τις ιδιωτικές επιχειρήσεις και όχι τις ανάγκες του λαού. Εμείς οι Αργεντινοί διανύουμε μια πολύ νεαρή ιστορία αλλά με πολλή διαφθορά και ακόμη περισσότερες απογοητεύσεις, ειδικά στον οικονομικό και τον κοινωνικό τομέα και αυτό δυστυχώς εξακολουθεί να συμβαίνει περισσότερο από έναν αιώνα.
INFO
Ο Ντανιέλ Μελίνγκο παρουσιάζει τη νέα του δισκογραφική – βραβευμένη με τo βραβείo Gardel – δουλειά «Αnda» από τις 18 έως τις 21 Νοεμβρίου στο Half Note Jazz Club