Νίκος Ξυδάκης: «Νιώθω ότι θέλω να γράφω και να λέω πιο λίγα» [Συνέντευξη]

Νίκος Ξυδάκης: «Νιώθω ότι θέλω να γράφω και να λέω πιο λίγα» [Συνέντευξη]
Νίκος Ξυδάκης (Φωτογραφία: Τατιάνα Μπόλαρη, Eurokinissi)

Ο συνθέτης Νίκος Ξυδάκης μιλάει στο Documento και την Αφροδίτη Ερμίδη με αφορμή το νέο του τραγούδι που κυκλοφορεί σε ψηφιακή μορφή από το Ogdoo Music Group

 

Το νέο τραγούδι του Νίκου Ξυδάκη µε τίτλο «Μην το ξεχάσεις το φιλί» σε στίχους του Κώστα Φασουλά, που µόλις κυκλοφόρησε, στάθηκε η αφορµή για να συναντήσω τον συνθέτη που ναι µεν χαρακτηρίστηκε από την «Εκδίκηση της γυφτιάς» αλλά συνέχισε ακολουθώντας µια πορεία ιδιαίτερη, δίνοντας το ποιητικό στίγµα του στο σύγχρονο ελληνικό τραγούδι.

Μιλήστε µας για το νέο σας τραγούδι «Μην το ξεχάσεις το φιλί».

Ο φίλος Κώστας Φασουλάς µε πήρε µες στη µαύρη νύχτα και µου είπε: «Εχω γράψει ένα τραγούδι και νοµίζω ότι είναι για σένα και θα το γράψεις καλά». «Ελπίζω!» του απάντησα. Ξέρετε, καµιά φορά το τραγούδι έχει το καλό ότι βγαίνει σχεδόν µε αυτοµατισµό εάν το γράψεις πάρα πολύ γρήγορα. Εγώ τουλάχιστον κάνω αυτό το τεστ, είναι µια θετική λειτουργία. Αυτό δεν σηµαίνει ότι δεν έχει κόπο, απλώς ο κόπος έχει προηγηθεί. ∆ηλαδή υπάρχει µια συναισθηµατική φόρτιση η οποία ξεσπάει τη στιγµή που έχεις µπροστά σου ένα κείµενο, έναν στίχο, ένα ποίηµα που αντιλαµβάνεσαι ότι σε συγκινεί ιδιαίτερα. Οχι ως επαγγελµατία αλλά ως άνθρωπο· είναι κάτι πιο προσωπικό και βαθύ.

Νίκος Ξυδάκης συνέντευξη Αφροδίτη Ερμίδη
Νίκος Ξυδάκης- Aφροδίτη Ερμίδη (Φωτογραφία: Τατιάνα Μπόλαρη, Eurokinissi)

Με ποιον τρόπο συνθέτετε;

Μπορεί να συνθέσω στο πιάνο ή να τραγουδήσω µια µελωδία ακόµη και στον δρόµο. Πολλές φορές έχω γράψει έτσι. Στον δρόµο έγραψα το «Σουµιτζού». Ο Μιχάλης Γκανάς µόλις µου είχε δώσει τους στίχους και γυρίζοντας στο σπίτι µου τους διάβαζα. Ωσπου να φτάσω είχα φτιάξει το τραγούδι και ενθουσιασµένος τον πήρα τηλέφωνο και του το τραγούδησα. Είναι γενικώς περίεργη διεργασία. Μου συµβαίνει καµιά φορά να ντυθώ, να φτιαχτώ, να καθίσω στο πιάνο, να έχω µια αίσθηση συνθέτη και δυστυχώς να το ακυρώσω. Και σε µια ανύποπτη στιγµή να δηµιουργηθεί κάτι που εκπλήττει ακόµη και εµένα τον ίδιο.

Οσο περνούν τα χρόνια αλλάζει αυτή η διαδικασία;

Πράγµατι, η «Εκδίκηση της γυφτιάς» γράφτηκε µε τον Μανώλη Ρασούλη µέσα σε τρεις ηµέρες! Οσο περνάει όµως ο χρόνος γίνεται κανείς πιο απαιτητικός από τον εαυτό του. Εγώ τώρα είµαι σε µια στιγµή που νιώθω ότι θέλω να γράφω και να λέω πιο λίγα. Να µειώνω τις νότες που χρησιµοποιώ. Και όπως είχε πει ο ποιητής Νίκος Καββαδίας: “καλύτερα να αναρωτιούνται οι άλλοι γιατί δεν γράφεις, παρά γιατί γράφεις”.

Η εντατική ενασχόλησή σας µε τη µουσική πότε ξεκίνησε;

Συστηµατικά ξεκίνησα τις σπουδές κλασικού πιάνου όταν ήρθαµε από το Κάιρο στην Αθήνα τη δεκαετία του 1960, στο Ελληνικό Ωδείο µε τον Γιώργο Γεωργιάδη, έναν από τους τελευταίους συνθέτες της «ελληνικής σχολής», στην οποία ανήκε και ο Καλοµοίρης. Το οικογενειακό µου περιβάλλον σίγουρα έπαιξε ρόλο γιατί οι γονείς µου ήταν νησιώτες, είχα ακούσµατα από νησιώτικα τραγούδια.

Ο στιχουργός Κώστας Φασουλάς στο Docville: «Η τέχνη είναι μια είσοδος κινδύνου»

Εκδιωγµένοι ουσιαστικά από µια χώρα και ερχόµενοι στην Ελλάδα πώς προσαρµοστήκατε στην Αθήνα εκείνης της εποχής που απείχε πολύ από το κοσµοπολίτικο Κάιρο;

Ηταν ανώµαλη προσγείωση. Η Αθήνα ωστόσο είχε κάτι το γραφικό παρότι πολιτικά υπήρχαν αναταραχές. Ηταν µια πόλη που µόλις είχε ξεκινήσει να αναπτύσσεται, διατηρούσε όµως την ειδυλλιακή ζωή των συνοικιών της. ∆εν υπήρχε εκείνη η κοσµοπληµµύρα του Καΐρου, το µέγεθος των σπιτιών. Το γοητευτικό στοιχείο της ήταν η αθωότητα. Η απόσταση που είχαµε από την Ελλάδα δηµιουργούσε µια εξιδανίκευση. Βέβαια τα πολιτικά γεγονότα της εποχής, µε τη δικτατορία στη συνέχεια, έριξαν κάποιες σκιές. Παρόλο που οι Αιγυπτιώτες έχουν στίγµα συντηρητικών, η οικογένειά µου ήταν δηµοκράτες, βενιζελικοί. Βρήκαµε ωστόσο τρόπο να προσαρµοστούµε.

Οι γονείς σας εξέφρασαν ποτέ την επιθυµία να επιστρέψουν;

Κανείς δεν θέλει να γυρίσει στον τόπο του εγκλήµατος, είναι κάπως ερωτικό συναίσθηµα αυτό. Απλώς τρέφει νοσταλγία ή την ανάµνηση µιας χρυσής εποχής. Σιγά σιγά έπαψαν να µιλούν τόσο για την Αίγυπτο – υπήρχε µια τάση να το απωθήσουν.

Πολύ συχνά στις συνεντεύξεις σας γίνεται αναφορά στην αιγυπτιώτικη καταγωγή σας…

Την καταγωγή σου είναι ευχής έργον να µπορείς να τη διαχειριστείς δηµιουργικά. Εγώ πιστεύω ότι µέχρι ενός βαθµού έχω καταφέρει να µεταδώσω κάτι µέσω της µουσικής µου. Αυτό µπορεί να µου επιτρέπει τις αναφορές σε αυτή την καταγωγή, αλλιώς δεν είναι παρά µόνο ένας τίτλος. Εάν ήµουν από την Αράχοβα, δεν θα µε ρωτούσαν τόσο πολλά για τον τόπο καταγωγής µου (γέλια).

Kοιτάξτε, η σχέση μου με την Αίγυπτο είναι ένα βαθύ αίσθημα, σχεδόν ριζικό. Δεν είναι απλώς συναισθηματικό. Είναι η ριζικότερη συγκίνηση ενός ολόκληρου κόσμου, μιας συμπεριφοράς, ενός πολιτισμού. Κι αυτό που κερδίζει κανείς σε αυτές τις περιπτώσεις είναι η δυνατότητα να κάνει χρήση αυτής της απόστασης -εξαιτίας της γεωγραφικής ή της χρονικής απόστασης. Και πολλές φορές, εάν δεν αντιμάχονται, να υπάρχει αλληλεπίδραση με τον παροδικό χρόνο που ζεις εδώ. Είναι σαν να έχεις πάρει ένα σκάφος, να έχεις απομακρυνθεί από την παραλία και να βλέπεις ένα άλλο τοπίο από μακριά, στην ξηρά που βρίσκεσαι.

Οπότε, για να επιστρέψουµε στη µουσική σας, πότε αρχίζετε να γράφετε τραγούδια;

Πριν από την «Εκδίκηση» είχαν προηγηθεί κάποια πρωτόλεια. Είχα υποπτευτεί ότι µπορώ να µελοποιήσω αλλά µε σχετική αβεβαιότητα. Θυµάµαι τότε έµενα κοντά µε τον Ηλία Λιούγκο, ο οποίος άκουγε τις απόπειρές µου και µου ζήτησε την άδεια να τα παίζει σε κάποιες εµφανίσεις του. Μου µετέφερε θετικά σχόλια· από εκεί έπαιρνα λίγο θάρρος αλλά πάντα ήµουν και απαιτητικός και έτσι δεν έδινα και µεγάλη βαρύτητα.

«Να λες Γιουνάν και να σκάνε χαμόγελα»-Ο διευθυντής του Ελληνικού Πολιτιστικού Κέντρου Καΐρου μιλάει στο Docville

Πώς προχωρήσατε λοιπόν στην πρώτη σας δισκογραφική δουλειά;

Με τον Μανώλη Ρασούλη µας γνώρισε ο Λιούγκος. Πήγαµε σε µια ταβέρνα και εκεί ο Μανώλης –που ήταν και ντετέκτιβ στη νοοτροπία– µε ψάρευε. Εγώ έκανα ότι δεν έχω σχέση µε τη µουσική (γέλια). Ηµουν πολύ απαιτητικός και αυτό µε έκανε να είµαι πάντα πιο προσεκτικός, να περιµένω, να δίνω χρόνο, να µην επαναπαύοµαι πολύ στις ευκολίες µου. Λοιπόν ο Μανώλης υπερθεµάτιζε: «Γράφεις καταπληκτικές µουσικές» κ.λπ. κι εγώ στους υπερθετικούς δεν ενδίδω εύκολα. Τελικά σιγά σιγά γίναµε φίλοι και άρχισε να µου ζητάει να γράψω. Εγώ ακόµη αρνιόµουν. Τελικά το πρώτο τραγούδι µας ήταν η «Ρωγµή του χρόνου».

∆εν ασχολήθηκα µε την ποίηση έχοντας στρατηγική να µελοποιώ ποίηση. Με συγκινεί. Επειδή κάποιος διαβάζει ποίηση θα τον στείλουµε στα τάρταρα;

Εκείνα τα τραγούδια µέσα στη λαϊκότητά τους διακατέχονταν από ένα πολιτικό πνεύµα.

Τότε το τραγούδι ήταν πολιτικοποιηµένο και στο παραµικρό δίνονταν πολιτικές προεκτάσεις. Αυτή η ιδεολογικοποίηση των τραγουδιών –εξαιτίας της χούντας κυρίως– ήταν αρνητική, γιατί εάν συνδέσεις ένα τραγούδι µε την εποχή του, χάνει την αισθητική του αξία και τη δύναµη που έχει να εκφράζει ανθρώπινες καταστάσεις. Ηταν επικίνδυνο να χρησιµοποιήσεις στοιχεία συγκινησιακά – συναισθηµατικά που είχε ως γνώρισµα η λαϊκή µουσική και να τα κάνεις όχηµα για να εκφράσεις άλλες ιδέες και να το φορτώσεις είτε µε µια φιλοσοφία είτε µε µια επαναστατικότητα. Αλλά αυτό ήµασταν εµείς. Κάποιοι νέοι που διαβάζαµε είχαµε απόψεις. Ολα αυτά µπήκαν σε αυτά τα τραγούδια. ∆εν ζούσαµε ούτε ως ρεµπέτες ούτε ως ταβερνόβιοι. Είχαν κάτι το έντιµο τα τραγούδια και έτσι βρήκαν ευρεία απήχηση.

Λίνα Νικολακοπούλου: «Η ζωή είναι πιο σοφή από εμάς, δεν σου επιτρέπει να επαναπαύεσαι» [Συνέντευξη]

Εσείς πώς στεκόσασταν πολιτικά τότε;

∆εν έχω πολιτική ταυτότητα. Προτιµώ να ακούω ένα τραγούδι χωρίς να το φιλτράρω µέσα από ιδεοληψίες. Ο Ρασούλης ήταν τροτσκιστής και αντίθετος σε ακραίες µορφές του κοµµουνισµού όπως ο σταλινισµός. Εγώ δεν είχα τέτοιο φανατισµό, δεν έµπαινα σε αυτού του είδους τις συγκρούσεις, γι’ αυτό και λέω λίγο χαριτωµένα ότι σε αυτό το περιβάλλον ήµουν «σαν µια φοινικιά, σαν εξωτικό είδος».

Μεσολαβούν κάποια χρόνια και αρχίζετε έναν νέο κύκλο δηµιουργίας.

Ναι, υπήρξε τότε ένα διάστηµα περισυλλογής. ∆εν θα µπορούσα να πιθηκίζω τον εαυτό µου. Το έκανα στα 26 µου χρόνια, είναι αδύνατο να το κάνω και στα 60. ∆εν µπορώ να υποδύοµαι ότι χορεύω ροκ εν ρολ ή τσιφτετέλι για να αποδείξω ότι παραµένω νέος. Υπήρξε η τάση να τσιφτετελοποιηθεί η κεντρική ιδέα της «Εκδίκησης», ήταν µια ανάγκη και πιθανόν έκφραση της εποχής. Εγώ ιδιοσυγκρασιακά δεν θα µπορούσα να παραµείνω σε αυτό. ∆εν µε ενοχλούσε κάτι, αλλά ήταν η διαίσθησή µου ότι µέσα µου υπήρχε ένας άλλος κόσµος. Θα µπορούσα να παραµείνω σε εκείνη τη συνταγή επιτυχίας γιατί µας ζητούσαν συνεχώς τραγούδια. Αλλά, ίσως γιατί δεν µε ενδιέφερε το χρήµα, άκουσα τη φωνή που µου έλεγε να περιµένω, να δω τι άλλο µπορώ να κάνω. Από εκεί και πέρα η πορεία µου είναι συναντήσεις µε ανθρώπους που µε συγκίνησε ο κόσµος τους. ∆εν ακολούθησα αυστηρό επαγγελµατισµό, άρχισα να ιχνογραφώ µια ζωή. Αυτό έχει µια αξία που πιθανότατα θα φανεί στο εγγύς ή το απώτερο µέλλον.

Νίκος Ξυδάκης συνέντευξη Αφροδίτη Ερμίδη
Νίκος Ξυδάκης (Φωτογραφία: Τατιάνα Μπόλαρη, Eurokinissi)

 

Μέχρι στιγµής ο χρόνος σάς έχει φερθεί πολύ καλά.

Και τον ευχαριστώ πολύ τον κ. Χρόνο!

Η ποίηση πώς µπήκε στη ζωή και στο έργο σας;

Τις απαντήσεις που αναζητούσα δεν τις έπαιρνα όλες από τους φίλους ή από τη ζωή. Υπάρχουν και άλλα θρανία, είµαι υπέρ της κουλτούρας. ∆εν συµφωνώ µε τον αφορισµό «κουλτουριάρικα». ∆εν ασχολήθηκα µε την ποίηση έχοντας στρατηγική να µελοποιώ ποίηση. Με συγκινεί. Επειδή κάποιος διαβάζει ποίηση θα τον στείλουµε στα τάρταρα; Επειδή δεν παριστάνει τον καταραµένο ή κάτι άλλο; Μετά την «Εκδίκηση» ξεπέρασα το δίληµµα και είπα: «Αφού µε συγκινεί ο Σολωµός πρέπει να το επιχειρήσω, έστω και εάν αποτύχω».

Νιώθετε ευθύνη όταν καταπιάνεστε µε τους ποιητές;

Τόσο που µάλιστα ανοίγω και συζήτηση µαζί τους εάν µου επιτρέπουν. Οταν µελοποίησα τον «Φιλοµαθή πτωχό» του Βιζυηνού σε ρυθµό τσατσά, κάποια βράδια δεινοπάθησα. Τον ρωτούσα: «Μπορώ να σε κάνω τσατσά;».

Τι σας απάντησε;

Νοµίζω ότι είτε έφτιαξα την απάντηση ή πραγµατικά ήρθε στο όνειρό µου και µου είπε: «Βεβαίως, µη χολοσκάτε» (γέλια).

Ο όρος «έντεχνος» που σας αποδίδουν πώς σας φαίνεται;

Τιµητικότατος. Ακόµη και τα λαϊκά τραγούδια είναι µε τέχνη φτιαγµένα. Τι σηµαίνει έντεχνος; Εχουµε τάσεις µηδενιστικές και ψευτοεπαναστατικές, να χαρακτηρίζονται δηµιουργίες µε µεγάλη ευκολία «έντεχνο», «βαρετό», «ενθουσιαστικό», «µελαγχολικό». ∆ιάφορες ετικέτες που ο καθένας χρησιµοποιεί ανάλογα µε τα συµφέροντά του, για να υπερασπίζεται ενδεχοµένως ένα µαγαζί που έχει ανοίξει. Κατανοητό. Αλλά έχουν γραφτεί θαυµάσια τραγούδια και στα έντεχνα και στα µη έντεχνα. Ηταν καλύτερος ο Χατζιδάκις ως έντεχνος από τον Βαµβακάρη, ο οποίος τι ήταν; Ατεχνος; Ο ένας ήταν εκδορεύς και ο άλλος αστός; ∆εν παίζεται εκεί το παιχνίδι, όπως µερικοί το φαντάζονται, αλλά στην ουσία των τραγουδιών.

INF0

Το «Μην το ξεχάσεις το φιλί» κυκλοφορεί σε ψηφιακή μορφή από το Ogdoo Music Group

Documento Newsletter