«Ράπισμα» για την κυβέρνηση Μητσοτάκη συνιστά η έκθεση της Επιστημονικής Υπηρεσίας της Βουλής για το νομοσχέδιο για τις παρακολουθήσεις, που δόθηκε στη δημοσιότητα λίγες ώρες πριν τη συζήτηση στη Βουλή. Ειδικότερα, εκφράζονται σοβαρές επιφυλάξεις ενώ όσον αφορά την τριετία που ορίζεται με το νομοσχέδιο ως ο χρόνος μετά τον οποίο μπορεί να ενημερωθεί ο παρακολουθούμενος, επισημαίνει πως δεν φαίνεται συμβατή με την νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.
Δείτε επίσης: Βουλή – Νομοσχέδιο ΕΥΠ: Η ώρα απολογίας του Μητσοτάκη για τις παρακολουθήσεις (LIVE)
Η έκθεση – «χαστούκι» της Επιστημονικής Υπηρεσίας της Βουλής έρχεται μετά από τα «ραπίσματα» εντός και εκτός συνόρων ενώ τελευταίο «χτύπημα» έρχεται και από το Human Rights Watch που σε νέα έκθεσή του το χαρακτηρίζει «προβληματικό».
Στο μεταξύ, στο κείμενο δώδεκα σελίδων διατυπώνονται σοβαρές ενστάσεις ενώ σαφής είναι η αιχμή και για το ότι δεν θα γνωστοποιείται ο λόγος της άρσης απορρήτου.
«Δεν είναι σαφές µε ποιο τρόπο η γνωστοποίηση του γεγονότος της άρσης του απορρήτου, χωρίς οποιαδήποτε αναφορά στον λόγο που την υπαγόρευσε, συµβάλλει στην αποτελεσµατική προστασία των θιγοµένων. Όπως έχει διευκρινίσει το ΕΔΔΑ, η εκ των υστέρων ενηµέρωση είναι αναπόσπαστα συνδεδεµένη µε την αποτελεσµατικότητα των µέσων προστασίας ενώπιον δικαστηρίων (ο.π., σκ. 234). Εν προκειµένω, θα µπορούσε η αρµόδια Αρχή να εκτιµά αν η γνωστοποίηση του λόγου θα έθετε σε κίνδυνο την εθνική ασφάλεια» επισημαίνεται.
Ακόμα, θέτουν το ερώτηµα αν η άρση του απορρήτου της προσωπικής επικοινωνίας βουλευτή συνιστά περιορισµό του προσώπου του βουλευτή κατά την έννοια του άρθρου 62 Σ. «Υπό την εκδοχή ότι η άρση του απορρήτου, αφ’ εαυτής, δεν συνιστά τέτοιον περιορισµό, τότε δεν απαιτείται άδεια της Βουλής κατά το άρθρο 62 Σ, πλην όµως, απαιτείται, αφενός, η άρση του απορρήτου να µην ανάγεται ούτε να θίγει την άσκηση των βουλευτικών καθηκόντων και την πρόσβαση στις συναρτώµενες µε την άσκηση των βουλευτικών καθηκόντων πληροφορίες (άρθρο 61Σ), αφετέρου η συνδροµή αποχρώντος λόγου βάσει συγκεκριµένων στοιχείων, ώστε να διασφαλίζεται ότι δεν επιχειρείται εκ πλαγίου επέµβαση στην ελευθερία γνώµης και ψήφου του βουλευτή. Την εν λόγω συνταγµατική απαίτηση εξειδικεύει η προτεινόµενη διάταξη, αφενός, ορίζοντας ότι το αίτηµα πρέπει να στηρίζεται σε συγκεκριµένα στοιχεία που καθιστούν άµεση και εξαιρετικά πιθανή τη διακινδύνευση της εθνικής ασφάλειας και, αφετέρου, θέτοντας τη διαδικαστική προϋπόθεση της προηγούµενης άδειας του Προέδρου της Βουλής. Αντίστοιχος προβληµατισµός ανακύπτει και για την περίπτωση του Προέδρου της Δηµοκρατίας, υπό το φως της ειδικής ρύθµισης του άρθρου 49 του Συντάγµατος».