Στο στόχαστρο της αμερικανικής Δικαιοσύνης έχει μπει η Sandoz, θυγατρική εταιρεία της Novartis, καθώς και ακόμη 18 φαρμακευτικές εταιρείες οι οποίες ειδικεύονται στην παραγωγή γενόσημων φαρμάκων. Οι αμερικανικές αρχές ερευνούν κατά πόσο οι εταιρείες αυτές συνεργάστηκαν παρανόμως μεταξύ τους για «την τεχνητή διόγκωση και χειραγώγηση των τιμών σε περισσότερα από 100 διαφορετικά γενόσημα φάρμακα».
Στις 524 σελίδες της αγωγής που κατέθεσε ο γενικός εισαγγελέας Γουίλιαμ Τονγκ από το Κονέκτικατ, έπειτα από καταγγελίες (complaints) 44 πολιτειών των ΗΠΑ, περιγράφονται αναλυτικά επικοινωνίες μεταξύ στελεχών των εταιρειών αυτών προκειμένου να χειραγωγήσουν την αγορά του γενόσημου φαρμάκου στις ΗΠΑ, αποκομίζοντας κέρδη δισεκατομμυρίων σε βάρος του συστήματος υγείας των ΗΠΑ. Όπως προκύπτει από τη μέχρι τώρα έρευνα των αμερικανικών αρχών, τα στελέχη της Sandoz επικοινωνούσαν με συναδέλφους τους από άλλες φαρμακευτικές προκειμένου να διατηρηθούν οι τιμές των φαρμάκων σε υψηλά επίπεδα και να μη μειωθούν μέσω του ανταγωνισμού.
Η ίδια εταιρεία είχε εμπλακεί και στο σκάνδαλο Novartis στην Ελλάδα καθώς, όπως αναφερόταν στα έγγραφα του FBI που απεστάλησαν στις ελληνικές δικαστικές αρχές, φέρεται να είχε παίξει κομβικό ρόλο στη δωροδοκία γιατρών μέσω συνεδρίων και όχι μόνο.
Οι πρώτες υποψίες
Το 2014 στο Κονέκτικατ των ΗΠΑ ξεκίνησε έρευνα σχετικά με «ύποπτες αυξήσεις» στις τιμές ορισμένων φαρμάκων γενικής χρήσης. Τους επόμενους μήνες η έρευνα επεκτάθηκε σε άλλες 43 πολιτείες και βρίσκεται σε εξέλιξη μέχρι σήμερα από την αμερικανική Δικαιοσύνη. Πριν από μερικές μέρες – στις 10 Μαΐου 2019– κατατέθηκε αγωγή σε βάρος των 19 μεγαλύτερων παρασκευαστών γενοσήμων στον κόσμο, όπως οι Teva, Mylan, Pfizer κ.ά. Επικεφαλής του συνασπισμού των 44 πολιτειών είναι ο γενικός εισαγγελέας Γ. Τονγκ από το Κονέκτικατ. Μεταξύ των εταιρειών εναντίον των οποίων κατατέθηκε αγωγή ήταν και η Sandoz, η θυγατρική του φαρμακευτικού κολοσσού Novartis. Όπως αναφέρεται στο κείμενο της αγωγής, το οποίο δημοσιεύει σήμερα το Documento, επί πολλά χρόνια η φαρμακοβιομηχανία στις ΗΠΑ λειτούργησε σε ένα πλαίσιο «κατανόησης μεταξύ των παρασκευαστών» με τέτοιο τρόπο ώστε να μην ανταγωνίζονται μεταξύ τους. Την άτυπη αυτή συνεννόηση οι φαρμακοβιομηχανίες την ονόμαζαν «fair share», δηλαδή «δίκαιη μοιρασιά».
Ουσιαστικά σκοπός αυτής της άτυπης συμφωνίας ήταν «να αποφευχθεί ο ανταγωνισμός, κάτι που θα είχε αποτέλεσμα τη σημαντική διάβρωση των τιμών αλλά και μεγάλη εξοικονόμηση πόρων για τον καταναλωτή». Το fair share δεν ήταν αποτέλεσμα ανεξάρτητης λήψης αποφάσεων από τις φαρμακευτικές εταιρείες. «Αντίθετα, ήταν ένα άμεσο αποτέλεσμα συγκεκριμένων συζητήσεων, διαπραγματεύσεων και συμπαιγνιών μεταξύ των συμμετεχόντων στη βιομηχανία κατά τη διάρκεια πολλών ετών» όπως επισημαίνεται.
Η λογική αυτή διατηρήθηκε μέχρι και το 2012, όταν ξαφνικά τα πράγματα άλλαξαν. Με πρωταγωνίστρια την Teva οι υπόλοιπες εταιρείες αποφάσισαν να πάνε το fair share σε άλλο επίπεδο: όχι απλώς να το διατηρήσουν αλλά να αυξήσουν τις τιμές σε όσο το δυνατόν περισσότερα φάρμακα. Το αποτέλεσμα ήταν «να ξεκινήσουν μια από τις πιο οδυνηρές και καταστροφικές συνωμοσίες καθορισμού τιμών στην ιστορία των Ηνωμένων Πολιτειών», όπως αναφέρεται στην αγωγή. Μια συνωμοσία που κόστισε δισεκατομμύρια δολάρια στις ΗΠΑ προκαλώντας επίσης επιζήμια αποτελέσματα στο αμερικανικό σύστημα υγείας.
Ο αυξήσεις σε 112 φάρμακα
Προκειμένου να επιτευχθεί το σχέδιο, η Teva επέλεξε μια βασική ομάδα ανταγωνιστών της με τους οποίους είχε ήδη «πολύ κερδοφόρες αθέμιτες σχέσεις». Οι «υψηλής ποιότητας ανταγωνιστές», όπως ονομάστηκαν, συνεργάστηκαν μεταξύ τους επί 19 μήνες (Ιούλιος 2013 – Ιανουάριος 2015). Η συνεργασία απέφερε αυξήσεις σε 112 διαφορετικά γενόσημα φάρμακα. Το μέγεθος των αυξήσεων ποίκιλλε, αλλά σε ορισμένες περιπτώσεις ξεπέρασε ακόμη και το 1.000%.
«Oι παράνομες συμφωνίες αύξησαν τις τιμές, τις διατήρησαν τεχνητά διογκωμένες και εμπόδισαν τον στόχο του Κογκρέσου να τις μειώσει» αναφέρεται χαρακτηριστικά στο κείμενο της αμερικανικής Δικαιοσύνης.
Η έρευνα βασίστηκε στην εξέταση 7 εκατ. εγγράφων των φαρμακευτικών εταιρειών και αποδεικτικών στοιχείων, μια βάση δεδομένων με πάνω από 11 εκατ. τηλεφωνικές συνδιαλέξεις εκατοντάδων στελεχών των φαρμακευτικών εταιρειών, καθώς και σε πληροφορίες που συνέλεξαν από μάρτυρες οι οποίοι συνεργάστηκαν μαζί τους.
Μάρτυρες με κωδικούς
Όπως αναφέρεται στην αγωγή, ανώτερα στελέχη φαρμακευτικών εταιρειών εκμεταλλεύτηκαν τις συναντήσεις τους λόγω της δουλειάς τους σε εκθέσεις, συνέδρια πελατών κ.λπ., με αποτέλεσμα να αναπτύξουν μεταξύ τους σχέσεις. Πρόκειται για 15 στελέχη τα οποία ήταν υπεύθυνα για τις πωλήσεις, το μάρκετινγκ και τις τιμές. Οι συμμετέχοντες γνώριζαν ότι αυτό που έκαναν ήταν παράνομο. Για τον λόγο αυτό επέλεγαν να επικοινωνούν μεταξύ τους είτε απευθείας σε συναντήσεις είτε μέσω κινητού τηλεφώνου. Οχι όμως μέσω γραπτών μηνυμάτων, ώστε να μην αφήνουν «γραπτό αρχείο». Στην αγωγή γίνεται αναφορά σε γεύματα, πάρτι, εκδρομές, γκολφ, δείπνα αλλά και «βραδιές κοριτσιών» που διοργανώθηκαν προκειμένου να επιτευχθεί η μεταξύ τους συνεργασία.
Κατά την έρευνα, όπως αναφέρεται στην αγωγή, αρκετά στελέχη συνεργάστηκαν με τις αρχές. Για παράδειγμα στελέχη της Sandoz αναφέρονται με τις κωδικές ονομασίες CW-1, CW-2 κ.λπ. Οπως ακριβώς έγινε και με τους προστατευόμενους μάρτυρες στην υπόθεση Novartis. Στις ΗΠΑ όμως κανένα πολιτικό κόμμα και κανένα ΜΜΕ δεν έκανε λόγο για «σκευωρία» και «κουκουλοφόρους που η ταυτότητά τους θα αποκαλυφθεί».
Επικοινωνίες Teva – Sandoz
Στις 524 σελίδες της αγωγής περιγράφονται αναλυτικά γεγονότα, επαφές αλλά και αυξήσεις σε συγκεκριμένα φάρμακα κατόπιν συνεννοήσεων και συμφωνιών. Ενα από αυτά έχει να κάνει με τη συνεργασία των Teva και Sandoz σε δύο αντισυλληπτικά φάρμακα. Οι δύο εταιρείες κυκλοφορούσαν το 2012 στην αγορά δύο σκευάσματα με παρόμοια δραστική ουσία, τα Portia και Jolessa.
Ωστόσο το μερίδιο αγοράς της Teva ήταν κατά πολύ μεγαλύτερο από αυτό της Sandoz (τον Μάιο του 2012 το μερίδιο αγοράς της Teva για το Portia ήταν 37% ενώ της Sandoz 17% και αντίστοιχα το μερίδιο αγοράς της Teva για το Jolessa ήταν 43% ενώ της Sandoz 11%). Στις 12 Μαΐου 2012 μια εταιρεία-πελάτης της Teva επικοινώνησε μαζί της εξηγώντας ότι μια άλλη προμηθεύτρια εταιρεία είχε υποβάλει προσφορά για την πώληση τεσσάρων φαρμάκων. Μεταξύ αυτών ήταν το Jolessa και το Portia. Η εταιρεία δεν ήταν άλλη από τη Sandoz. Η Teva απέστειλε στην εταιρεία-πελάτη μία ανταγωνιστική προσφορά για την πώληση τριών φαρμάκων στις 16 Μαΐου και μία ακόμη πιο ανταγωνιστική στις 18 του ίδιου μήνα.
Στις 23 Μαΐου όμως τα πράγματα άλλαξαν. Εντελώς ξαφνικά η Teva αφαίρεσε το Jolessa και το Portia από την προσφορά. Μία ημέρα πριν στέλεχος της Teva είχε πεντάλεπτη συνομιλία με στέλεχος της Sandoz. «Η απόφαση να παραχωρηθεί η επιχείρηση Walmart στη Sandoz οδήγησε σε πιο ισόρροπη κατανομή των μεριδίων μεταξύ των εταιρειών τόσο για το Portia όσο και για το Jolessa» αναφέρεται στην επίμαχη αγωγή.
Άλλη μία χαρακτηριστική περίπτωση συνεργασίας ήταν αυτή των Teva, Sandoz και Mylan αναφορικά με το φάρμακο Corgard και το ναρκωτικό Nadolol – χορηγείται για τη θεραπεία υψηλής αρτηριακής πίεσης και χαρακτηρίζεται «από τα πιο κερδοφόρα φάρμακα». Το 2012 και το 2013 οι μοναδικοί ανταγωνιστές της Teva για το Nadolol ήταν η Mylan και η Sandoz. Οι τρεις εταιρείες αντιμετώπισαν προβλήματα προμήθειας του συγκεκριμένου φαρμάκου. Προκειμένου να μη διασαλευτεί η «σταθερότητα της αγοράς», στελέχη των εταιρειών ήταν σε συνεχή επικοινωνία «για τον συντονισμό της τιμολόγησης και της κατανομής της αγοράς».
Στις 31 Ιουλίου 2012 η Teva προχώρησε σε αύξηση της τιμής του φαρμάκου. Την ίδια μέρα στέλεχος του τμήματος πωλήσεων της φαρμακευτικής φέρεται να επικοινώνησε με στέλεχος της Sandoz – είχε άλλες δύο τηλεφωνικές συνδιαλέξεις και δύο μέρες πριν, στις 29 Ιουλίου. Το ίδιο στέλεχος της Teva όμως φέρεται να επικοινωνούσε με στέλεχος της Mylan πέντε μέρες πριν από την αύξηση των τιμών, ενώ στις 31 Ιουλίου πραγματοποίησε πέντε κλήσεις. Εναν μήνα μετά, στις 27 Αυγούστου, η Sandoz προχώρησε με τη σειρά της στην ίδια αύξηση. Οι αυξήσεις κυμαίνονταν από 746% έως 2.762%, ανάλογα με το σκεύασμα. Την προηγουμένη στέλεχος της Sandoz είχε επικοινωνήσει με στέλεχος της Teva. Είχαν επικοινωνήσει επίσης τηλεφωνικά δύο φορές στις 21 Αυγούστου 2012, την ίδια ημέρα που η Sandoz ζήτησε έγκριση από την επιτροπή τιμολόγησης για να αυξήσει την τιμή του Nadolol.
Την επόμενη μέρα το στέλεχος της Teva το οποίo κατονομάζεται ότι «ενεργούσε ως δίαυλος επικοινωνίας μεταξύ Sandoz και Mylan» επικοινώνησε με στέλεχος της Mylan δύο φορές συνομιλώντας 14 λεπτά. Στις 4 Ιανουαρίου 2013 η Mylan προχώρησε επίσης σε αντίστοιχες αυξήσεις των Sandoz και Teva. Μία ημέρα πριν από την αύξηση το στέλεχος της Teva είχε μιλήσει με στέλεχος της Mylan τέσσερις φορές. Την επομένη το στέλεχος της Teva μετέφερε όσα είχε μάθει από τη συνομιλία σε στέλεχος της Sandoz.
Δεύτερη αγωγή μετά το 2016
Αυτή δεν είναι η πρώτη καταγγελία που κατατίθεται ενώπιον της αμερικανικής Δικαιοσύνης. Η πρώτη είχε κατατεθεί το 2016 και εκκρεμεί ενώπιον του επαρχιακού δικαστηρίου στην Ανατολική Περιφέρεια της Πενσυλβάνιας. Ηδη για την υπόθεση κατηγορούνται πλέον 18 άτομα, ενώ δύο πρώην στελέχη της Heritage Pharmaceuticals έχουν συνάψει συμφωνίες διευθέτησης και συνεργάζονται με την ομάδα εργασίας των γενικών εισαγγελέων.
«Έχουμε ατράνταχτα αποδεικτικά στοιχεία που δείχνουν ότι η βιομηχανία φαρμάκων γενικής χρήσης διαπράττει απάτη πολλών δισεκατομμυρίων δολαρίων κατά του αμερικανικού λαού. Πιστεύουμε ότι θα αποδειχθεί πολυετής συνωμοσία για τον καθορισμό των τιμών και ότι διαιρούν το μερίδιο αγοράς για τεράστιο αριθμό γενόσημων φαρμάκων» δήλωσε ο γενικός εισαγγελέας Γ. Τονγκ.
Η Sandoz και η Ελλάδα
Τo όνομα της Sandoz αναφερόταν στα έγγραφα του FBI που απεστάλησαν στις δικαστικές αρχές στην Ελλάδα το 2018. Η εταιρεία φέρεται να είχε παίξει κομβικό ρόλο στη δωροδοκία γιατρών μέσω συνεδρίων.
Όπως αναφερόταν στα έγγραφα του FBI, η φαρμακευτική φέρεται να παρείχε στους γιατρούς τα έξοδα εγγραφής για εθνικά συνέδρια και πολυτελή ταξίδια. Το αντάλλαγμα ήταν η συνταγογράφηση φαρμάκων της Novartis.
Επιπλέον η Sandoz διοργάνωνε ομάδες συζήτησης που παρείχαν στους γιατρούς πληροφορίες για την εταιρεία μαζί με ένα Σαββατοκύριακο ψυχαγωγίας. Σκοπός δεν ήταν άλλος από το να εξασφαλιστεί μεγαλύτερη συνταγογράφηση προϊόντων της Novartis. Εάν ο γιατρός δεν συμφωνούσε, πολύ απλά δεν λάμβανε μέρος. Μια άλλη μέθοδος ήταν η διεξαγωγή επιστημονικής συνάντησης στην οποία συμμετείχαν γιατροί, καθώς και τα ηλεκτρονικά πάνελ.