Την_x000D_
ώρα που έχει ξεσπάσει πολιτική θύελλα από το σκάνδαλο της Novartis, συνεχίζονται_x000D_
οι έρευνες για την πολυπλόκαμη δραστηριότητα της εταιρείας.
Η Novartis σύμφωνα με τα στοιχεία του FBI και τις καταθέσεις των μαρτύρων ανέπτυξε ένα πλέγμα με γιατρούς και καθηγητές που επηρέαζε –συνήθως δωροδοκώντας τους με μαύρο χρήμα- προκειμένου να προωθούν τα σκευάσματά της. Οπως φαίνεται υπάρχουν αποχρώσες ενδείξεις ότι η Novartis είχε επεκταθεί και στον χρηματισμό γιατρών νοσοκομείων προκειμένου αυτοί να προωθούν τα φάρμακά της. Και όχι μόνο η Novartis.
Η έρευνα
Το Documento αποκαλύπτει δύο πορίσματα του Σώματος Επιθεωρητών Υπηρεσιών Υγείας και Πρόνοιας (ΣΕΥΥΠ) Μακεδονίας – Θράκης, σύμφωνα με τα οποία ένας πρώην διευθυντής και μια πρώην νοσοκομειακή φαρμακοποιός από το «Θεαγένειο» νοσοκομείο φέρονται να έλαβαν χιλιάδες ευρώ από φαρμακευτικές εταιρείες –προμηθεύτριες του νοσοκομείου– χωρίς να δίνεται επαρκής αιτιολόγηση για τον χρηματισμό. Για την υπόθεση ασκήθηκαν ποινικές διώξεις ακόμη και σε βαθμό κακουργήματος και η υπόθεση παραπέμφθηκε σε ανακριτή για περαιτέρω διερεύνηση.
Στις 9 Σεπτεμβρίου 2014 οι επιθεωρήτριες του ΣΕΥΥΠ Μακεδονίας – Θράκης κοινοποιούν στο ΣΔΟΕ και το υπουργείο Υγείας πόρισμα ΕΔΕ για τον τέως διευθυντή της αιματολογικής κλινικής του Αντικαρκινικού Νοσοκομείου Θεσσαλονίκης «Θεαγένειο» Κωνσταντίνο Ζέρβα. Στόχος ήταν η διερεύνηση της προέλευσης και η αιτιολογία των χρηματικών εισροών σε τραπεζικούς λογαριασμούς αυτού από φαρμακευτικές εταιρίες όσο ήταν διευθυντής.
Το 2010 η κεντρική υπηρεσία του ΣΔΟΕ διαβίβασε προς το ΣΕΥΥΠ Αθηνών απόρρητο πληροφοριακό υλικό που αφορούσε ανώνυμη καταγγελία διάφορων περιστατικών στο «Θεαγένειο» . Από την έρευνα προέκυψαν «σοβαρά στοιχεία για πέντε υπαλλήλους του εν λόγω νοσοκομείου» και πραγματοποιήθηκε άρση του τραπεζικού απορρήτου αυτών «μεταξύ των οποίων και του Κων. Ζέρβα».
Από τις έρευνες των επιθεωρητών προέκυψε η ύπαρξη πλήθους εμβασμάτων προς τον κ. Ζέρβα από πλήθος φαρμακευτικές εταιρείες. Πρόκειται για «φαρμακευτικές εταιρείες που προμήθευαν το νοσοκομείο με φάρμακα, τα οποία διατίθεντο και προς την αιματολογική κλινική όπου υπηρετούσε ο κ. Ζέρβας».
Εμβάσματα μισού εκατ. ευρώ
Ο πρώην διευθυντής έλαβε τραπεζικά εμβάσματα και από φυσικά πρόσωπα που εμπλέκονται με φαρμακοβιομηχανίες. Συγκεκριμένα «υπάρχουν εισροές χρηματικών ποσών από φαρμακευτικές εταιρείες, ξένες και ελληνικές, υπαλλήλους ελληνικών φαρμακευτικών εταιρειών, εταιρείες διοργάνωσης συνεδρίων, φυσικά πρόσωπα και άγνωστους καταθέτες». Συνολικά για το διάστημα 2001-2010 εμφανίζονται σε δύο τραπεζικούς λογαριασμούς του κ. Ζέρβα «καταθέσεις από φαρμακευτικές εταιρείες, υπαλλήλους φαρμακευτικών εταιρειών και εταιρείες διοργάνωσης συνεδρίων, συνολικής αξίας 289.321,41 ευρώ». Σε δύο άλλους τραπεζικούς λογαριασμούς του εμφανίζονται καταθέσεις από άγνωστους καταθέτες «ενδεχομένως, από τον ίδιο τον γιατρό, συνολικής αξίας 254.368,69 ευρώ». Το σύνολο των εμβασμάτων ήταν 543.690,1 ευρώ.
Ας δούμε όμως μερικές αιτιολογήσεις των εμβασμάτων και γιατί οι επιθεωρητές έκριναν πως αυτά οδηγούν σε «αποχρώσες ενδείξεις τέλεσης ποινικά κολάσιμων πράξεων». Η Novartis Pharma AG καταθέτει συνολικά στον γιατρό από το 2001 μέχρι και το 2009 47.809,41 ευρώ. Ο γιατρός προκειμένου να δικαιολογήσει τα εν λόγω εμβάσματα κατέθεσε στους επιθεωρητές επιστολή της Novartis Pharma AG, όπου «η εταιρεία επιβεβαιώνει ότι ο ιατρός της πρόσφερε συμβουλευτικές υπηρεσίες». Οταν όμως οι επιθεωρητές ζήτησαν περαιτέρω στοιχεία «ούτε η εταιρεία ούτε ο κ. Ζέρβας προσκόμισαν παραστατικά τα οποία να συνδέουν τις χρηματικές καταθέσεις με τις επιστημονικές αυτές δραστηριότητες».
Ανεπαρκείς αιτιολογίες
Δεν ήταν όμως μόνο η Νovartis. Αλλη φαρμακευτική εταιρεία έστειλε τραπεζικά εμβάσματα στον πρώην διευθυντή πάνω από 50.000 ευρώ. Για τα περισσότερα από αυτά η εταιρεία δεν παρέδωσε στοιχεία επειδή «δεν τηρούνται οργανωμένα αρχεία για τόσο παλαιές συναλλαγές». Ως αιτιολογία κατάθεσης ενός εμβάσματος από την εταιρεία δόθηκε πως ήταν αμοιβή για φαρμακευτικό σκεύασμα της εταιρείας, «το οποίο προμηθευόταν η αιματολογική κλινική». Το συγκεκριμένο σκεύασμα όμως, σύμφωνα με τους επιθεωρητές, «δεν εμπίπτει στο επιστημονικό πεδίο και στην ειδίκευση του γιατρού ώστε να δικαιολογεί αμοιβή για ερευνητικό ή εκπαιδευτικό έργο».
Κατά τα έτη 2008 και 2009 ο κ. Ζέρβας λαμβάνει δύο τραπεζικά εμβάσματα συνολικού ποσού 8.000 ευρώ από αντιπρόεδρο φαρμακευτικής εταιρείας. Ο αντιπρόεδρος της εταιρείας κατέθεσε στους επιθεωρητές πως τα χρήματα προήλθαν από την εταιρεία για δύο εκδηλώσεις παροχής εκπαίδευσης από τον κ. Ζέρβα. «Ομως δεν προσκόμισε κανένα παραστατικό από το οποίο να επιβεβαιώνεται η πραγματοποίηση των εκδηλώσεων και η συμμετοχή του ιατρού σ’ αυτές».
Ο πρώην διευθυντής δέχθηκε εμβάσματα και με την αιτιολογία της συμμετοχής του σε διεξαγωγή κλινικής μελέτης από φαρμακευτικές εταιρείες που προμήθευαν την αιματολογική κλινική. Οι επιθεωρητές όμως αναφέρουν πως για μια από τις επίμαχες κλινικές μελέτες «οι αμοιβές του (γιατρού) καταβάλλονται από την εταιρεία στον τραπεζικό του λογαριασμό και όχι μέσω του ΕΛΚΕΑ της 4ης ΥΠΕ», ενώ για άλλη πως «δεν πραγματοποιήθηκε στο νοσοκομείο. Επομένως ο ιατρός δεν ενημέρωσε και δεν έλαβε την έγκριση για τη διενέργεια της ανωτέρω μελέτης, ως όφειλε, από το επιστημονικό συμβούλιο και τη διοίκηση του νοσοκομείου».
Η προμήθεια των φαρμάκων
Ο κ. Ζέρβας έλαβε εμβάσματα και με «αιτιολογία την παροχή συμβουλευτικών υπηρεσιών». Συγκεκριμένα πήρε 34.538,60 ευρώ από ελληνική φαρμακευτική. Στις αποδείξεις δαπάνης ως αιτιολογία αμοιβής δίνεται μεταξύ άλλων η δημιουργία προωθητικού υλικού της εταιρείας για δικό της φαρμακευτικό σκεύασμα. Οι επιθεωρητές σημειώνουν πως ο καθηγητής «δεν είχε σχετική με το σκεύασμα κλινική εμπειρία». Κυριότερα όμως οι επιθεωρητές εκτιμούν ότι υπάρχει σύνδεση μεταξύ του γεγονότος ότι ο ιατρός λαμβάνει αμοιβή για παροχή συμβουλευτικής έκθεσης για το προϊόν «και στη συνέχεια υποβάλλει αίτημα εισαγωγής του στο νοσοκομείο και εφεξής συνταγογραφεί για τα επόμενα έτη στην κλινική του».
Αλλη τραπεζική επιταγή 1.200 ευρώ δίνεται από φαρμακευτική εταιρεία για τη συμμετοχή του σε συμβουλευτικό συμβούλιο της εταιρείας και ομάδα εστίασης προϊόντος όπου θα παρείχε συμβουλευτικές υπηρεσίες, με σκοπό την αξιολόγηση, συζήτηση και παροχή συμβουλών σχετικά με φαρμακευτικό σκεύασμα της εταιρείας. Οπως αναφέρεται όμως στο πόρισμα «η συμμετοχή του σε συμβουλευτικό συμβούλιο δεν προβλέπεται από την κείμενη νομοθεσία, πόσο μάλλον όταν η αιματολογική κλινική προμηθεύεται το σκεύασμα».
Σε άλλη περίπτωση εμβάσματα δίνονται με αιτιολογία την παροχή συγγραφικού έργου. Επειδή όμως «δεν πρόκειται για δημοσιευμένο υλικό», οι επιθεωρητές κρίνουν πως «οι προσκομισθείσες από την εταιρεία συμβάσεις συνετάχθησαν προκειμένου να προσδώσουν αληθοφάνεια σε αδιαφανείς συναλλαγές».
Καταλήγοντας οι επιθεωρητές αναφέρουν πως ο κ. Ζέρβας έλαβε χρήματα από φαρμακευτικές «χωρίς να ακολουθήσει την οριζόμενη από την ισχύουσα νομοθεσία διαδικασία, ώστε να διασφαλίζεται η διαφάνεια και το σύννομο της παροχής των υπηρεσιών του». Μάλιστα, αυτά τα χρηματικά ποσά «σύμφωνα με την κατάθεσή του δεν τα έχει συμπεριλάβει στις δηλώσεις φορολογίας εισοδήματός του των αντίστοιχων οικονομικών ετών». Ετσι οι επιθεωρητές καταλήγουν πως πραγματοποιήθηκαν «αδιαφανείς οικονομικές συναλλαγές με φαρμακευτικές εταιρείες οι οποίες προμήθευαν την κλινική στην οποία εργαζόταν με φάρμακα, καθότι, όπως διαπιστώθηκε, σε όλες τις περιπτώσεις οι συναλλαγές υπήρξαν αποκλειστικά με φαρμακευτικές εταιρείες που ετύγχαναν προμηθεύτριες της κλινικής του».
«Ποσά που δεν δικαιολογούνται»
Οι επιθεωρητές του ΣΕΥΥΠ Μακεδονίας – Θράκης συνέταξαν πόρισμα ΕΔΕ και για ακόμη έναν από τους προαναφερθέντες πέντε υπαλλήλους του νοσοκομείου για τους οποίους «βρέθηκαν στοιχεία», τη νοσοκομειακή φαρμακοποιό του ΕΣΥ Χρυσάνθη Σιέμπη, του ΑΝΘ «Θεαγένειο». Η έρευνα διενεργήθηκε επειδή υπήρχαν ενδείξεις χρηματισμού της κ. Σιέμπη από φαρμακευτικές εταιρείες που προμήθευαν με φάρμακα το νοσοκομείο. Η ίδια στην ένορκη κατάθεσή της υποστήριξε πως τα χρηματικά ποσά που έλαβε από τη Novartis δόθηκαν για εκπαιδευτικά μαθήματα που πραγματοποίησε στην Ελλάδα, στα γραφεία της εταιρείας στη Θεσσαλονίκη σχετικά με μελέτες που ήταν στο πλαίσιο της διδακτορικής της διατριβής.
Από την έρευνα των επιθεωρητών προέκυψαν καταθέσεις προς την κ. Σιέμπη όχι μόνο από τη Novartis αλλά και από άλλες φαρμακευτικές εταιρείες: από αντιπρόεδρο φαρμακευτικής εταιρείας –προμηθεύτρια του νοσοκομείου–, καταθέσεις αγνώστων από το εξωτερικό και κοινοί λογαριασμοί με αντιπρόσωπο φαρμακευτικής εταιρείας. Συνολικά από το 2002 μέχρι το 2009 η κ. Σιέμπη λαμβάνει 50.452 χιλιάδες ευρώ από περισσότερες από δέκα εταιρείες. Σύμφωνα με τους επιθεωρητές στους τραπεζικούς λογαριασμούς της κ. Σιέμπη «διακινούνται μεγάλα χρηματικά ποσά που δεν δικαιολογούνται από τις αποδοχές της ως μισθωτού», ενώ οι καταθέσεις από τις φαρμακευτικές «συνιστούν αποχρώσες ενδείξεις τέλεσης του αδικήματος της δωροληψίας από μέρους της».
Σύμφωνα με τις συμβάσεις της κ. Σιέμπη με μεγάλη φαρμακοβιομηχανία ανατέθηκε στην πρώτη η επίσκεψη σε «ασθενείς που της υποδεικνύει η εταιρεία προκειμένου να τους παρακολουθεί υποστηρικτικά και όπου χρειάζεται να προβαίνει σε χορήγηση του φαρμάκου ( της εταιρείας) στους ασθενείς». Πρόκειται για όρους σύμφωνα που σύμφωνα με τους επιθεωρητές «δεν συνάδουν με την ιδιότητα της νοσοκομειακής φαρμακοποιού του ΕΣΥ».
«Αύξηση 165% στις παραγγελίες»
Το εν λόγω φάρμακο υψηλού κόστους είναι υποστηρικτικό της χημειοθεραπείας. Οι επιθεωρητές ήλεγξαν την προμήθεια του στο νοσοκομείο. Οπως προέκυψε «παρατηρείται αλματώδης αύξηση στις παραγγελίες (το 2003) της τάξεως του 165%» συγκριτικά με το προηγούμενο έτος, το οποίο στοίχισε στο νοσοκομείο «1.279.480 ευρώ επιπλέον σε κόστος σε σχέση με το κόστος του έτους 2002». Γενικότερα οι παραγγελίες του φαρμάκου, σύμφωνα με τους επιθεωρητές, «για το χρονικό διάστημα μεταξύ 2003 και 2007 κινούνται σε πολύ υψηλά επίπεδα… Κατά το χρονικό διάστημα όπου οι αγορές του φαρμακευτικού σκευάσματος είναι υψηλές υπογράφονται και οι συμβάσεις έργου της κ. Σιέμπη με τις προμηθεύτριες εταιρείες». Στην κατάθεσή του ο διευθύνων σύμβουλος της εν λόγω φαρμακοβιομηχανίας αντέκρουσε την κατάθεση της κ. Σιέμπη που έκανε λόγο για συμβουλευτικές υπηρεσίες, αφού «δεν γνωρίζει αν η κ. Σιέμπη έχει κάνει επιστημονικές εργασίες», ενώ η σύμβαση με τη νοσοκομειακή φαρμακοποιό «δεν αφορούσε μελέτη ή επιστημονική έρευνα».
Σύμφωνα με κατάθεση ανώτερου στελέχους της Novartis, η σύμβαση της εταιρείας με την κ. Σιέμπη αφορούσε συμβουλευτικές υπηρεσίες που αυτή παρείχε στην εταιρεία. Οι επιθεωρητές όμως κρίνουν πως «η κ. Σιέμπη κοινοποιούσε πληροφορίες από τα ηλεκτρονικά αρχεία του φαρμακείου χωρίς να λάβει την άδεια του νοσοκομείου παρόλο που η έγκρισή του ορίζεται ρητά στους όρους της σύμβασης». Σύμφωνα με το στέλεχος της εταιρείας το κριτήριο επιλογής της κ. Σιέμπη «ήταν η εμπειρία της στο μεγαλύτερο ογκολογικό νοσοκομείο της Ελλάδας και όχι οι μελέτες της, όπως ισχυρίσθηκε η ίδια». Παράλληλα «η κ. Σιέμπη δεν έλαβε έγκριση του νοσοκομείου για την άσκηση έργου επ’ αμοιβή και δεν εξέδωσε τιμολόγιο ως όφειλε προς τη Novartis Pharma AG». Παράλληλα η κ. Σιέμπη αναφέρει ότι οι περισσότερες από τις υπόλοιπες καταθέσεις των φαρμακευτικών αφορούσαν συμμετοχή της σε κλινική μελέτη, γεγονός που αντικρούεται από τους επιθεωρητές.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα η συνεργασία της κ. Σιέμπη με φαρμακευτική εταιρεία, όπου οι επιθεωρητές κρίνουν πως η κ. Σιέμπη «κοινοποίησε στοιχεία από τα αρχεία του φαρμακείου χωρίς την άδειά του, προκειμένου να αποκομίσει προσωπικά οφέλη από τη συνεργασία της με τη φαρμακευτική εταιρεία».
Ως αποτέλεσμα, οι επιθεωρητές που πρότειναν περαιτέρω διερεύνηση από το ΣΔΟΕ και την Εισαγγελία Πρωτοδικών έκριναν πως η κ. Σιέμπη υπέπεσε μεταξύ άλλων σε παράβαση καθήκοντος, άσκηση εργασίας ή έργου με αμοιβή χωρίς προηγούμενη άδεια της υπηρεσίας, χρησιμοποίηση υπαλληλικής ιδιότητας ή πληροφοριών για εξυπηρέτηση ιδιωτικών συμφερόντων.