Να σταματήσει η προχειρότητα και οι κακές πρακτικές της κυβέρνησης σε ευαίσθητα κοινωνικά θέματα, τονίζει σε δήλωσή της η Τομεάρχης Πρόνοιας και Κοινωνικής Συνοχής της ΚΟ του ΣΥΡΙΖΑ και Βουλευτής Α’ Θεσσαλονίκης, Κατερίνα Νοτοπούλου, με αφορμή την καταγγελία εργαζομένων της ΜΚΟ IRC για διακοπή του προγράμματος Ημιαυτόνομης Διαβίωσης εξαιτίας μη έγκαιρης χρηματοδότησης.
Η κα Νοτοπούλου υπενθυμίζει ότι «την ένταξη του προγράμματος στο Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας «Ελλάδα 2.0» με τη χρηματοδότηση της ΕΕ-Next Genaration EU είχαν ανακοινώσει μόλις τον Μάρτιο του 2023 η τότε Υφυπουργός Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων κ. Δόμνα Μιχαηλίδου και ο κυβερνητικός εκπρόσωπος κ. Γιάννης Οικονόμου».
Πιο συγκεκριμένα η κ. Μιχαηλίδου δήλωνε: «Σήμερα με τα διαμερίσματα Ημιαυτόνομης Διαβίωσης κάνουμε ακόμα ένα βήμα για την αποϊδρυματοποίηση κάθε παιδιού. Σκοπός μας, να προετοιμάσουμε τους εφήβους μας, με τα κατάλληλα εφόδια για την ασφαλέστερη μετάβασή τους στην κοινωνία και την αγορά εργασίας. Γι’ αυτό, καθ’ όλη τη διάρκεια της παραμονής τους, τους εξασφαλίζουμε τις απαραίτητες παροχές και υπηρεσίες για την καθημερινή τους διαβίωση, αλλά και την υποστήριξη και τη σταδιακή αυτονόμησή τους».
Σήμερα, δέκα μήνες μετά, υπογραμμίζει η κα Νοτοπούλου, εργαζόμενοι ενημερώνονται για τη σταδιακή απόλυσή τους με παράλληλη ενημέρωση των ωφελούμενων για τη διακοπή του προγράμματος, το κλείσιμο των διαμερισμάτων και την επιστροφή τους στα ιδρύματα.
Καταλήγοντας η Τομεάρχης Πρόνοιας και Κοινωνικής Συνοχής της ΚΟ του ΣΥΡΙΖΑ σημειώνει τα ακόλουθα:
«Εφόσον ισχύουν τα όσα καταγγέλλουν οι εργαζόμενοι, άλλη μία επικοινωνιακή φούσκα της κυβέρνησης «σκάει» με θύματα εργαζόμενους και ωφελούμενα παιδιά του εν λόγω προγράμματος. Σε κάθε περίπτωση τέτοια ευαίσθητα θέματα δεν μπορεί να εργαλειοποιούνται ούτε από την κυβέρνηση ούτε από τις ΜΚΟ και να χρησιμοποιούνται είτε για λόγους επικοινωνίας είτε ως μοχλοί πίεσης στις μεταξύ τους διενέξεις.
Η κυβέρνηση θα πρέπει να πάψει επιτέλους να αντιμετωπίζει τα πάντα ως επικοινωνία και να αναγνωρίσει την ανάγκη για τη δημιουργία μιας εθνικής στρατηγικής με ταυτόχρονη διασφάλιση της χρηματοδότησης και υποστήριξης αυτών των αναγκών. Η αρμοδιότητα που αφορά την προστασία των παιδιών δεν μπορεί να «κόβει» βόλτες στα διάφορα υπουργεία ανάλογα με την τρέχουσα πολιτική επικαιρότητα, ενώ θα πρέπει να δημιουργηθεί ένας ενιαίος φορέας για την εξειδικευμένη εκπαίδευση των εργαζόμενων στους τομείς αυτούς με πιο στοχευμένες παρεμβάσεις και επιμορφώσεις.»