«Νόμπερ» – Το πρωτότυπο μυθιστόρημα του Όσιν Φέιγκαν

«Νόμπερ» – Το πρωτότυπο μυθιστόρημα του Όσιν Φέιγκαν

Ένα απ’ τα πιο πρωτότυπα ιρλανδικά μυθιστορήματα  των τελευταίων πολλών ετών σύμφωνα με το «Dublin Review of Books» είναι το μυθιστόρημα του Όσιν Φέιγκαν «Νόμπερ» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Δώμα σε μετάφραση της Μαργαρίτας Ζαχαριάδου. 

Στο Νόμπερ έχει πέσει πανούκλα. Τους κατοίκους τούς έχουν κλείσει στα σπίτια τους, να πεθάνουν, μόνοι, για το καλό τους. Το τέλος των ημερών είναι εδώ. Όμως ο Όσπρεϋ ντε Φλουνκλ ονειρεύεται τους ερχόμενους αιώνες να ψάλλουν το όνομά του. Το Νόμπερ δεν είναι η κόλαση: είναι ο θάνατος σαν θέατρο και σαν κωμωδία. 

Ακολουθεί απόσπασμα από το βιβλίο

Κάνει τη φωνή του πιο ψιλή ώστε να ακουστεί μακρύτερα, όπως έχει μάθει στη θρησκευτική του εκπαίδευση, και απευθύνεται στο χωριό: «Νομπεριανοί, όσοι έχετε απομείνει, σας λέω ότι τα έχετε πάει περίφημα και πρέπει να συνεχίσετε λίγο ακόμα. Όσοι από εσάς υποφέρατε, σας λέω ότι ήταν αγαθό το μαρτύριό σας και ότι υποφέρατε για χάρη του πλησίον σας. Και ότι πρέπει να υποφέρετε λίγο ακόμα. Η απαγόρευση κυκλοφορίας θα συνεχιστεί τουλάχιστον άλλη μια μέρα, οπότε κουκουλωθείτε στο κρεβάτι σας και συνεχίστε να προσεύχεστε. Αυτό που ζητάει από σας ο Θεός είναι δύσκολο, αλλά γι’ αυτό ακριβώς σας το ζητάει, διότι το βάθος των δεινών σας είναι το μέτρο της αξίας της ψυχής σας, και τι σημασία έχει κάτι τόσο ασήμαντο μπροστά στην αιωνιότητα; Θα μου έκανε πολύ μεγάλη εντύπωση αν οποιοδήποτε άλλο χωριό σε τούτο το νησί ήταν τόσο…»

Σταματάει· ξάφνου έχει μια επιφοίτηση, μια από εκείνες τις ανεπιθύμητες εμπνεύσεις των μεθυσμένων, και συνειδητοποιεί ότι κατά πάσα πιθανότητα δεν τον ακούει κανείς· και ίσως ποτέ δεν μπορούσαν να τον ακούσουν. Από τη μέρα που ήρθε, απευθύνει κάθε μέρα διάγγελμα στο χωριό, αλλά απόκριση δεν έχει λάβει ποτέ, κι εάν υπήρχε καμιά, σίγουρα θα την έκανε να σιγήσει. Συνθέτω μονολόγους προς ένα βουβό πλήθος, σκέφτεται, χύνω μονολόγους στο κενό, κηρύττω στους νεκρούς. Όλο αυτό είναι χάσιμο χρόνου. Πρέπει να ήταν πάνω από εκατό άνθρωποι εδώ πέρα όταν πρωτοήρθε, και τώρα θά ’χουν απομείνει το πολύ εξήντα. Φθίνουν, σκέφτεται, και μαζί τους φθίνουν και οι ικανότητές μου, θαρρείς και οι δυνάμεις όλων μας είναι συνδεδεμένες. «Αν έχετε στο σπίτι σας αργαλειό, καλά θα κάνετε να δουλεύετε» φωνάζει.

«Αν έχετε στο σπίτι σας πηλό, να φτιάχνετε πράγματα. Η δουλειά κρατά πιο πολύ απ’ τον άνθρωπο που την κάνει. Είναι η παρακαταθήκη που αφήνουμε στα…»

Ετοιμάζεται να πει «παιδιά μας» αλλά το κόβει απότομα· τα παιδιά τους είναι πιθανότατα νεκρά, και καλό θα ήταν να μην τους βάζει να πολυσκέφτονται μια επερχόμενη γενιά που δεν θα έρθει ποτέ. Είναι λάθος στρατηγική. Βουτάει στο μυαλό του και ψάχνει άλλον τρόπο να συνεχίσει.

Τους χωριάτες, είχε πει ο ντε Φόντροϋ, είναι αδύνατο να τους πείσεις, αλλά, για τον ίδιο ακριβώς λόγο, είναι εύκολο να τους χειραγωγήσεις· κι ενώ οι πλούσιοι είναι ακόμα πιο εύκολο να σπάσουν γιατί πιστεύουν στην κολακεία, εδώ δεν έχει απομείνει κανένας πλούσιος για να τον κολακέψει. Άρα, καταλήγει ο άντρας, η συνετή λύση είναι να επιβάλεις το φόβο.

«Δύο πράγματα υπάρχουν μόνο» φωνάζει τεντώνοντας δύο δάχτυλα προς τον άδειο δρόμο. «Η αρρώστια και οι Κέλτες· και είναι εδώ και τα δύο, αόρατα ανάμεσά μας, περιμένουν να μας βρουν αδύναμους. Ζέχνουν θάνατο, γιατί θάνατο φέρνουν. Τους μυρίζω τώρα δα. Δεν νιώθετε κι εσείς αυτό το κάψιμο στα ρουθούνια; Είναι ο Κέλτης, είναι η αρρώστια· είναι ο διάβολος στις παρυφές του χωριού, που αψηφά τα όρια της ζωής μας, που μας καταβάλλει. Αλλά όλα τα χωριά το έχουν αυτό. Υπάρχει χωριό που δεν είναι καταδικασμένο; Όλες οι μανάδες κλαίνε. Όλα τα παιδιά πεινάνε, εσείς όμως έχετε κι άλλα δύο πράγματα που οι άλλοι δεν έχουν».

Υψώνει τέσσερα δάχτυλα στον ουρανό.

«Έχετε εμένα, κι έχετε και την απαγόρευση κυκλοφορίας που εγώ σας έδωσα» φωνάζει. «Εγώ θα σταματήσω τους Κέλτες και η απαγόρευση κυκλοφορίας θα σταματήσει την αρρώστια, αλλά θέλει λίγο χρόνο. Ξέρω πως λαχταράτε δικαιοσύνη, άμεση δικαιοσύνη, γιατί είστε άνθρωποι δίκαιοι, μα τούτη είναι η εβδόμη ημέρα, και την ημέρα την εβδόμη ο Θεός ξεκουράστηκε, οπότε ποιος επέβλεπε την επικράτειά του την ημέρα εκείνη; Μήπως βασίλευε ο διάβολος εκείνη την ημέρα; Όχι, δεν βασίλευε ο διάβολος αλλά ο επιστάτης. Κι αυτός ο επιστάτης είμαι εγώ. Είμαι ο επιστάτης σας· τίποτε παραπάνω. Δεν έχετε παπά, δεν έχετε κοινοτάρχη. Ο χωροφύλακας τό ’σκασε· ο βασιλιάς ο ίδιος έχει λυγίσει κάτω απ’ το βάρος της αβουλίας, της πλεονεξίας, της λαγνείας του, αλλά εσείς έχετε εμένα. Είμαι εδώ για σας. Είμαι δικός σας».

Πίσω του, ακούει τον Κόλκα να σέρνει πτώματα έξω από το σιδεράδικο. Ο βαρύς, υπόκωφος ήχος τους τον κάνει να χάσει πάλι τον ειρμό της σκέψης του. 

Documento Newsletter