Η κατ’ αναλογίαν εφαρμογή στις δηλώσεις πόθεν έσχες των φορολογικών διατάξεων που ορίζουν ότι οι εν διαστάσει σύζυγοι υποβάλλουν ξεχωριστή φορολογική δήλωση καταργεί τον σκοπό της ρύθμισης. Καταργεί το ζητούμενο, που είναι η εξασφάλιση πλήρους ελέγχου του τρόπου απόκτησης των περιουσιακών στοιχείων όλων των υπόχρεων σε δήλωση πόθεν έσχες.
Αυτό εκτιμούν τέσσερις επιφανείς νομικοί στους οποίους, με βάση «νομική ερμηνεία» της Επιτροπής Ελέγχου Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης περί «κατ’ αναλογίαν» εφαρμογής, θέσαμε το πολύ απλό και ξεκάθαρο ερώτημα: Εάν οι φορολογικές ρυθμίσεις μπορούν να έχουν εφαρμογή στη νομοθεσία περί πόθεν έσχες· σε έναν διαφορετικό δηλαδή νόμο, που υπηρετεί έναν τελείως διαφορετικό σκοπό. Ο οποίος, όπως πιστεύουν οι ερωτώμενοι, με το «μόρφωμα» της «κατ’ αναλογίαν» εφαρμογής των εν λόγω διατάξεων που επιστρατεύτηκαν για την κάλυψη «νομοθετικού κενού», «ανατρέπεται και καταργείται με τη δημιουργία εξαιρέσεων από τον έλεγχο».
Ιωάννης Μαντζουράνης
Δικηγόρος
«Εύλογη εντύπωση ότι εξυπηρετούνται σκοπιμότητες»
Το γεγονός ότι η λέξη «νόμιμον» είναι καρκινική και διαβάζεται το ίδιο και από την αρχή και από το τέλος συχνά επικαλούνται όσοι υποστηρίζουν ότι η ερμηνεία και εφαρμογή των κανόνων του δικαίου είναι σε τελική ανάλυση ζήτημα προσώπων. Και αυτό γιατί, στο πλαίσιο ενός συγκεκριμένου συσχετισμού ισχύος κοινωνικοπολιτικών δυνάμεων, διαφορετικά πρόσωπα ερμηνεύουν και εφαρμόζουν τους κανόνες δικαίου με διαφορετικό τρόπο και συχνά καταλήγουν σε εκ διαμέτρου αντίθετες απόψεις και θέσεις, ανάλογα και με τις ιδεολογικές, θεωρητικές και πολιτικές αφετηρίες του εκάστοτε ερμηνευτή και εφαρμοστή των κανόνων δικαίου, χωρίς να παραβλέπεται και η τοποθέτησή του στο πεδίο της σύγκρουσης ή σύγκλισης ατομικών και γενικών συμφερόντων, που είτε εκπροσωπεί είτε υιοθετεί είτε ταυτίζεται με αυτά.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο είναι προφανές ότι οι εκάστοτε ερμηνευτές και εφαρμοστές των κανόνων δικαίου έχουν μεγάλα περιθώρια κίνησης, που συχνά γίνονται εκτεταμένα πεδία αυθαιρεσίας όταν προκύπτουν κενά νόμου, τα οποία επιχειρείται να ξεπεραστούν με επίκληση γενικών αρχών του δικαίου όπως η αναλογία, η επιείκεια κ.λπ., που η εξειδίκευσή τους παρέχει πολλές ευκαιρίες για να γίνει το δίκαιο εργαλείο εξυπηρέτησης συμφερόντων. Εκεί και τότε το ανεξάρτητον των δικανικών κρίσεων συγχέεται σκοπίμως με το ανεξέλεγκτον αυτών.
Στη συγκεκριμένη περίπτωση, όπου –κατά τον έλεγχο του πόθεν έσχες των υπόχρεων πολιτικών, δικαστικών, δημοσιογράφων και λοιπών προσώπων– γίνεται χρήση γενικών αρχών του δικαίου, όπως λ.χ. είναι η αναλογικότητα, για να δικαιολογηθεί η προσφυγή σε κανόνες της φορολογικής νομοθεσίας, που ρυθμίζουν βιοτικές σχέσεις άλλου είδους και εξυπηρετούν άλλες ανάγκες και σκοπούς, πρέπει να συνεκτιμάται η βούληση του ιστορικού νομοθέτη και το αντικειμενικό νόημα του νόμου, να γίνεται χρήση των γενικών αρχών με εξαιρετική φειδώ και μόνο όταν δεν υπάρχει άλλη λύση, γιατί άλλως εύλογα δημιουργείται η εντύπωση ότι εξυπηρετούνται σκοπιμότητες και δικαιολογείται το υπό του Σόλωνος λεχθέν ότι στον ιστό της αράχνης εγκλωβίζονται μόνο τα μικρά και αδύναμα έντομα γιατί τα ισχυρά διαπερνούν ανενόχλητα.
Θεόδωρος Μαντάς
Δικηγόρος, υποψήφιος πρόεδρος ΔΣΑ
«Σύγχυση φορολογικής νομοθεσίας με τη δήλωση περιουσιακής κατάστασης»
Με το άρθρο 1 του ν. 3213/2003, όπως ισχύει σήμερα, προβλέπονται περιοριστικά στον νόμο οι υπόχρεοι σε δήλωση πόθεν έσχες αλλά και οι σύζυγοί τους καθώς και τα ανήλικα τέκνα τους. Οπως γνωρίζουμε, ο νόμος αυτός κατατείνει στον έλεγχο της περιουσιακής κατάστασης των πολιτικών προσώπων, των κρατικών λειτουργών και όσων υπαλλήλων ο κύκλος των αρμοδιοτήτων τους σχετίζεται με τη διαχείριση δημόσιου χρήματος, των δικαστικών λειτουργών και των ιδιοκτητών μέσων μαζικής ενημέρωσης, με στόχο την ενίσχυση της διαφάνειας και την ενδυνάμωση της δημοκρατίας. Προκειμένου μάλιστα ο έλεγχος αυτός να είναι πιο αξιόπιστος και αποτελεσματικός, ο νομοθέτης όρισε ότι πέρα από τα πρόσωπα που διακρίνονται με μία από τις παραπάνω ιδιότητες, υποχρεούνται σε δήλωση πόθεν έσχες και οι σύζυγοί τους, καθώς και τα ανήλικα τέκνα τους.
Δυστυχώς, σήμερα ελλοχεύει ο κίνδυνος κατάργησης της αξιόπιστης δήλωσης πόθεν έσχες και επαύξησης της παράνομης διαχείρισης δημόσιου χρήματος. Συγκεκριμένα, γίνεται ολοένα πιο έντονη προσπάθεια να ταυτιστεί η υποβολή σε δήλωση πόθεν έσχες με τη φορολογία εισοδήματος κάθε φυσικού και νομικού προσώπου, κυρίως σε ζευγάρια.
Η φορολογία είναι η επιβολή υποχρεωτικών φόρων υπέρ του κράτους. Τα κρατικά έσοδα μέσω των υποχρεωτικών φόρων των φυσικών προσώπων (πολιτών) και των νομικών προσώπων αποτελούν στη σύγχρονη οικονομία τη σημαντικότερη πηγή των δημόσιων εσόδων. Ο φορολογικός νομοθέτης αξιώνει την κοινή δήλωση συζύγων ώστε να διευκολύνεται αφενός ο θεσμός της οικογένειας με την υποβολή μίας φορολογικής δήλωσης και αφετέρου ο έλεγχος της φορολογικής αρχής επί των δηλωθέντων εισοδημάτων και περιουσιακών στοιχείων.
Αντιθέτως, η υποβολή σε δήλωση πόθεν έσχες έχει αποκλειστικό στόχο όχι μόνο την αποτύπωση της τρέχουσας περιουσιακής κατάστασης του ελεγχόμενου, αλλά κυρίως τη διαπίστωση της πηγής προέλευσης των χρημάτων που διατίθενται για την απόκτηση των περιουσιακών στοιχείων. Ως γνωστόν, ένα ζευγάρι παντρεμένο υποβάλλει κοινή φορολογική δήλωση σχετικά με τα εισοδήματα του προηγούμενου έτους και τους φόρους που αναλογούν και στους δύο. Κι ενώ όσον αφορά την περίπτωση της διάστασης ενός ζευγαριού ο νόμος προβλέπει ότι μπορούν να υποβάλουν ξεχωριστή φορολογική δήλωση καταθέτοντας απλώς μία υπεύθυνη δήλωση στην οικονομική διεύθυνση (εφορία) στην οποία υπάγονται, η τυχόν εφαρμογή της ίδιας διαδικασίας και στην υποβολή δήλωσης πόθεν έσχες ενός ζευγαριού που βρίσκεται σε εικονική πολύ συχνά διάσταση (χωρίς να έχουν καν ολοκληρωθεί οι διαδικασίες διαζυγίου με την έκδοση αμετάκλητης δικαστικής απόφασης) ενδέχεται να γίνει το μέσο στην προσπάθεια απόκρυψης εισοδημάτων, οδηγώντας έτσι στην απουσία διαφάνειας από αυτή την τόσο σημαντική διαδικασία.
Η αναγωγή του ελέγχου της δήλωσης πόθεν έσχες για τους συζύγους και τα ανήλικα τέκνα των εκ του νόμου υπόχρεων υπαγορεύτηκε από την ανάγκη ενδυνάμωσης της ελεγκτικής διαδικασίας. Οι συναλλαγές όπως και οι νέες μορφές οικονομικών δραστηριοτήτων (όπως η συμμετοχή σε εξωχώριες εταιρείες) αναπτύσσονται καθημερινά με αλματώδεις ρυθμούς, γεγονός το οποίο καθιστά απαραίτητη την αυστηροποίηση του ελέγχου της προέλευσης των χρημάτων για τις κατηγορίες που προβλέπονται αποκλειστικά στον νόμο, αλλά και τους συζύγους και τα ανήλικα τέκνα τους. Αντιθέτως πρέπει, σύμφωνα με τον νόμο, να ελέγχονται μέσω της υποχρεωτικής δήλωσης πόθεν έσχες και οι σύζυγοι των υπόχρεων, προκειμένου να αποφευχθεί η κατάργηση της διαφάνειας στις οικονομικές συναλλαγές μιας ομάδας ατόμων που σχετίζονται με τη διαχείριση δημόσιου χρήματος. Με άλλα λόγια, δεν θα πρέπει να συγχέεται και να εφαρμόζεται αναλογικά η φορολογική νομοθεσία που ισχύει για κάθε πολίτη με τη δήλωση περιουσιακής κατάστασης των από τον νόμο αποκλειστικά προβλεπόμενων υπόχρεων. Μια τέτοια σύγχυση θα άνοιγε την κερκόπορτα για την περαιτέρω κατασπατάληση δημόσιου χρήματος.
Ιπποκράτης Μυλωνάς
Δ.Ν., δικηγόρος
«Οδηγεί στην κατάφωρη παραβίαση του πόθεν έσχες»
Η Επιτροπή Ελέγχου Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης της Βουλής δέχθηκε ότι υπάρχει νομοθετικό κενό και έκρινε ότι αυτό θα καλυφθεί με αναλογική εφαρμογή εκείνων των φορολογικών διατάξεων που ορίζουν ότι οι εν διαστάσει σύζυγοι υποβάλλουν ξεχωριστή φορολογική δήλωση. Ομως αυτή η απόφαση της επιτροπής είναι ελλιπής και αναιτιολόγητη, αφού ουδόλως εξηγεί σε τι συνίσταται η επικαλούμενη αναλογία, η οποία στην πραγματικότητα δεν υπάρχει.
Υποστηρίζω ότι η ανωτέρω άποψη της επιτροπής της Βουλής είναι εσφαλμένη για τους εξής λόγους:
Αναλογική εφαρμογή είναι δυνατή όταν έχουμε παρόμοιες περιπτώσεις και όταν υπηρετείται παρόμοιος νομοθετικός σκοπός. Τίποτε από τα δύο δεν συμβαίνει στην παρούσα υπόθεση. Ειδικότερα: δεν υπάρχουν παρόμοιες περιπτώσεις, αφού η γενική ρύθμιση των φορολογικών διατάξεων αφορά τον τρόπο υποβολής φορολογικής δήλωσης από τους συζύγους, είτε είναι σε διάσταση είτε όχι, ενώ η ειδική ρύθμιση αφορά το διαφορετικό ζήτημα του ποιος είναι υπόχρεος για υποβολή δήλωσης πόθεν έσχες.
Ο νομοθετικός σκοπός δεν υπηρετείται αλλά καταργείται, αφού η γενική ρύθμιση των φορολογικών διατάξεων ορίζει μεν έναν ειδικό τρόπο υποβολής φορολογικής δήλωσης των εν διαστάσει συζύγων, αλλά υπηρετεί τον βασικό σκοπό εξασφάλισης πλήρους ελέγχου όλων των φορολογικών υπόχρεων, οι οποίοι υποβάλλουν φορολογική δήλωση. Ωστόσο αν υιοθετηθεί η υποτιθέμενη «αναλογική» εφαρμογή, όχι μόνο δεν υπηρετείται ο σκοπός εξασφάλισης πλήρους ελέγχου όλων των υπόχρεων σε δήλωση πόθεν έσχες, αλλά, αντιθέτως, ανατρέπεται και καταργείται αυτός ο σκοπός, με τη δημιουργία εξαιρέσεων από τον έλεγχο οι οποίες δεν προβλέπονται στον νόμο.
Τονίζω ότι οι γενικές φορολογικές ρυθμίσεις ορίζουν τρόπο υποβολής δήλωσης υλοποιώντας τον σκοπό ελέγχου όλων των φορολογουμένων.
Για το διαφορετικό ζήτημα του προσδιορισμού των ατόμων που υποχρεούνται σε υποβολή δήλωσης πόθεν έσχες δεν υπάρχει αναλογία. Αντιθέτως, η επίκληση «αναλογίας» οδηγεί ευθέως στην ανατροπή του νομοθετικού σκοπού εξασφάλισης πλήρους ελέγχου του πόθεν έσχες, με αποτέλεσμα να παραβιάζεται κατάφωρα η ισχύουσα νομοθεσία για το πόθεν έσχες.
Ανδρέας Δημητρόπουλος
Καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου Νομικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών
«Παράθυρο για καταστρατήγηση του νόμου»
Η διάταξη αυτή του φορολογικού νόμου δεν πρέπει να εφαρμοστεί κατ’ αναλογία και στο πόθεν έσχες, διότι οι διατάξεις που αφορούν το πόθεν έσχες συνιστούν ειδικό καθεστώς και κυρίως διότι η εφαρμογή αυτή θα δημιουργούσε παράθυρο για την καταστρατήγηση του γράμματος και του πνεύματος της όλης περί πόθεν έσχες ρύθμισης. Ετσι θα παρέχεται σε οποιονδήποτε η ευκαιρία να αποφύγει τις ρυθμίσεις προκειμένου να ωφεληθεί.