Νομοσχέδιο «ομερτά» για τις παρακολουθήσεις

Νομοσχέδιο «ομερτά» για τις παρακολουθήσεις

Με τεχνάσματα ρίχνουν μαύρο σε ΑΔΑΕ και πολίτες για να μην πληγούν η ΕΥΠ και το επιτελικό παρακράτος

«Η κυβέρνηση θα προχωρήσει στην καθολική απαγόρευση της εμπορίας τους, πράξη που θα καταστήσει την Ελλάδα την πρώτη χώρα στην Ευρώπη που θα απαγορεύεται η κυκλοφορία κακόβουλων λογισμικών». Με αυτήν τη φράση ο κυβερνητικός εκπρόσωπος δεσμευόταν για την πρόθεση της κυβέρνησης να νομοθετήσει την απαγόρευση κυκλοφορίας κακόβουλων λογισμικών παρακολούθησης τύπου Predator. Ο Γιάννης Οικονόμου και όσοι –του πρωθυπουργού συμπεριλαμβανομένου– επανέλαβαν τα παραπάνω πουλούσαν φύκια για μεταξωτές κορδέλες. Το νομοσχέδιο που πράγματι τέθηκε σε δημόσια διαβούλευση για ελάχιστες ημέρες σε σχέση με τη σοβαρότητά του (μόλις μέχρι την προσεχή Τρίτη) δεν αποτελεί εχέγγυο για την ασφάλεια των επικοινωνιών, αλλά αντιθέτως μνημείο συσκότισης του τετελεσμένου σκανδάλου των υποκλοπών και εξασφάλισης ασυλίας σε όσους μελλοντικά ενδεχομένως επιχειρήσουν κάτι παρόμοιο.

Ενδεικτικό άλλωστε των προθέσεων της κυβέρνησης για περαιτέρω συγκάλυψη της υπόθεσης που πλήττει βάναυσα τα θεμέλια της δημοκρατίας είναι το γεγονός ότι για τη σύνταξη του προχειρογραμμένου –σύμφωνα με έγκριτους καθηγητές συνταγματικού δικαίου σχεδίου– νόμου («πόνημα επιμελούς μεν, απρόσεκτου δε μεταπτυχιακού φοιτητή» το χαρακτήρισε από τον τηλεοπτικό αέρα του Kontra Channel o συνταγματολόγος Ακρίτας Καϊδατζής) δεν ζητήθηκε έστω η γνώμη του κατά τον νόμο αρμόδιου, δηλαδή της Αρχής Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών (ΑΔΑΕ). Η ανεξάρτητη αρχή εξέδωσε μάλιστα και σχετική ανακοίνωση, σύμφωνα με την οποία «παρά την κεφαλαιώδη σημασία του περιεχομένου του νομοσχεδίου, παρά το γεγονός ότι το ίδιο το Σύνταγμα προβλέπει ως εγγύηση για τη διασφάλιση του απορρήτου των επικοινωνιών την ΑΔΑΕ και, τέλος, παρά τα όσα συνέβησαν τους τελευταίους μήνες, η Αρχή ουδέποτε ενημερώθηκε αρμοδίως, ούτε ζητήθηκε με θεσμικά πρέποντα τρόπο η διατύπωση της γνώμης της».

Εχει γίνει πρωτοφανής λαθροχειρία

Το γεγονός ωστόσο ότι τεχνηέντως παραλείφθηκε η άποψη της ΑΔΑΕ δεν αποτελεί παρά ένα μόνο από τα πολλά στοιχεία που καταδεικνύουν ότι πρόθεση της κυβέρνησης δεν είναι να νομοθετήσει υπέρ της διαφάνειας αλλά το ακριβώς αντίθετο. Είναι χαρακτηριστικό ότι στη λεγόμενη ανάλυση συνεπειών της ρύθμισης, η οποία συνοδεύει το νομοσχέδιο, εντοπίζεται μια πρωτοφανής λαθροχειρία. Στο πολυσέλιδο κείμενο αναφέρεται εντός εισαγωγικών το άρθρο του συντάγματος το οποίο διασφαλίζει με απόλυτο τρόπο το απόρρητο των επικοινωνιών. Παρά το γεγονός όμως ότι θεωρητικά έχει γίνει πιστή αντιγραφή του σχετικού αποσπάσματος, έχει παραληφθεί μια ουσιώδης λέξη. Πρόκειται για τη λέξη «απολύτως». Ενώ δηλαδή το σύνταγμα αναφέρει ρητά ότι «το απόρρητο είναι απολύτως απαραβίαστο», στην αιτιολογική έκθεση του νομοσχεδίου αναφέρεται ότι είναι απλώς απαραβίαστο.

Παρότι η συγκεκριμένη παράλειψη δεν παράγει ενδεχομένως έννομα αποτελέσματα, δεδομένου ότι το σύνταγμα υπερτερεί του νόμου, κανείς δεν μπορεί να φανταστεί ότι η λέξη «απολύτως» παραλείφθηκε τυχαία. Πολλώ δε μάλλον από τη στιγμή που την ευθύνη σύνταξης του σχεδίου νόμου δεν την έχει κάποιος τυχαίος υπουργός αλλά ο καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου Γιώργος Γεραπετρίτης.

Επίφαση νομιμότητας στην αγορά λογισμικών

Στα ιδιαιτέρως ουσιώδη, πάντως, αντί της απαγόρευσης χρήσης κακόβουλων λογισμικών παρακολούθησης, τα οποία ούτως ή άλλως απαγορεύονταν από το 2008, η κυβέρνηση επιλέγει διά του νέου νόμου τη νομιμοποίησή τους, υπό την προϋπόθεση να προμηθεύεται η ΕΥΠ ή άλλη κρατική δομή το εκάστοτε λογισμικό. Με τον τρόπο αυτό όχι απλώς δεν καθίσταται παράνομη η χρήση και εμπορία τέτοιων λογισμικών, αλλά νομιμοποιείται το κράτος να τα προμηθεύεται και να τα χρησιμοποιεί κατά το δοκούν και πιθανόν αδιαφανώς. Να κάνει δηλαδή ό,τι ακριβώς και τώρα, απλώς με επίφαση νομιμότητας.

Διεύρυνση των κατηγοριών εγκλημάτων

Παράλληλα, όπως επισήμαναν στο Documento νομικοί κύκλοι, η κυβέρνηση νομοθετεί και τη διεύρυνση των κατηγοριών εγκλημάτων που μπορεί να ερευνηθούν με άρση απορρήτου. Συγκεκριμένα, ενώ η υφιστάμενη σήμερα νομοθεσία επιτρέπει την άρση για τη διερεύνηση μόνο «ιδιαιτέρως σοβαρών κακουργημάτων» και συγκεκριμένων άλλων, η κυβέρνηση επιλέγει την κατάργηση και αντικατάστασή της, εντάσσοντας στη νέα νομοθεσία σωρεία πλημμεληματικών πράξεων.

Θα μπορούν δηλαδή να παρακολουθούν για ψύλλου πήδημα ή εν πάση περιπτώσει για αδικήματα λιγότερα σοβαρά από εκείνα των οποίων η διερεύνηση πράγματι θα απαιτούσε άρση του απορρήτου των επικοινωνιών.

Αρνούνται την ενημέρωση των παρ ακολουθούμενων

Επιπλέον, παρά τον σάλο που έχει προκληθεί λόγω των παρακολουθήσεων που αποκαλύπτονται, η κυβέρνηση μέσω του νομοσχεδίου που προωθεί προς ψήφιση δίνει μεν τη δυνατότητα σε κάποιον παρακολουθούμενο να ενημερωθεί για την παρακολούθησή του, όμως υπό δύο προϋποθέσεις: πρώτον, θα μπορεί να ενημερωθεί μόνο μετά την πάροδο τριών ετών από τη λήξη της παρακολούθησής του και, δεύτερον, για να γίνει κάτι τέτοιο θα πρέπει να υπογράψουν ο διοικητής της ΕΥΠ, ο αποσπασμένος στις μυστικές υπηρεσίες εισαγγελέας και ο πρόεδρος της ΑΔΑΕ. Επιπλέον, ο ενδιαφερόμενος δεν θα ενημερώνεται για τίποτε περισσότερο από το γεγονός ότι παρακολουθήθηκε. Δεν θα μπορεί δηλαδή να πληροφορηθεί τους λόγους για τους οποίους μπήκε στο στόχαστρο της ΕΥΠ. Φυσικά, η διάταξη δεν διασφαλίζει καν ότι πράγματι ο παρακολουθούμενος θα μπορεί έστω και ύστερα από τρία χρόνια να ενημερωθεί, αφού κάλλιστα κάποιοι από τους τρεις που πρέπει να υπογράψουν θα μπορούν να μην το κάνουν.

Αναφέρεται χαρακτηριστικά στο νομοσχέδιο ότι «μετά την πάροδο τριών ετών από την παύση της ισχύος της εισαγγελικής διάταξης που αφορά άρση του απορρήτου για λόγους εθνικής ασφάλειας, γνωστοποιείται η επιβολή του περιοριστικού μέτρου στον θιγόμενο, υπό την προϋπόθεση ότι δεν διακυβεύεται ο σκοπός για τον οποίο αυτό διατάχθηκε και έπειτα από απόφαση τριμελούς οργάνου.

Στην περίπτωση διενέργειας της άρσης από την ΕΥΠ το όργανο αποτελείται από τον διοικητή της, τον εισαγγελικό λειτουργό της παρ. 3 του άρθρου 5 του ν. 3649/2008 και τον πρόεδρο της ΑΔΑΕ. Το όργανο αποφασίζει κατά πλειοψηφία, χωρίς καταγραφή της τυχόν μειοψηφίας στην απόφαση και χωρίς τήρηση πρακτικών. Στην περίπτωση που αποφασισθεί η ενημέρωση, το καθ’ ου η άρση πρόσωπο ενημερώνεται μόνο για την επιβολή του περιοριστικού μέτρου και για τη διάρκειά του».

Σύμφωνα πάντως με πληροφορίες του Documento, κατά τη συζήτηση του νομοσχεδίου στη Βουλή δεν αποκλείεται ο χρόνος των τριών ετών που προβλέπεται ώστε κάποιος να καταθέσει αίτημα ενημέρωσής του για το κατά πόσο παρακολουθήθηκε να περιοριστεί ακόμη και στον ένα χρόνο, ώστε να καμφθούν και ενδεχόμενες αντιδράσεις του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ.

Είναι φυσικά ιδιαίτερα ενδιαφέρον το γεγονός ότι η διάταξη για την ενημέρωση των παρ ακολουθούμενων, την οποία είχε καταρ- γήσει με τροπολογία της η ΝΔ, δεν έχει αναδρομική ισχύ. Αυτό σημαίνει ότι κανένας απ’ όσους έχουν παρακολουθηθεί από την ΕΥΠ του Κυριάκου Μητσοτάκη μέχρι σήμερα, του Νίκου Ανδρουλάκη συμπεριλαμβανομένου, δεν μπορεί να ενημερωθεί επίσημα.

Κάνουν λάστιχο την εθνική ασφάλεια

Φυσικά ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα του νομοσχεδίου, το οποίο ενδεχομένως εγείρει και ζητήματα αντισυνταγματικότητας του νόμου αν και εφόσον ψηφιστεί ως έχει, είναι ο ορισμός των λόγων εθνικής ασφάλειας για τους οποίους μπορεί κάποιος να παρακολουθηθεί. Σύμφωνα με νομικούς κύκλους, στην πραγματικότητα το νομοσχέδιο μετατρέπει την εξαίρεση σε κανόνα, αφού ως λόγους εθνικής ασφάλειας περιγράφει μια σειρά από πράγματα η ερμηνεία των οποίων είναι ιδιαιτέρως ελαστική. Μεταξύ άλλων προβλέπεται ότι λόγοι εθνικής ασφάλειας είναι και οι λόγοι που περιλαμβάνουν –αορίστως– την προστασία ακόμη και της εθνικής οικονομίας. Θα μπορούσε κανείς να υποθέσει δηλαδή ότι κάποιος καλοθελητής στις μυστικές υπηρεσίες ή ακόμη περισσότερο κάποιος ο οποίος λαμβάνει εντολές από τον πολιτικό του προϊστάμενο θα αποφάσιζε την παρακολούθηση κάποιου για λόγους εθνικής ασφάλειας ακόμη κι αν, για παράδειγμα, έκανε έρευνα για τραπεζικά σκάνδαλα, η οποία από ορισμένους θα ερμηνευόταν ως απειλή για την εθνική οικονομία. Κάτι δηλαδή κάθε άλλο παρά ασύνηθες στην Ελλάδα.

«Λόγοι εθνικής ασφάλειας» αναφέρεται στο σχέδιο νόμου «είναι οι λόγοι που συνάπτονται με την προστασία των βασικών λειτουργιών του κράτους και των θεμελιωδών συμφερόντων του κοινωνικού συνόλου και περιλαμβάνουν την πρόληψη και την καταστολή δραστηριοτήτων ικανών να επιφέρουν πλήγμα στις συνταγματικές, πολιτικές, οικονομικές ή κοινωνικές δομές της χώρας όπως, ιδίως, λόγοι σχετικοί με την εθνική άμυνα, την εξωτερική πολιτική, την ενεργειακή ασφάλεια, την κυβερνοασφάλεια και την προστασία από άλλες υβριδικές απειλές, την προστασία του νομίσματος και της εθνικής οικονομίας, την προστασία από ανθρωπιστική κρίση, τη δημόσια υγεία και την προστασία του περιβάλλοντος».

Είναι πάντως εξαιρετικά ενδιαφέρον το γεγονός ότι το ίδιο το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ), σύμφωνα με έγκριτους νομικούς στους οποίους απευθύνθηκε το Documento, έχει αποφανθεί και μάλιστα επανειλημμένα ότι ο προσδιορισμός των απειλών για την εθνική ασφάλεια δεν πρέπει να είναι αυθαίρετος. Πιο πρόσφατα μάλιστα το ίδιο δικαστήριο έκρινε ότι οι αποφάσεις για απειλές εθνικής ασφάλειας πρέπει να υπόκεινται σε «ουσιαστικό δικαστικό έλεγχο», σύμφωνα με τον οποίο οι αποφάσεις αυτές μπορούν να αμφισβητηθούν από τα άτομα που επηρεάζονται ενώπιον ανεξάρτητου οργάνου επανεξέτασης. Ως εκ τούτου, οι απειλές κατά της εθνικής ασφάλειας πρέπει να είναι αποδεδειγμένες και τα άτομα των οποίων τα δικαιώματα έχουν περιοριστεί για λόγους εθνικής ασφάλειας θα πρέπει να μπορούν να αμφισβητήσουν αυτό το σκεπτικό. Διαφορετικά δεν υπάρχει όριο στην εξουσία του κράτους να περιορίζει τα δικαιώματα εκείνων που αμφισβητούν την ηγεμονία του.

Documento Newsletter