Ο Νίκος Χριστόπουλος κατάγεται από τη Μεσσηνία και από τη Σητεία της Κρήτης, αν και είναι γέννημα θρέμμα των νοτίων προαστίων της Αθήνας. Μέσα στην καραντίνα, το 2021, εμφανίστηκε ως τραγουδοποιός στα 22 του χρόνια. Η ενασχόληση του με τη μουσική είχε ξεκινήσει με τις παρέες του από το σχολείο. Ξεκίνησε να γράφει τη διετία 2019-2020 με τον στίχο να τον δυσκολεύει περισσότερο. Όταν όμως είδε ότι είχε συγκεντρώσει ένα υλικό, αποφάσισε να μπει στο στούντιο. Προηγουμένως είχε «ντεμάρει» το πρωτόλειο υλικό του με μια κιθάρα ή μ’ ένα πιάνο, φτάνοντας στο σημείο να τηλεφωνήσει του Βαγγέλη Μαχαίρα, του γνωστού συνθέτη, μπουζουξή και ενορχηστρωτή. Εκείνος τον κάλεσε στο στούντιο και του είπε το πολυπόθητο «Πάμε»! Τα πρώτα τέσσερα τραγούδια του ηχογραφήθηκαν στο στούντιο «Μύθος» της Κυψέλης σε ένα ψηφιακό extended play – προάγγελος κατά κάποιο τρόπο του άλμπουμ «Ενδιάμεσος σταθμός». Το ένα τραγούδι ήταν σε δικούς του στίχους και τα άλλα τρία σε ποιητικά στιχουργήματα φίλων του, που επίσης ασχολούνταν με την μουσική: Ο Λευτέρης Χονδρός και ο Άγγελος Μαγνίσαλης – αμφότεροι κυκλοφόρησαν πρόσφατα τις ποιητικές συλλογές τους. Ο Χριστόπουλος προτίμησε να μελοποιήσει νέους ποιητές, φίλους του, παρά να αφεθεί στη «σιγουριά» εδραιωμένων στιχοπλόκων ποιητών. «Διατηρώ ατόφιο το παρεΐστικο κλίμα από τα σχολικά χρόνια, αφού και ο ”Ενδιάμεσος σταθμός” έγινε από μια ομάδα παιδιών, με τα οποία ακόμη συνδεόμαστε με φιλία και άρα ήταν επόμενο να συνεργαστούμε στα πρώτα μου βήματα» τον ακούω να μου λέει, αν και του τονίζω τη δυσκολία του εγχειρήματος: Τον «εγκλωβισμό» του δηλαδή μέσα σε μία παρέα, μακριά από τα καλλιτεχνικά κυκλώματα, στα οποία ακόμη δεν έχει μπει ο ίδιος. Δεν φαίνεται να τον απασχολεί ιδιαιτέρως, μια και το έχει αφήσει ανοιχτό αυτό το κομμάτι. Οι μουσικοί του όλοι, λόγου χάριν, σπουδάζουν μουσική και όχι μόνο. «Το έχουμε συζητήσει ότι δεν θα εγκλωβιστούμε μεταξύ μας, αφού φυσικά και είμαστε ανοιχτοί στα επόμενα που θά’ρθουν για τον καθένα μας». Συμφωνεί πως ούτως ή άλλως δεν μπορεί στην αρχή να βιοποριστεί από τη μουσική, με την οποία μεγάλωσε.
Βασικά με τραγούδια μεγάλωσε, όπως μου εξομολογείται, σαν του Φοίβου Δεληβοριά και των Χαΐνηδων που τους άκουγαν οι δικοί του στο αυτοκίνητο καθ’ οδόν για την Καλαμάτα. «Τότε κάναμε και τέσσερις – πέντε ώρες να φτάσουμε στο χωριό» θυμάται με χιούμορ ο Χριστόπουλος, ακούγοντας στο repeat, ξανά και ξανά, τον «Καθρέφτη» του Δεληβοριά. Τελικά είναι μεγάλος φαν του Δεληβοριά, αφού μου απαρριθμεί τραγούδια του, που τον επηρέασαν. Αναφέρει όμως και τον Αλκίνοο Ιωαννίδη, όπως και τον Χρήστο Θηβαίο της εποχής των Συνήθων Υπόπτων. Θυμάται πως με την παρέα του άκουγαν πολύ το πρώτο άλμπουμ από τους Συνήθεις Υπόπτους, μελετώντας τις πλούσιες ενορχηστρώσεις του. Ο Χριστόπουλος αντλεί τα θέματα των τραγουδιών του από την καθημερινότητα του και τις μέχρι τώρα εμπειρίες του. Θα χαρακτήριζε τα τραγούδια του υπαρξιακά και κοινωνικά, αλλά από τη μεριά ενός νέου ανθρώπου που τώρα γνωρίζει την κοινωνία και καταλαβαίνει τι του γίνεται. Κάποια άλλα κομμάτια του έχουν το στοιχείο του «παραμυθά», της αφήγησης δηλαδή μιας συγκεκριμένης ιστορίας με αρκετά πυκνό στίχο που εμένα με παρέπεμψε στην αμερικανική φολκ μπαλάντα. Συμφωνεί, ειδικά αυτή τη στιγμή που ψάχνει να βρει το ύφος του μεταξύ μπαλάντας και έντεχνου – λαϊκού τραγουδιού. Σ’ ένα τραγούδι, π.χ., έγραψε για το τι περνάει ένας μαθητής που διαβάζει μαθηματικά για τις εξετάσεις.
Στην ερώτηση μου για ποιο λόγο βγήκε ως τραγουδοποιός, μου απαντάει πως του αρέσει πάρα πολύ να αφηγείται ιστορίες μετά μουσικής. Βρίσκει σημαντικό να φτιάχνει τραγούδια για να εκφραστεί και να ταξιδέψουν κι οι άλλοι μαζί τους. Τον ενδιαφέρει η συνύπαρξη μέσα από την τέχνη σαν μία ανάγκη ή και μία πηγή ενέργειας. Εντοπίζει, όμως, την επιλογή του να ασχοληθεί με την τραγουδοποιία με τη στήριξη μάλιστα των γονιών του παρά το άγχος τους για το πώς θα βιοποριστεί το παιδί τους.
Αναρωτιέται αν βγαίνουν ακόμη δίσκοι την εποχή της ψηφιακής υπερπληροφόρησης. Πιστεύει πως βγαίνουν πολλά ωραία πράγματα από νέους, που δυστυχώς χάνονται μέσα ακριβώς στην υπερπληροφόρηση. Απ’ την άλλη τα home studios προσφέρουν πια μια ευελιξία για κάθε νέο που ξεκινά να γράφει και να ηχογραφεί. Τη στιγμή αυτή ανήκει στο δυναμικό της εταιρείας Formiggart που ανάλαβε την ιντερνετική κυκλοφορία του υλικού του. Θα ήθελε, ωστόσο, να βγει η δουλειά του και σε βινύλιο που τον γοητεύει σαν format.
Από νέους καλλιτέχνες, εκτιμά πολύ τον Ευγένιο Κλιμ που κυκλοφόρησε πρόσφατα ένα τραγούδι μαζί με την Εύα Πολιτάκη. Ξεχωρίζει ακόμη τον Δημήτρη Μπάκουλη, την Ολίνα Γεωργουλοπούλου με τον Μιχάλη Ατσάλη, την Εμμανουέλα Νινηράκη, παιδιά που γνωρίζονται μεταξύ τους ως πρωτοεμφανιζόμενοι. Σιγά – σιγά μου αποκαλύπτει και άλλα πράγματα για τη σχέση του με τη μουσική και τους μεγάλους Έλληνες συνθέτες: Παρότι δεν τελείωσε μουσικό σχολείο, συμμετείχε στο ανέβασμα του «Μεγάλου μας Τσίρκου» κι έτσι ασχολήθηκε με την εργογραφία του Ξαρχάκου. Στο πανεπιστήμιο αργότερα, όπου σπουδάζει Ηλεκτρολόγος – Μηχανικός μέχρι σήμερα, ανέβασαν πάλι το ίδιο έργο του Ξαρχάκου και του Καμπανέλλη. Με τον Χατζιδάκι συνδέθηκε πολύ πιο πρόσφατα και συγκεκριμένα με τα «Τραγούδια της Αμαρτίας» σε ποίηση Ντίνου Χριστιανόπουλου, τα οποία θα ήθελε να τα παρουσιάσει στη δική του εκδοχή.
Ρωτάω ακόμη τον Χριστόπουλο αν απλώς τραγουδάει ή αν ερμηνεύει, αν νιώθει τον κάθε στίχο στην ολότητα του. Θεωρεί την τεχνική στο τραγούδι πολύ σημαντική υπόθεση, γι’ αυτό και σπουδάζει φωνητική. Σαν σπουδαστής τραγουδιού, λοιπόν, δεν αποποιείται καθόλου την τεχνική υποδομή που χρειάζεται μέχρι η εν λόγω τεχνική να του γίνει βίωμα. Πιστεύει, πάντως, πως αν δεν υπάρχει συναίσθημα εκ μέρους του, δεν γίνεται να τον συνεπάρει ένα τραγούδι. Ίσως γι’ αυτό προτιμά να κατατάσσεται στους τραγουδοποιούς και όχι στους τραγουδιστές – ερμηνευτές όσο κι αν ρίχνει βάρος στην απόδοση των δικών του τραγουδιών. Σκέφτεται πως θα ήταν να έδινε τραγούδια του σε άλλους, έχοντας τα περάσει όμως από το φίλτρο της δικής του φωνής, αφού την πληροφορία τη δίνει το τραγούδι καθ’ αυτό μαζί με την εκάστοτε εκτέλεση.
Μαθαίνω πως μέχρι σήμερα έχει ολοκληρώσει περίπου 30 τραγούδια, τα οποία μπορεί να απαρτίζονται από μία μελωδία, που του ήρθε μες στο μετρό, ή και να είναι έτοιμα κανονικά. Δεν γράφει με νότες, αλλά με ένα μουσικό όργανο μπροστά του κάθε φορά. Χαίρεται που ήδη έχει φτιάξει ένα δικό του κοινό από παιδιά που έχουν αφήσει πίσω το φράγμα της παρουσίας στα λάιβ του είτε λόγω υποχρέωσης, είτε λόγω φιλίας. «Φαίνεται ότι μ’ ακολουθούν όπως ακολουθούν και επί σειρά ετών έναν αγαπημένο τους καλλιτέχνη» μου λέει. «Τα παιδιά αυτά φέρνουν και τους φίλους τους την επόμενη φορά, κάτι που με γεμίζει μ’ ένα αίσθημα ευθύνης».
Για το τέλος, ακούω απ’ τον ίδιο πως τον καιρό αυτό υπηρετεί τη στρατιωτική του θητεία χωρίς να παίζει εκεί μουσική, αφού κανείς δεν γνωρίζει αυτή του την καλλιτεχνική ενασχόληση. Δεν θέλησε να μπει σε μια στρατιωτική μπάντα για να’χει χρόνο να ασχοληθεί με τα τραγούδια του. Ή και με το επικείμενο λάιβ του στον Σταυρό του Νότου την Παρασκευή 25 Οκτωβρίου, μία βραδιά που την περιμένει με μεγάλη ανυπομονησία. Ήταν και η αιτία της συνάντησης μας γι’ αυτή τη συνέντευξη της γνωριμίας του με ένα μεγαλύτερο κοινό. Ευχαριστώ τον Νίκο Χριστόπουλο για το χρόνο του και του εύχομαι να είναι μία βραδιά που θα τη θυμάται για όλα τα επόμενα χρόνια.
* Ο Νίκος Χριστόπουλος εμφανίζεται στον «Σταυρό του Νότου+(plus)» την Παρασκευή 25.10.2024
** Εδώ ακούτε το άλμπουμ του Νίκου Χριστόπουλου «Ενδιάμεσος σταθμός»: