Νότης Μαυρουδής: «Γεννήθηκα στις φυλακές Αβέρωφ»

Μια ανέκδοτη συνέντευξη για το πολιτικό τραγούδι, τη δισκογραφία, τα παιδικά χρόνια, τον έρωτα και την ανάγκη για ελευθερία

Η συνέντευξη με τον Νότη Μαυρουδή πραγματοποιήθηκε τον Μάρτιο του 2017. Λίγο καιρό μετά μου ζήτησε ο ίδιος να δημοσιευτεί αυτούσια στην έκδοση ενός βιβλίου – CD του από τις εκδόσεις Απαρσις. Προτίμησα να κρατηθούν κάποια αποσπάσματα που αφορούσαν περισσότερο εκείνη τη συγκεκριμένη δουλειά του. Πέρασαν τα χρόνια και όποτε τον συναντούσα (τελευταία φορά στο Θέατρο Ρεματιάς το καλοκαίρι) δεν παρέλειπε να μου πει όλο γενναιοδωρία: «Τι ωραία ήταν εκείνη η συνέντευξη που κάναμε». Να που σήμερα δημοσιεύεται το κυρίως σώμα της συνομιλίας μας, μόνο που αυτός δεν θα τη διαβάσει ποτέ. Κι αυτό είναι για μένα βαρύ. Πολύ βαρύ…

Κύριε Μαυρουδή, έχοντας συμπληρώσει περισσότερα από 50 χρόνια στο ελληνικό τραγούδι πώς βιώνετε τη σημερινή «μοναξιά» του καλλιτέχνη;

Εάν πρέπει να συζητήσουμε τα της δισκογραφίας, τα πράγματα είναι πάρα πάρα πολύ ζόρικα. Θα μπορούσα να πω ότι η δισκογραφία εκφράζει σε μεγάλο βαθμό και την κατάσταση του ελληνικού τραγουδιού. Ακόμη και η κρίση της ΑΕΠΙ είναι σημάδι αυτής της κατάστασης.

Οι πόρτες λοιπόν της δισκογραφίας κλείνουν εξαιτίας του γεγονότος ότι έχουν κλείσει προ πολλού οι δισκογραφικές εταιρείες έτσι όπως τις γνωρίζαμε κάποτε.

Πολλοί ερμηνευτές δεν στηρίζουν τα τραγούδια που κατά καιρούς τούς δίνονται. Κι εσάς σας έχουν τραγουδήσει οι πάντες.

Βάζω πάντα στους δίσκους μου πολλούς διαφορετικούς τραγουδιστές, αναλόγως του τι ταιριάζει στον καθένα. Ε λοιπόν κανένας απ’ αυτούς τους τραγουδιστές, παρά τη χαρά που μου δίνουν λέγοντάς τα, δεν τα στηρίζει μετά στο πρόγραμμά του. Και ξέρετε γιατί; Δεν τα θεωρούν δικά τους τραγούδια. Θεωρούν ότι απλώς έκαναν μια συμμετοχή και τίποτ’ άλλο. Η φίλη μου η Χαρούλα, οι φίλες μου Γλυκερία, Αρβανιτάκη, Πασπαλά ανήκουν σ’ αυτούς τους τραγουδιστές που λέμε. Μόνο η φίλη μου η Βιτάλη λέει στο πρόγραμμά της το «Ισως φταίνε τα φεγγάρια».

Σας θυμάμαι τόσα χρόνια ως μια φιγούρα με ολόλευκα μαλλιά. Αλήθεια, έχετε καλή σχέση με τον χρόνο;

Εχω καλή σχέση με τον χρόνο με την έννοια ότι δεν διστάζω να γράφω στο βιογραφικό μου το έτος γέννησης. Είμαι του ’45. Είτε στις παρέες είτε στις παρουσιάσεις μου λέω ότι είμαι 72 ετών. Τώρα τον Ιούλιο θα τα κλείσω, αλλά είμαι 72, πώς να το κάνουμε; Δεν είναι κάτι που απλώς το λέω, αφού… συζητάω με τη γιατρό μου τι μπορώ να κάνω για να αποφύγω για παράδειγμα την παραμορφωτική αρθρίτιδα ή το πάρκινσον. Είμαι εξοικειωμένος μ’ αυτά τα πράγματα, αφού στην ηλικία μου ενδέχεται να τα βρω μπροστά μου.

Τι σχέση είχατε με τους γονείς σας; Ισχυε το κλασικό μοτίβο των ψυχαναλυτών: ανταγωνιστικός ως προς τον πατέρα και προστατευτικός ως προς τη μητέρα;

Θεωρώ –και το λέω όποτε μου δίνεται η ευκαιρία– ότι είχα άγιους γονείς. Αυτή είναι και μια κοινή ομολογία με τα αδέρφια μου. Με τις δυσκολίες της Ελλάδας του ’50 και του ’60 έκαναν τέσσερα παιδιά και τα προστάτεψαν σαν την κλώσα με τα κλωσόπουλα. Και οι γονείς μας χαίρονταν όταν μεγαλώναμε και σπουδάζαμε και βγαίναμε σ’ αυτό που λέμε παραγωγή. Δεν θυμάμαι να είχαμε θέματα μεταξύ μας. Θα μου πείτε, μπορεί να υπήρχαν και να μην το βλέπαμε ή να μην τα εξέφρασαν ποτέ. Εξακολουθώ όμως στη φάση που βρίσκομαι, που βλέπω από απόσταση τις μικρότερες ηλικίες, να πιστεύω ότι η μάνα μου δεν αγαπούσε περισσότερο ή λιγότερο την αδερφή μου ή τον αδερφό μου από μένα.

Κλείνετε τα μάτια σας συχνά όποτε παίζετε κιθάρα;

Πολλές φορές… Οταν φιλάς μια γυναίκα δεν τη φιλάς με ανοιχτά, αλλά με κλειστά μάτια. Είναι καθαρά ερωτική η σχέση αυτή κι εγώ όποτε παίζω κιθάρα χάνομαι κατά το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου.

Δεν σας ρώτησα τυχαία. Οταν σας βλέπω στη σκηνή έχω την αίσθηση ότι κλείνετε τα μάτια και βυθίζεστε σε ένα δικό σας κόσμο.

Κανείς δεν κλείνει τα μάτια για να τον δει το κοινό ότι και καλά «ζει» το κομμάτι. Είναι μια πλάνη αυτή. Είναι σαν να σου λένε να κλάψεις για να προκαλέσεις το κοινό κι έχεις ένα κρεμμυδάκι στην τσέπη που θα σου προξενήσει κρυφά το δάκρυ. Εγώ κλείνω τα μάτια όταν θέλω να μπω στα ενδότερα της ψυχής και της ερμηνείας μου.

Είστε από αυτούς που πιστεύουν ότι η μουσική έχει πάντα πολιτικό πρόσημο, ακόμη κι αν δεν φαίνεται;

Θυμηθείτε το «Ασμα ηρωικό και πένθιμο για τον χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας» του Ελύτη το 1967, όπου εκτός από τραγούδια είχα γράψει και οργανικά μέρη. Οταν τα έφτιαχνα τα σκεφτόμουν μέσα από το σύνολο της ύπαρξης του «ήρωα» του Ελύτη και θεωρούσα πολιτικό το έργο στο σύνολό του. Ημασταν και στη χούντα, επηρεασμένοι κιόλας από το «Αξιον εστί» του Θεοδωράκη. Οταν δοξάζεις εκείνα τα χρόνια, μέσω του αλβανικού έπους βέβαια, τον πόθο για την ελευθερία, είσαι αυτομάτως πολιτικά κινούμενος. Σήμερα βέβαια είμαστε ελεύθεροι, αλλά και λίγη ακόμη ελευθερία καλό θα μας έκανε. Η ελευθερία ποτέ δεν παίρνει τελεία. Θέλουμε περισσότερο χώρο έκφρασης ή να καταργηθούν κάποια πράγματα. Εγώ, ας πούμε, θέλω να καταργηθούν οι παρελάσεις, οι οποίες με βάζουν σε ένα μιλιταριστικό κλίμα που με στενοχωρεί αφάνταστα. Είναι μια δική μου επιθυμία –και όχι μόνο– και παλεύω για να καταργηθούν. Πώς παλεύω; Συζητώντας το τώρα σε μια συνέντευξη, καταγράφοντάς το σε ένα άρθρο μου. Περισσότερες ελευθερίες ώστε να μπορώ να συναναστρέφομαι έναν πρόσφυγα, που άλλοι δεν το επιθυμούν κι έχω να πολεμήσω και μ’ αυτούς. Το ίδιο συμβαίνει και με τα θρησκευτικά ζητήματα, ακόμη και με τα ερωτικά τα δικά μου, όσο δηλαδή ακόμη νιώθω την ερωτική επιθυμία…

Μια που το θίγετε σήμερα ρισκάρει κανείς για έναν έρωτα; Ο Μπιζέ στην «Κάρμεν» χαρακτηρίζει τον έρωτα απόλυτη επαναστατική πράξη.

Οταν εγώ ομιλώ περί έρωτος δεν περιορίζω τη συζήτηση σε μία γυναίκα αποκλειστικά. Δηλώνω ερωτευμένος με τα έγχορδα όργανα και κάθε φορά που τα ακούω μου δημιουργούν ένα κάψιμο στα σωθικά, όπως θα ’βλεπα μια γυναίκα και θα την ερωτευόμουν. Διαφορετικό το ένα από τ’ άλλο, το καταλαβαίνω, αλλά κι αυτό είναι μια μορφή έρωτα. Εγώ τώρα, 72 χρόνων, δεν έχω και τα περιθώρια να παίξω με έναν έρωτα-πρόσωπο, μια γυναίκα.

Τι μένει τελικά, κ. Μαυρουδή; Υπάρχει περίπτωση να θεωρηθεί ξεπερασμένο ό,τι αφήνει πίσω του ο καθένας;

Γιατί να το θεωρήσουμε ξεπερασμένο; Γιατί να απαξιώσω όλα όσα μου άρεσαν, αφού μ’ αυτά μεγάλωσα, ανδρώθηκα ή με βοήθησαν στη δημιουργική μου πορεία; Η αξία ενός παλιότερου βιβλίου που κάποτε μου άρεσε ενώ σήμερα δεν διαβάζεται δεν έχει καμία σημασία. Κρατώ το ότι κάποτε στήριξα πάνω του ιδέες και απόψεις και εξάλλου ανήκω στους ανθρώπους που δημοσιοποιούν τη σκέψη τους και τα δημιουργήματά τους. Είμαι συνεχώς εκτεθειμένος κι έχω ένα τεράστιο αρχείο, πράγματα δηλαδή που μπορεί να αφορούν μόνο εμένα και κανέναν ακροατή. Δεν μπορείς να μη συγκρουστείς με το παρελθόν, αλλά διαφορετικά θα ήμασταν άλλοι άνθρωποι.

Στο ταξίδι της ζωής και της μουσικής γνωρίσατε καλλιτέχνες των οποίων η προσωπικότητα σας απογοήτευσε;

Υπήρξε τραυματική συναναστροφή με σπουδαιότατους συνθέτες. Δεν διστάζω να πω και όνομα και θα πάω σε έναν άνθρωπο που τον έχω σαν ιερό τοτέμ: Μάνος Χατζιδάκις. Τα τραγούδια του με θέλγουν και με λιώνουν κάθε φορά που τα ακούω, αλλά όταν τον είχα γνωρίσει και ξενυχτάγαμε με απογοήτευσε η «αυλή» που ήθελε να ’χει γύρω του, με ανθρώπους οι οποίοι δεν στέκονταν καθόλου στο δικό του επίπεδο. Αυτό που λέω μπορεί να το καταλάβει μόνο ένας που γνώριζε τον Χατζιδάκι εκείνα τα χρόνια.

Συμμετείχατε στην ηχογράφηση της «Αθανασίας». Αληθεύει ότι το κομμάτι «Τσάμικος» γράφτηκε επιτόπου στο στούντιο;

Ο Χατζιδάκις δεν είχε ετοιμάσει το τραγούδι και μας είπε εκείνη την ώρα: «Θέλω να κάνω ένα τσάμικο, εκεί με πάνε οι στίχοι του Γκάτσου». Ερχόταν τελευταίος στο στούντιο, γιατί κοιμόταν ως αργά, αλλά εμάς δεν μας ένοιαζε, αφού είχε κανονίσει να πληρωνόμαστε με την ώρα. Οσο πιο πολύ αργούσε τόσο πιο πολλά χρήματα βγάζαμε. Οταν ήρθε εκείνη τη μέρα, λοιπόν, του είπε ο Ροδουσάκης: «Μαέστρο μου, τώρα θα το φτιάξεις το τραγούδι;». «Μα ναι» λέει, «θέλω να φτιάξω μια εισαγωγή πρώτα» κι έτσι φτιάχτηκε το κομμάτι μέσα σε λίγα λεπτά.

Η υψηλή τέχνη παράγεται μέσα από οδυνηρά συναισθήματα;

Παίζει ένα ρόλο το υπερβατικό βίωμα. Μακριά από μας, πεθαίνει το παιδί σου! Αυτός είναι ο απόλυτος βαθμός δυστυχίας. Συγκλονίζεσαι, ματώνεσαι, καταρρέεις. Ανήκω στη μεταπολεμική γενιά, άρχισα δηλαδή να γράφω τη δεκαετία του ’60. Από το ’45 έως το ’60 ήμουν 15 ετών. Ημουν δύο τριών ετών παιδί όταν υπήρξε Εμφύλιος στην Ελλάδα. Τα δύο πρώτα χρόνια της ζωής μου ήμουν έγκλειστος μαζί με τη μάνα μου, αφού τη συνέλαβαν έγκυο και τη φυλάκισαν με συνοπτικές διαδικασίες στις φυλακές Αβέρωφ.

Κι αυτό δεν έχει εγγραφεί μέσα σας, λέτε;

Δεν ξέρω… Πάντως το ότι δεν έζησα πόλεμο το είπα για να καταλήξω στο ότι έγραψα αντιπολεμικά τραγούδια. Και στους δίσκους της Αρλέτας και παλιότερα με τον συγχωρεμένο Αλέξη Γεωργίου. Τραγούδια για τον Μπελογιάννη, λόγου χάρη, που προήλθαν από έμμεσο βίωμα.