Ο Γιον Φόσε ταξίδευε με το αυτοκίνητό του όταν χτύπησε το τηλέφωνό του και άκουσε ότι κέρδισε το φετινό Νόμπελ Λογοτεχνίας. Νόμιζε ότι ήταν φάρσα και περίμενε να περάσει η ώρα ώστε να δει στην τηλεόραση την επίσημη ανακοίνωση για να πειστεί. Κι άλλες φορές έχουμε διαβάσει για παρόμοιες αντιδράσεις. Ποιος ξεχνά αυτή μιας άλλης νικήτριας, της Ντόρις Λέσινγκ, το 2007; Δημοσιογράφοι και κάμερες είχαν πάρει θέση έξω από το σπίτι της για μια δήλωση, αλλά αυτή δεν γνώριζε ότι μόλις είχε βραβευτεί με Νόμπελ. Εφτασε με ταξί επιστρέφοντας από τα ψώνια και τους βρήκε να την περιμένουν. Μόλις το έμαθε αναφώνησε απλώς «Oh, Christ!» και γύρισε να πληρώσει τον οδηγό. Κι αυτή ήταν ίσως η πιο κουλ αντίδραση βραβευμένου που έχει υπάρξει ποτέ.
Ο Νορβηγός συγγραφέας και φετινός νικητής θεωρούνταν εδώ και χρόνια από τους επικρατέστερους υποψήφιους για το Νόμπελ, το οποίο όπως φαίνεται και με την περσινή βράβευση της Γαλλίδας Ανί Ερνό επέστρεψε στην Ευρώπη, ικανοποιώντας όσους θεωρούν ότι η υψηλή λογοτεχνία είναι αποκλειστικό προνόμιο της Δύσης. Το Νόμπελ, σύμφωνα με την ανακοίνωση της Βασιλικής Σουηδικής Ακαδημίας Επιστημών, απονεμήθηκε στον Φόσε «για τα καινοτόμα θεατρικά του έργα και την πεζογραφία που δίνουν φωνή στο ανείπωτο». Στην επίσημη ανακοίνωση την περασμένη Πέμπτη 5 Οκτωβρίου και στο σκεπτικό της Ακαδημίας έγινε ειδική μνεία στη ζεστασιά που διαθέτει η πρόζα του και ακούστηκαν πολλά. Κρατήσαμε το παρακάτω: «Αν και ο Φόσε συμμερίζεται τον πεσιμισμό προκατόχων του, το συγγραφικό του όραμα δεν καταλήγει στον μηδενισμό ή στην περιφρόνηση».
«Ο Μπέκετ του 21ού αιώνα»
Ενα από τα σημαντικότερα χαρακτηριστικά της γραφής του είναι ότι αφήνει να διαφανεί η μεγάλη του αγάπη για τον άνθρωπο. Ο Φόσε δεν χρησιμοποιεί την πένα του για να γίνει ο αυστηρός θεός-κριτής. Αντιθέτως, στέκεται στο πλευρό των ηρώων του, συγχωρεί τα μικρά και τα μεγάλα ελαττώματά τους, νοιάζεται γι’ αυτούς με τρόπο βαθιά ανθρώπινο. Και αυτό λειτουργεί ως υπενθύμιση για την ουσία των πραγμάτων.
Γεννημένος το 1959 στο Χάουγκεσουντ της δυτικής Νορβηγίας, θεωρείται από τους πιο ιδιοφυείς ανθρώπους της εποχής μας, με τεράστιο σε όγκο και αξία έργο. Στις τέσσερις παραγωγικότατες δεκαετίες που ασχολείται με τη συγγραφή έχει δώσει πληθώρα θεατρικών έργων, μυθιστορημάτων, ποιητικών συλλογών, δοκιμίων, παιδικών βιβλίων και μεταφράσεων.
Εχει χαρακτηριστεί ανανεωτής της νορβηγικής δραματουργίας, συγκαταλέγεται ανάμεσα στους πιο σημαντικούς θεατρικούς συγγραφείς παγκοσμίως και είναι ο δεύτερος πιο πολυπαιγμένος Νορβηγός συγγραφέας μετά τον Ιψεν. Ισως ο πιο κολακευτικός τίτλος που του έχει αποδοθεί είναι «ο Μπέκετ του 21ου αιώνα». Εχουν ανεβάσει έργα του οι Τόμας Οστερμάγερ, Κλοντ Ρεζί, Πατρίς Σερό, ενώ τα βιβλία του έχουν μεταφραστεί σε περισσότερες από πενήντα γλώσσες.
Στο ελληνικό θεατρικό κοινό έγινε ευρέως γνωστός μέσα από τα τρία έργα του («Τόσο όμορφα», «Παραλλαγές θανάτου», «Κάποιος θα έρθει») που έχει ανεβάσει ο Γιάννης Χουβαρδάς. Ο σκηνοθέτης γοητεύτηκε τόσο από το έργο του Φόσε ώστε να κάνει ο ίδιος τη μετάφραση τού «Τόσο όμορφα».
Γράφω σημαίνει ακούω
Για την έμπνευση και τη διαδικασία της συγγραφής είχε μιλήσει στο περιοδικό «New Yorker»: «Γράφω ό,τι ακούω. Αλλά δεν βλέπω. Δεν φαντάζομαι. Και δεν ξέρω από πού προέρχεται όλο αυτό. Φυσικά, είναι δικό μου. Είναι η γλώσσα μου και χρησιμοποιώ ως υλικό κάτι για το οποίο γνωρίζω […] Η λογική του κειμένου δημιουργεί αυτό που θα μπορούσα να ονομάσω φόρμα. Στη φόρμα ανήκει το περιεχόμενο και για κάθε νέο κείμενο πρέπει να δημιουργείς νέα φόρμα. Αυτή συνδέεται σε μεγάλο βαθμό με αυτό που θα μπορούσα να ονομάσω σύμπαν. Δημιουργώ ένα σύμπαν. Ας πούμε ότι η “Επταλογία” είναι ένα σύμπαν. Η “Τριλογία” είναι ένα άλλο σύμπαν».
Στα ελληνικά έχουν κυκλοφορήσει τα θεατρικά του:
«Τρία έργα: Παραλλαγές θανάτου – Κάποιος θα ’ρθει – Κοιμήσου γλυκό μου παιδάκι», εκδ. Αγρα, μτφρ. Κατερίνας Σαρροπούλου.
«Και δεν θα χωρίσουμε ποτέ», εκδ. Μνήμη-Εταιρεία Θεάτρου, μτφρ. Ζήση Σαρίκα.
«Χειμώνας», εκδ. Ανατολικός, μτφρ. Ελένη Σταυροπούλου, Garras, Liv Nilsen.
«Τόσο όμορφα», εκδ. Νεφέλη, μτφρ., Γιάννης Χουβαρδάς.
Και το μυθιστόρημά του «Αλλο όνομα – Επταλογία Ι-ΙΙ», εκδ. Gutenberg, μτφρ. Σωτήρη Σουλιώτη.