Δύο σπουδαίοι ερμηνευτές μοιράζονται τη σκηνή του Παλλάς. Τους απολαύσαμε και καταγράφουμε τις εντυπώσεις μας από το live αλλά και την άποψη μας για το πείραγμα των στίχων του Κραουνάκη στο διάσημο «Πάμε στον Αδωνη για καφέ».
Δύο ερμηνευτές με τη δική τους μεγάλη ιστορία ο καθένας, που, αν δεν κάνω λάθος, πρωτοσυναντήθηκαν στα «Latin» (1987), έναν δίσκο ιστορικό για τον Νταλάρα και για την ελληνική δισκογραφία γενικότερα. Άυτό δηλαδή θυμήθηκαν αμφότεροι χθες βράδυ λίγο πριν η Πρωτοψάλτη τραγουδήσει το «Μάμπο το μπραζιλέιρο» και μετά το «Σε μαγικά νησιά» ως ντουέτο.
Στην έναρξη, βέβαια, της συναυλίας, τους είδαμε στη γιγαντοοθόνη σε κοινές φωτογραφίες από τις δεκαετίες του 1970 και του ’80, από τότε δηλαδή που συνεργάζονταν συναυλιακά με τον Βασίλη Παπακωνσταντίνου, την Τάνια Τσανακλίδου κ.α. καθώς και με συνθέτες σαν τον Μιχάλη Τερζή. Τους είδαμε ακόμη σε σημερινές φωτογραφίες, αφού – όπως εξομολογήθηκε ο Νταλάρας – η ιδέα μιας συνεργασίας τους έπεσε στο τραπέζι το περασμένο καλοκαίρι κατά τις κοινές διακοπές τους στο νησί της Σύρου. Και τώρα, έχοντας παρακολουθήσει την πρεμιέρα των παραστάσεων τους, μπορώ να πω χωρίς κανέναν ενδοιασμό πως η χημεία τους έδεσε απόλυτα. Τον Νταλάρα τον έχω δει λάιβ αμέτρητες φορές την τελευταία εικοσαετία, σε αντίθεση με την Πρωτοψάλτη που νομίζω πως η τελευταία φορά που την είδα επί σκηνής ήταν πριν πολλά – πολλά χρόνια (μάλλον λίγο πριν το μιλένιουμ) σε μια φιλανθρωπική συναυλία της για τα φτωχά παιδιά μιας αφρικανικής χώρας. Και οφείλω να ομολογήσω, αν θέλω να είμαι ειλικρινής, πως, παρόλο που άνετα θα την έβλεπα σε εκείνη τη σχετικά πρόσφατη σύμπραξη της με τον Σταύρο Ξαρχάκο, δεν το έκανα, για ένα πολύ απλό λόγο: Με είχε ξενερώσει, που λένε, η εμπλοκή της με την πολιτική, αρχικά σε εκείνη την υπηρεσιακή κυβέρνηση – μαϊμού, κι ύστερα με τη διαβόητη καρότσα του Μπακογιάννη στους δρόμους της Άθήνας. Τι να κάνουμε, όταν αγαπάς κάποιον καλλιτέχνη, μοιραία επηρεάζεσαι και από την γενικότερη στάση του απέναντι στα πράγματα.
Στην έναρξη του προγράμματος οι δύο ερμηνευτές αντάλλαξαν τραγούδια. Η Πρωτοψάλτη ερμήνευσε, π.χ., το «Πεπρωμένο» του Βασίλη Δημητρίου σε ελαφρώς jazzy ύφος, ενώ ο Νταλάρας, όταν έβγαλε το μπαγλαμαδάκι του κι απέδωσε το «Κυκλοφορώ κι οπλοφορώ» των Κραουνάκη – Νικολακοπούλου, είχες την αίσθηση πως ένα τόσο χιλιοακουσμένο κομμάτι, αποκαλυπτόταν σε μια μορφή ρεμπέτικου από τα παλιά. Άυτό κατά τη γνώμη μου είναι αισθητική πρόταση και πρέπει να το χρεώσουμε όχι μόνο στους τραγουδιστές για τα τραγούδια τους, που διάλεξαν, αλλά και στον ενορχηστρωτή των παραστάσεων, ο οποίος αντικειμενικά έκανε εξαιρετική δουλειά.
Το ταξίδι στα τραγούδια συνεχίστηκε με στάσεις σε διαφορετικές εποχές από τη δισκογραφία των ερμηνευτών και όχι μόνο: Είχα πολλά χρόνια ν’ ακούσω σε αντίστοιχη συναυλία τραγούδια των Κατσιμιχαίων και στη χθεσινή πρώτη παράσταση τους, Νταλάρας και Πρωτοψάλτη τραγούδησαν τις «Προσωπικές οπτασίες» και το «Γέλα, πουλί μου, γέλα» των διδύμων που το ελληνικό τραγούδι τους χρωστάει πολλά. Όπως επίσης μου άρεσε που η Πρωτοψάλτη, μολονότι έχει συνεργαστεί εκτενώς με τον Ηλία Άνδριόπουλο, προτίμησε να ερμηνεύσει, α καπέλα κιόλας, με τρόπο συγκλονιστικό το «Μην κλαις» των Άνδριόπουλου – Μπουρμπούλη, που όμως στη δισκογραφία έχει ταυτιστεί με τη Σωτηρία Μπέλλου. Για μένα που – επαναλαμβάνω – είχα χάσει το νήμα της «επαφής» με την Πρωτοψάλτη εδώ και χρόνια, η στεντόρεια φωνή της με εντυπωσίασε στο λάιβ. Η φωνή της ακουγόταν σαν να μην την έχει αγγίξει ο χρόνος, ξυπνώντας μοιραία μνήμες από το 1997 και το ΄98, τότε που έκανα φαντάρος στη Λήμνο και ολημερίς άκουγα το «Ηφαίστειο» των Άντύπα – Νικολακοπούλου με τη φωνάρα της. Για τον Νταλάρα, πάλι, τα’χω πει και τα ξαναλέω: Ό τραγουδιστής αυτός σέβεται τη φωνή του και πάνω απ’ όλα σέβεται την αγάπη που του έχει ο κόσμος. Πώς τα καταφέρνει και ακούγεται πάντα σαν να βρισκόμαστε στο 1980 και στο ’90, ας το κοιτάξει η… επιστήμη, όχι εγώ που γράφω απλώς ένα review από μία ακόμη συναυλία του. Με καλό τάιμινγκ, δηλαδή σωστό σχεδιασμό της παράστασης, οι δύο ερμηνευτές φυσικά και έδωσαν χώρο ο ένας στον άλλον για να ερμηνεύσουν τα πιο μεγάλα τραγούδια τους ο καθένας ξεχωριστά: Η Πρωτοψάλτη τραγούδησε κυρίως Κραουνάκη και Άντύπα, τους δημιουργούς που της χάρισαν τις μεγαλύτερες επιτυχίες της. Ό Νταλάρας με τη σειρά του τι να άφηνε εκτός από μία καριέρα που μετράει πάνω από μισό αιώνα ήδη; Και Κουγιουμτζή τραγούδησε, και Δημητρίου, και Λάγιο, και Μίνωα Μάτσα, και Μαρκόπουλο, και την άμμο της θάλασσας, κανονικά όμως. Εγινε αντιληπτό, έτσι, πως αμφότεροι, με τόσα δημοφιλή δικά τους τραγούδια, δεν μπορούσαν να μην κάνουν ένα πρόγραμμα, εξ ολοκλήρου βασισμένο σ’ αυτά και όχι σε διασκευές κλπ.
Ωστόσο, η χημεία τους υπήρξε μοναδική στα ντουέτα τους, συνεπικουρούμενοι από μία μπάντα που μπορούσε τη μία να ροκάρει και την άλλη να ακούγεται σαν κλασική έντεχνη – λαϊκή ορχήστρα αξιώσεων. «Άλκηστάκι» αποκάλεσε χαϊδευτικά ο Νταλάρας την Πρωτοψάλτη κι εκείνη δεν έπαψε να τονίζει τη χαρά της συγκεκριμένης σύμπραξης τους – λόγια καθόλου στημένα και από καρδιάς, κάτι που εισέπραξε το κοινό και τους αποθέωνε στο τέλος κάθε τραγουδιού. Πρέπει να πω και κάτι που μου προξένησε μεγάλη εντύπωση και που με τη σειρά του προξένησε πολλά σχόλια κάτω από ένα ποστ που έκανα στον προσωπικό μου λογαριασμό στο facebook: «Στο τραγούδι “Πάμε στον Άδωνι για καφέ” του Κραουνάκη, η Πρωτοψάλτη αφαίρεσε τη λέξη “και μια χοντρή” από το στιχούργημα του συνθέτη. Τη μία είπε “και μια ότι να’ναι” και την άλλη “και μια….” σκέτο, κάνοντας με το χέρι της κίνηση σαν να έδιωχνε τη λέξη – χαρακτηρισμό “χοντρή” απ’ το τραγούδι. Δεν πρόκειται για πολιτική ορθότητα κατά τη γνώμη μου. Η Πρωτοψάλτη καταδίκασε το λεγόμενο body shaming μέσα από την τέχνη της, το λειτούργημα της, κι αυτό οφείλουμε να της το αναγνωρίσουμε. Εσείς τι λέτε γι’ αυτό;» Τι ήταν να το ρωτήσω… Βροχή άρχισαν να πέφτουν τα σχόλια, που κατά πλειοψηφία ήταν αντίθετα με την «παραποίηση» του επίμαχου στίχου από την τραγουδίστρια. Τα πνεύματα ηρέμησε με προσωπική του παρέμβαση ο συνθέτης και στιχουργός του τραγουδιού, Σταμάτης Κραουνάκης, στον δικό του φεϊσμπουκικό λογαριασμό: «Δε με πειράζει καθόλου που δεν θέλει η Άλκηστη να λέει την χοντρή νευρικιά! Η ζωντανή εκτέλεση επιτρέπει στον ερμηνευτή να κάνει ότι γουστάρει. Ούτε θεωρώ ότι η χοντρή νευρικιά του Άδωνι, είναι κάτι περισσότερο από έναν αγαπημένο καθημερινό άνθρωπο. Εγώ την συμπαθώ την χοντρούλα μου και την λέω με αγάπη και οι χοντρούλες από το κοινό ενθουσιάζονται. Άφήστε και την Άλκηστη ήσυχη να χαρεί την επιτυχία της με τον υπέροχο Νταλαρα! Άυτά…». Να πω τώρα κι εγώ τη γνώμη μου ελεύθερα, όπως πιστεύω ότι πάντα κάνω; Άνήκω κι εγώ σ’ αυτούς που είχαν σούρει τα εξ αμάξης στην Πρωτοψάλτη για την εργαλειοποίηση της από τον Μητσοτάκη. Χθες πάντως, είδα μια ενδεχομένως αυθόρμητη κίνηση της να αφαιρέσει τη λέξη «χοντρή» από τον στίχο. Δεν μπορώ να ξέρω αν θα συνεχίσει να λέει έτσι το τραγούδι ή θα το αφαιρέσει από το πρόγραμμα, κάτι που απεύχομαι, διότι εδώ ανοίγει η κουβέντα και πάει σε σοβαρά ζητήματα, όπως αυτό της λογοκρισίας στην τέχνη.
Εν κατακλείδι, προσωπικά χθες απόλαυσα μια πραγματικά καλή συναυλία απ’ όλες τις απόψεις. Δύο καλές φωνές, πολλά αγαπημένα τραγούδια και μια καλοκουρντισμένη μπάντα. Θα τολμούσα να πω ακόμη πως για τον Νταλάρα ειδικά είναι μία απ’ τις πιο ευτυχείς συνυπάρξεις του με μία συνάδελφό του επί σκηνής. Και θέλω να πιστεύω ότι η Πρωτοψάλτη έχει κατέβει πλέον από την … καρότσα του τέως αποτυχημένου δημάρχου και τραβάει πάλι το δρόμο που γνωρίζει καλά, αυτόν του τραγουδιού, που υπηρετεί με συνέπεια από το 1975, από τότε που την έβαλε ο Δήμος Μούτσης στη δισκογραφία. Τα λάθη για τους ανθρώπους είναι. Και οι καλλιτέχνες, όσο σημαντικοί κι αν είναι, είναι και άνθρωποι επίσης.