Η νομοθετική πρωτοβουλία του ΥΠΠΟ βρίσκει σύμφωνους τους ανθρώπους της μουσικής, αλλά προκαλεί τις έντονες αντιδράσεις των εργαζόμενων στον οπτικοακουστικό τομέα. Το Documento τούς δίνει τον λόγο.
Η πλειονότητα των μουσικών δημιουργών στηρίζει τη νομοθετική πρωτοβουλία της υπουργού Πολιτισμού Λίνας Μενδώνη «Μέτρα για τη διαφύλαξη και την ανάδειξη της άυλης πολιτιστικής κληρονομιάς, την προστασία και ενίσχυση του ελληνόφωνου τραγουδιού και της ορχηστρικής μουσικής απόδοσης του ελληνόφωνου τραγουδιού, όπως και την προστασία και διάχυση της ελληνικής γλώσσας». Το νομοσχέδιο που αναρτήθηκε στο opengov για δημόσια διαβούλευση μέχρι τις 14 Μαρτίου έχει προκαλέσει ήδη μεγάλο ενδιαφέρον, αφού θεσμοθετείται για πρώτη φορά εθνική ποσόστωση στο ρεπερτόριο ραδιοφωνικών σταθμών (αρ. 7) και στην εκτέλεση ελληνόφωνων έργων σε κοινόχρηστους χώρους ξενοδοχείων (αρ. 8), εμπορικών κέντρων (αρ. 9), καζίνων (αρ. 10) και στις αίθουσες αναμονής αεροδρομίων και λιμανιών (αρ.11).
Οι οργανισμοί συλλογικής διαχείρισης πνευματικών δικαιωμάτων (ΕΔΕΜ και Αυτοδιαχείριση) αντέδρασαν θετικά, θεωρώντας το ένα πρώτο σοβαρό βήμα στήριξης της ελληνικής μουσικής και των καλλιτεχνών του κλάδου, ωστόσο ορισμένες διατάξεις –και κυρίως ο όρος «ελληνόφωνο τραγούδι»– διχάζουν αρκετούς αποδέκτες δημιουργώντας νέα προβλήματα.
Η σύγχυση και οι αντιδράσεις
Οπως εύστοχα επισήμανε με ανακοίνωσή της η τομεάρχης Πολιτισμού του ΣΥΡΙΖΑ – ΠΣ Κυριακή Μάλαμα, «ο όρος “ελληνόφωνο τραγούδι” εδράζεται σε εσφαλμένη και πολύ περιοριστική βάση», αφήνοντας απέξω «το σύνολο της ελληνικής ορχηστρικής μουσικής, την ελληνική ροκ, την ελληνική τζαζ», ενώ κάλεσε το υπουργείο να «εστιάσει στα ελληνικά μουσικά έργα». Γιατί παρά την πρόθεσή του να ενισχύσει την άυλη πολιτιστική μας κληρονομιά και την ελληνική γλώσσα, είναι παράλογο να μη θεωρούνται «ελληνόφωνο τραγούδι» τα ορχηστρικά του Χατζιδάκι…
Αμεση ήταν επίσης η αρνητική αντίδραση των ξενοδόχων, οι οποίοι δεν είδαν με καθόλου καλό μάτι την υποχρεωτική εκτέλεση ελληνόφωνων τραγουδιών στους κοινόχρηστους χώρους τους σε ποσοστό που δεν μπορεί να είναι κατώτερο του 45% του συνόλου των εκτελούμενων έργων (αρ. 8 ). Η Ενωση Ξενοδόχων Αθηνών έκανε λόγο για «ρυθμίσεις που παραπέμπουν… σε άλλες εποχές», επισημαίνοντας ότι «δεν συνάδουν με το πλαίσιο αρχών και αξιών μιας σύγχρονης φιλελεύθερης ευρωπαϊκής δημοκρατίας», όπως και η Πανελλήνια Ομοσπονδία Ξενοδόχων που μίλησε επίσης για «κρατικό παρεμβατισμό στην ελεύθερη αγορά».
Σε αντίθεση με την υποχρεωτικότητα της υψηλής ποσόστωσης στους παραπάνω χώρους, το υπουργείο επέλεξε να θεσμοθετήσει κίνητρα για τους ραδιοφωνικούς σταθμούς. Ετσι, όσο αυξάνεται το ποσοστό μετάδοσης ελληνόφωνων τραγουδιών τόσο περισσότερος είναι και ο επιτρεπόμενος χρόνος μετάδοσης διαφημιστικών μηνυμάτων από τον σταθμό (αρ. 7).
Και σε αυτήν τη ρύθμιση υπάρχουν ωστόσο ενστάσεις, παρά το γεγονός ότι η ποσόστωση είναι θεσμοθετημένη σε πολλές χώρες παγκοσμίως, με τον αντίλογο να εστιάζει κυρίως στο ότι τα εμπορικά κριτήρια σε ένα δημόσιο αγαθό, όπως είναι οι ραδιοφωνικές συχνότητες, θα λειτουργήσουν τελικά εις βάρος της προστασίας των ακροατών.
Υπονόμευση της καλλιτεχνικής ελευθερίας
Σύσσωμος ο κόσμος του κινηματογράφου και της οπτικοακουστικής παραγωγής αντέδρασε στο άρθρο 12 του σ/ν που επιχειρεί διά μέσου της μουσικής να καθορίσει την αισθητική των ταινιών και γενικότερα των οπτικοακουστικών έργων, υπονομεύοντας τελικά την ίδια την έννοια της καλλιτεχνικής ελευθερίας.
Συγκεκριμένα αναφέρει ότι οπτικοακουστικές παραγωγές και κινηματογραφικές ταινίες οι οποίες χρηματοδοτούνται με οποιονδήποτε τρόπο από τον δημόσιο τομέα (ΕΚΚ, ΕΚΟΜΕ, ΕΡΤ) υποχρεούνται να ενσωματώνουν ελληνόφωνα τραγούδια ή ορχηστρική μουσική απόδοση ελληνόφωνου τραγουδιού σε ελάχιστο ποσοστό εβδομήντα τοις εκατό (70%) του συνόλου της μουσικής επένδυσης της παραγωγής ή της ταινίας. Το εν λόγω άρθρο μεταφράζεται, ακόμη και από τον πιο καλοπροαίρετο, σε πρόθεση παρέμβασης στην καλλιτεχνική δημιουργία, αφού η μουσική είναι ένας από τους βασικούς πυλώνες της δημιουργίας στο σινεμά και δεν είναι ανεξάρτητη από την ιστορία και τους ήρωές της.
Επίσης, το άρ. 12 δείχνει την άγνοια του νομοθέτη, αφού αγνοεί μια βασική συνθήκη του κινηματογράφου, ότι συνήθως περιέχει πρωτότυπη σύνθεση ορχηστρικής μουσικής – το λεγόμενο film score. Και για να δώσουμε ένα τρανταχτό και οικείο σε όλους παράδειγμα, οι ορχηστρικές μουσικές της Ελένης Καραΐνδρου για ολόκληρο το σινεμά του Θόδωρου Αγγελόπουλου δεν πληρούν τις προϋποθέσεις του άρ. 12. Ας δώσουμε κι ένα υποθετικό παράδειγμα. Εάν ο ήρωας μιας ελληνικής ταινίας είναι μουσικός της τζαζ, με τι μουσική θα επενδυθεί η ταινία; Γιατί η τζαζ ελληνόφωνη σίγουρα δεν είναι. Ελληνική ναι, φυσικά και υπάρχει. Χωρίς στίχους όμως, προφανώς.
Ο Σύνδεσμος Ανεξάρτητων Παραγωγών Οπτικοακουστικών Εργων (ΣΑΠΟΕ) στην ανακοίνωσή του καταγγέλλει ότι «η προτεινόμενη διάταξη παραπέμπει σε άλλες εποχές ή κοινωνικούς σχηματισμούς, όπου το πατερναλιστικό ή αυταρχικό κράτος είχε λόγο για την καλλιτεχνική δημιουργία, αξιολογώντας την αξία της πνευματικής δημιουργίας και συγκαθορίζοντας την τελική μορφή της».
Φοίβος Δεληβοριάς, τραγουδοποιός
«Σε σωστή κατεύθυνση αυτό που επιχειρεί το ΥΠΠΟ»
Το ότι αντιλαμβανόμαστε τους εαυτούς μας μόνο ως μεταπράτες και παθητικούς ακροατές και όχι ως δημιουργούς είναι μέρος του επαρχιακού συμπλέγματος απ’ το οποίο αυτοκαταστροφικά πάσχουμε. Συντάσσομαι με τους συναδέλφους της ΕΔΕΜ, της Αυτοδιαχείρισης αλλά και των σωματείων μας στη θετική ανάγνωση των περισσότερων μέτρων και –ενώ δεν είχαμε δυστυχώς αποφύγει στο παρελθόν συγκρούσεις με την υπουργό– θεωρώ πως αυτό που τώρα επιχειρεί το υπουργείο είναι σε σωστή κατεύθυνση και δεν πρέπει να φοβηθεί τις διάφορες μερίδες συμφερόντων που έχουν οδηγήσει τη μουσική παραγωγή σε ανυπαρξία και μαρασμό. Αλλωστε το ζητούμενο δεν είναι επιχορηγήσεις (θυμίζω πως είμαστε ο μόνος καλλιτεχνικός κλάδος που δεν βοηθήθηκε στην πανδημία) καλά ρυθμισμένο πλαίσιο ώστε να «επιχειρούμε» ζητάμε εδώ και δεκαετίες. Τα κίνητρα σε κάθε χώρο ανεβάζουν και την ποιότητα των έργων, οι μελετητές της ιστορίας της δημοφιλούς μουσικής το γνωρίζουν. Τώρα αν το νομοσχέδιο έχει ατέλειες ή υπερβολές (βρήκα κι εγώ διάφορες), ας διορθωθούν στη διαβούλευση. Θα μου άρεσε π.χ. να υπάρχει κίνητρο για τις παραγωγές των νέων, να μην αποκλείεται δε και μια καλή αγγλόφωνη ελληνική παραγωγή από τις προτάσεις προς εκείνα τα ραδιόφωνα που παίζουν κατά κύριο λόγο ξένη μουσική. Και να συζητηθεί με τους σκηνοθέτες το άρθρο 12, γιατί εκεί υπάρχει θέμα καλλιτεχνικής βούλησης του εκάστοτε σκηνοθέτη. Θα περιμένω τις παρατηρήσεις και τις βελτιώσεις που θα προτείνουν οι εκλεγμένοι στα ΔΣ των οργανισμών και των σωματείων συνάδελφοι και οι νομικοί και εύχομαι από καρδιάς να προχωρήσει και να είναι σωστά ρυθμισμένο και δίκαιο – όχι για μας, για την επόμενη γενιά δημιουργών.
Παναγιώτης Καλαντζόπουλος, συνθέτης (μέλος της Αυτοδιαχείρισης, πρώην μέλος της ΕΔΕΜ)
«Ηρθε ο καιρός να γίνει κάτι για το τραγούδι»
Μάρκος Χολέβας, πρόεδρος του Ελληνικού κέντρου Κινηματογράφου
«Δεν λαμβάνονται υπόψη οι ιδιαιτερότητες της κινηματογραφικής μουσικής»
Η υπουργός Λίνα Μενδώνη, βέβαια, αποσαφήνισε σε ραδιοφωνική συνέντευξή της ότι δεν θα επηρεαστούν από τη νομοθετική αυτή ρύθμιση τα χρηματοδοτικά προγράμματα του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου.
Στο άρθρο 12 του προς διαβούλευση νομοσχεδίου δεν λαμβάνονται υπόψη οι ιδιαιτερότητες της κινηματογραφικής μουσικής, οι οποίες την έχουν αναδείξει και καταξιώσει ως ένα ξεχωριστό είδος που διδάσκεται σε πανεπιστήμια και ωδεία.
Η μουσική αυτή αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του ηχητικού σχεδιασμού (sound desing) της κινηματογραφικής ταινίας ή του οπτικοακουστικού έργου και είναι κυρίως πρωτότυπη και ορχηστρική. Σε κάθε περίπτωση, η σύνθεση αυτή στο σύνολό της ακολουθεί τις επιταγές της αφήγησης που καθορίζονται από τον σκηνοθέτη για να φέρουν το επιθυμητό αποτέλεσμα.
Ενίοτε μπορεί να ζητηθεί από τον συνθέτη να γράψει τραγούδια για τις ανάγκες της ταινίας – παράδειγμα η περίπτωση του Χατζηδάκι που τιμήθηκε με Οσκαρ για το τραγούδι του «Τα παιδιά του Πειραιά» στην ταινία «Ποτέ την Κυριακή» του Ζυλ Ντασέν. Πάντως τα τραγούδια αποτελούν πολύ μικρό μέρος του συνόλου της μουσικής επένδυσης στον κινηματογράφο. Επομένως δεν είναι δυνατή η προστασία του ελληνόφωνου τραγουδιού μέσα από την επιβολή της χρήσης του στα κινηματογραφικά και οπτικοακουστικά έργα. Ακόμη και το περίφημο συρτάκι του Θεοδωράκη στον «Ζορμπά», που έγινε κάτι σαν μουσικό σήμα κατατεθέν της χώρας μας, είναι πρωτότυπη ορχηστρική δημιουργία για την ταινία.
Η εφαρμογή του άρθρου 12 είναι αδύνατη, επίσης, γιατί ορισμένα ευρωπαϊκά προγράμματα, όπως το ταμείο Eurimages, απαιτούν από τα έργα που αιτούνται χρηματοδότηση να έχουν ήδη εξασφαλίσει ενίσχυση από δημόσιο φορέα της χώρας τους.
Λευτέρης Χαρίτος, σκηνοθέτης, πρόεδρος της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου
«Είναι εντελώς παράλογο και αντισυνταγματικό»