Νομικός γολγοθάς για την πληροφοριοδότρια της δολοφονημένης δημοσιογράφου Γκαλίζια

Νομικός γολγοθάς για την πληροφοριοδότρια της δολοφονημένης δημοσιογράφου Γκαλίζια

Δεν έχει τέλος η περιπέτεια της Μαρίας Εφίμοβα και του συζύγου της, Παντελή Βαρνάβα, για τον οποίο το Συμβούλιο Εφετών Ανατολικής Κρήτης θα κρίνει την ερχόμενη Παρασκευή αν θα εκδοθεί ή όχι στην Κύπρο, βάσει εντάλματος σύλληψης που εκκρεμεί για το πρόσωπό του. Ένα ένταλμα σύλληψης που έχει ταυτόσημες κατηγορίες με το αντίστοιχο ένταλμα σύλληψης που είχε εκδοθεί εις βάρος της Μαρίας Εφίμοβα από την Κύπρο, αλλά το οποίο ακυρώθηκε από την Interpol. Πρόκειται για γεγονός που όπως επεσήμανε σε δηλώσεις που παραχώρησε στο documentonews.gr η συνήγορος του ζεύγους, Εύα Αμπάζη, οφείλεται στο ότι «η Interpol στην πραγματικότητα επιβεβαίωσε ότι πρόκειται για φτιαχτές κατηγορίες».

Η Μαρία Εφίμοβα έγινε γνωστή σε όλο τον κόσμο, όταν τα στοιχεία της ταυτότητάς της, διέρρευσαν από την εισαγγελία της Μάλτας, όπου είχε πάει να καταθέσει. Η Μαρία Εφίμοβα εργαζόταν μέχρι τον Μάρτιο του 2016 –για περίπου δυόμιση μήνες-, στην Pilatus Bank στη Μάλτα. Πρόκειται για την τράπεζα που βρέθηκε στο επίκεντρο των ερευνών, έπειτα από τη δολοφονία της μαλτέζας δημοσιογράφου, Ντάφνι Καρουάνα Γκαλίτσια, η οποία υποψιαζόταν πως η συγκεκριμένη τράπεζα λειτουργούσε ως βιτρίνα για το αζέρικο μαύρο χρήμα.

Μάλιστα, η δολοφονηθείσα δημοσιογράφος είχε αποκαλύψει ότι το 60% του κεφαλαίου της τράπεζας προερχόταν από το Αζερμπαϊτζάν, ενώ η σύζυγος του πρωθυπουργού της Μάλτας φερόταν να είχε πάρει μέσω εταιρείας-βιτρίνας στον Παναμά 1 εκατ. δολάρια από τους Αζέρους. Η Εφίμοβα αρχικά εργάστηκε ως βοηθός του πρόεδρου της τράπεζας Αλί Σαντρ Χασεμί Νετζάντ. Πρόκειται για το πρόσωπο το οποίο συνελήφθη στις ΗΠΑ με την κατηγορία ότι προσπάθησε να μεταφέρει σε αμερικανικές τράπεζες περί τα 115 εκατ. δολάρια, γεγονός που παραβίασε το οικονομικό εμπάργκο κατά της Τεχεράνης. Το ποσό αυτό σύμφωνα με δημοσιεύματα φερόταν να είχε εισπραχθεί στο πλαίσιο συμφωνίας του Ιράν με τη Βενεζουέλα για την κατασκευή 7.000 εργατικών κατοικιών στη λατινοαμερικανική χώρα. Μολονότι, ο Σαντρ Χασεμί Νετζάντ κηρύχθηκε ένοχος στη δίκη, οι κατηγορίες εξέπεσαν στο εφετείο. Τον Νοέμβριο του 2018 η άδεια της τράπεζας ανακλήθηκε από την Κεντρική Ευρωπαϊκή Τράπεζα, γεγονός για το οποίο η Pilatus Bank έχει προσφύγει στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο.

Η Μαρία Εφίμοβα υπήρξε πληροφοριοδότης της Γκαλίτσια, καθώς η διαφθορά που εντόπισε ότι συνέβαινε στην τράπεζα, φέρεται πως άγγιζε σημαντικά πολιτικά πρόσωπα της Μάλτας. Έπειτα από τη δολοφονία της Γκαλίτσια και τη δημοσιοποίηση των στοιχείων της, η Μαρία Εφίμοβα ενεπλάκη σε μια υπόθεση που θυμίζει σενάριο πολιτικού και κατασκοπικού θρίλερ. Εναντίον της εκδόθηκαν δύο εντάλματα σύλληψης τα οποία εκδόθηκαν το 2017 από τις αρχές της Μάλτας. Το πρώτο εκδόθηκε στις 30 Οκτωβρίου 2017 και αφορούσε υπεξαίρεση, παράνομη απόκτηση περιουσίας, διακεκριμένη κλοπή, απάτη ή κατασκευή ψευδών στοιχείων για την καταδίκη άλλου προσώπου και παραβίαση περιοριστικών όρων. Το δεύτερο ένταλμα εκδόθηκε στις 10 Νοεμβρίου 2017 και αφορούσε. δημιουργία ψευδών στοιχείων για την καταδίκη άλλου προσώπου, ψευδή κατηγορία κατά άλλου προσώπου και καταστροφή φήμης άλλου προσώπου. Τον Ιούνιο του 2018 ο Άρειος Πάγος έλαβε την απόφαση να μην εκδοθεί η Μαρία Εφίμοβα στη Μάλτα.

Η υπόθεση όμως συνεχίστηκε, αφού τον περασμένο Νοέμβριο, ο σύζυγός της Μαρίας Εφίμοβα, Παντελής Βαρνάβας, συνελήφθη, επειδή εκκρεμούσε ένταλμα σύλληψής του από την Κύπρο. Οι κατηγορίες εναντίον του είναι όμοιες με όμοιες με αυτές που αντιμετώπιζε η Μαρία Εφίμοβα, βάσει εντάλματος σύλληψής του που είχε εκδοθεί στο παρελθόν από την Κύπρο. Το συγκεκριμένο ένταλμα σύλληψης ακυρώθηκε από την Interpol, επειδή κρίθηκε ότι είχε εκδοθεί για πολιτικούς λόγους.

«Πολιτική δίωξη για λόγους εκδίκησης»

«Αυτή τη στιγμή» , όπως επεσήμανε στο documentonews.gr η Εύα Αμπάζη, «ο Παντελής Βαρνάβας είναι ελεύθερος, δεν έχει κρατηθεί. Θα ζητήσουμε αναβολή, καθώς έχει προηγηθεί αίτηση από εμάς προς την Interpol για ακύρωση του εντάλματος σύλληψης εξαιτίας πολιτικών σκοπιμοτήτων. Η αίτηση έγινε κατ’ αρχήν δεκτή και η Interpol θα προβεί σε εξέταση του αιτήματός μας στο επόμενο χρονικό διάστημα. Οπότε θα αιτηθούμε από το ελληνικό δικαστήριο να αναβάλει την εκδίκαση μέχρι να εκδοθεί η απόφαση της Interpol, γιατί θεωρούμε ότι όλη η δίωξη είναι πολιτική και γίνεται για λόγους εκδίκησης και πίεσης της Εφίμοβα, με δεδομένο άλλωστε ότι δεν μπόρεσαν να χτυπήσουν την ίδια, καθώς έχει ακυρωθεί το δικό της ένταλμα σύλληψης –με παρόμοιο κατηγορητήριο-, από την Interpol».

Βάσει του επίμαχου εντάλματος σύλληψης, «οι δύο πρώτες κατηγορίες αφορούν αποκλειστικά τον κ. Βαρνάβα, αλλά οι υπόλοιπες οφείλονται στο ότι διατηρούσε κοινούς τραπεζικούς λογαριασμούς με τη σύζυγό του και δήθεν είχε προσπορίσει παράνομο περιουσιακό όφελος. Άλλωστε, οι δυο κατηγορίες που τον διαφοροποιούν, συνιστούν πλημμελήματα κι αυτό σημαίνει όχι έκδοση. Παράλληλα, επειδή ο κ. Βαρνάβας έχει διπλή υπηκοότητα, αν το ελληνικό δικαστήριο κρίνει ότι έχει λόγο να συζητήσει αυτά τα δύο πλημμελήματα, να το κάνει στην Ελλάδα».

Η ακύρωση του όμοιου κυπριακού εντάλματος σύλληψης  κατά της Μαρίας Εφίμοβα,  «στηριζόταν στο σκεπτικό ότι η δίωξη που επιδιώκει το κράτος, δεν οφείλεται σε κάποια δική της ποινική έκνομη ενέργεια, αλλά εκπορεύεται από πολιτικές σκοπιμότητες. Αυτό ανέφερε η απόφαση επί της ακύρωσης του εντάλματος σύλληψης της Μαρίας Εφίμοβα με τις ίδιες κατηγορίες από το κυπριακό κράτος. H ΙNTERPOL το ακύρωσε γιατί θεώρησε ότι υπάρχουν πολιτικές σκοπιμότητες λόγω των πραγμάτων που είχε καταθέσει ως δημόσιος μάρτυρας. Στην ουσία επιβεβαίωσε ότι πρόκειται για φτιαχτές κατηγορίες».

«Τρομοκράτηση και για όποιον άλλον καταθέσει»

Παράλληλα η κ. Αμπάζη αναφέρθηκε στο γεγονός ότι «εμείς στείλαμε τα αποδεικτικά έγγραφα στην Interpol για να εξετάσει το αίτημά μας. Η Interpol δεν τα παρέλαβε ποτέ, αν και στην ιστοσελίδα της εταιρείας κούριερ που έστειλε τα επίμαχα έγγραφα, φαινόταν ότι η Interpol τα είχε παραλάβει. Επειδή περνούσε παραπάνω από ένας μήνας και δεν είχαμε λάβει κάποια απάντηση, επικοινωνήσαμε με την Interpol προκειμένου να επιβεβαιώσουμε ότι έλαβε τα έγγραφα. Μας είπαν ότι δεν είχαν λάβει τίποτα. Έπειτα από δύο ημέρες έρευνας, ανακαλύψαμε ότι τα έγγραφα όντως είχαν κλαπεί, αφού είχε γίνει σχετική καταγγελία στις γαλλικές αρχές, Δεν θέλουμε να κάνουμε σενάρια συνωμοσίας, μπορεί να ήταν και σύμπτωση, αλλά δεν μπορώ να εξηγήσω γιατί η μηνύματα που μας στέλνει η Interpol, τόσο σε εμένα, όσο και στον κ. Βαρνάβα, δεν τα λαμβάνουμε και πρέπει να επικοινωνήσουμε με την Interpol για να μας τα επαναπροωθήσουν. Μπορεί όντως να πρόκειται για συμπτώσεις, αλλά μετά από 2-3 συμπτώσεις αρχίζει και γίνεται περίεργο».

Αναφορικά με την ψυχολογική κατάσταση της Μαρίας Εφίμοβα και του Παντελή Βαρνάβα, η Εύα Αμπάζη σχολίασε ότι «ζουν σε ένα μόνιμο φόβο και τρόμο. Πίστευαν ότι αυτή η ιστορία είχε τελειώσει το 2018. Ότι τουλάχιστον θα μπορούσαν να είναι ασφαλείς στην Ελλάδα. Ωστόσο βλέπουμε ότι αυτό δεν έχει συμβεί, αφού ακόμα υπάρχουν διώξεις που εκπορεύονται από το γεγονός ότι η Μαρία Εφίμοβα είναι δημόσιος κατήγορος. Και το πρόβλημα είναι ότι δεν είναι δημόσιος μάρτυρας. Κατήγγειλε η κοπέλα πράγματα τα οποία συνιστούν διαφθορά για το κράτος της Μάλτας και τα οποία συντάραξαν συθέμελα ολόκληρη την Ευρώπη και την επόμενη ημέρα και την επόμενη ημέρα όλος ο κόσμος έμαθε τα στοιχεία της ταυτότητάς της, τα οποία διέρρευσαν από την εισαγγελία της Μάλτας. Είναι ένας ατέρμονος πόλεμος με μεγάλα συμφέροντα. Η Μαρία είναι εξειδικευμένη σε ζητήματα διαφθοράς και κανονιστικής συμμόρφωσης των τραπεζών και λόγω αυτών των γνώσεών της, μπόρεσε να καταλάβει τι γίνεται στην τράπεζα και να προχωρήσει σε καταγγελίες. Τα όσα υφίσταται γι’ αυτή της την πράξη, πρόκειται στην ουσία για ένα τρόπο τρομοκράτησης και για όποιον άλλον δημόσιο μάρτυρα πρόκειται να καταθέσει πράγματα. Του δείχνουν τον δρόμο να μην το κάνει, τον παραδειγματίζουν τι θα του συμβεί αν προβεί σε δημόσιες κατηγορίες».

Άλλωστε, η Μαρία Εφίμοβα και ο Παντελής Βαρνάβας, «δεν έχουν καταστεί μάρτυρες δημοσίου συμφέροντος. Ενώ η Μάλτα έχει ενσωματώσει στο δίκαιό της την ευρωπαϊκή οδηγία για τους whistleblowers, δεν έχει θεωρήσει την Εφίμοβα ως προστατευόμενη μάρτυρα». Παράλληλα, η Εύα Αμπάζη σχολίασε ότι «δεν μας εκπλήσσει ότι γίνεται στην Κύπρο και τη Μάλτα η δίωξη, γιατί τα δύο κράτη είναι γνωστά ως παράδεισοι ξεπλύματος βρώμικου χρήματος των μεγάλων συμφερόντων των ολιγαρχών. Οι σχέσεις και οι συνδέσεις των δυο χωρών μπορούν με μια απλή έρευνα να βρεθούν προς αυτή την κατεύθυνση και στη μια και στην άλλη χώρα».

Documento Newsletter