Μια συζήτηση με τον κυνηγό των λέξεων για το καινούργιο του βιβλίο, τις ντοπιολαλιές, την καθομιλουμένη και την καθαρεύουσα.
Η αγάπη του Νίκου Σαραντάκου για τις λέξεις –και δη τις χαµένες– είναι γνωστή είτε από τα βιβλία του είτε από το µπλογκ του είτε από τις παρεµβάσεις του σε διάφορα έντυπα. Ετσι η καινούργια του εργασία «Το ζορµπαλίκι των ραγιάδων» που πρόσφατα κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου δεν εξέπληξε κανέναν. Ο Νίκος Σαραντάκος ετυµολογεί 300 λέξεις που βρίσκονται σε κείµενα της εποχής του αγώνα της ανεξαρτησίας, παραθέτει σχετικά αποσπάσµατα και συνθέτει ένα εξαιρετικό ληµµατολόγιο, χρήσιµο οδηγό για τον αναγνώστη που θα αναζητήσει γνώση και συγκίνηση στα πρωτότυπα κείµενα των αρχών του 19ου αιώνα.
Η αλήθεια είναι ότι καταπιαστήκατε µε ένα θέµα που παρουσιάζει µεγάλο βιβλιογραφικό κενό.
Είναι ένα θέµα ότι έως τώρα η λαϊκή γλώσσα και τα ιδιώµατα δεν έχουν αποτελέσει αντικείµενο µεγάλης προσοχής, γιατί αυτά τα είχε αναλάβει το «Ιστορικόν Λεξικόν της Νέας Ελληνικής» της Ακαδηµίας Αθηνών, το οποίο έχει σταµατήσει στο γράµµα δέλτα. Αυτό το λεξικό πράγµατι παραθέτει και τις πηγές από τον καιρό του 1821, όσες ήταν γνωστές βέβαια τότε. Αν προσέξετε, στα πρώτα λήµµατα µέχρι το γράµµα γάµµα στο «Ζορµπαλίκι των ραγιάδων» έχω πάρει υπόψη µου τι αναφέρει το «Ιστορικόν Λεξικόν». Και αν αυτό ήταν πλήρες –έως τώρα έχουν κυκλοφορήσει µόνο έξι και έχει φτάσει µέχρι τη λέξη «διάλεκτος»–, αν ήταν έτοιµο, ίσως δεν θα χρειαζόταν να γίνει µια δουλειά όπως η δική µου.
Έχετε αποθησαυρίσει 300 λέξεις. Με ποια λογική κινηθήκατε στην επιλογή των συγκεκριµένων λέξεων;
Είχα στον νου µου τον αναγνώστη ο οποίος θέλει µε την ευκαιρία της επετείου ή και ανεξαρτήτως αυτής να διαβάσει κείµενα της εποχής. Σκέφτηκα λοιπόν σε ποιες λέξεις θα κολλήσει. Έτσι ξεκίνησα από τις λέξεις που επαναλαµβάνονται στα κείµενα της εποχής συχνά και δεν υπάρχουν στα σηµερινά λεξικά. ∆εν σας κρύβω ότι η αρχική µου σκέψη ήταν να περιοριστώ σε αυτό το λεξιλόγιο. Όµως στη συνέχεια είδα ότι το ληµµατολόγιό µου θα ήταν κουτσό καθώς δεν θα περιλάµβανα λέξεις εµβληµατικές για το 1821 οι οποίες εξακολουθούν να είναι γνωστές, όπως για παράδειγµα το ταµπούρι, ο αγάς, ο πασάς, τα γρόσια, το µετερίζι, το γιαταγάνι. Τα δύο τρίτα λοιπόν είναι λέξεις που δεν υπάρχουν στα σηµερινά λεξικά και το 1/3 λέξεις που υπάρχουν.
Αντίθετα δεν έβαλα κάποιες λέξεις που δεν είναι ειδικά συνδεδεµένες µε το 1821 και υπάρχουν στα σηµερινά λεξικά. Στον Μακρυγιάννη, ας πούµε, θα δείτε τη λέξη «κιοτής». ∆εν την έβαλα γιατί σκέφτηκα ότι υπάρχει και σε σηµερινό λεξικό και δεν αναφέρεται ειδικά στην Ελληνική Επανάσταση. Αν και επιδίωξα τον στρογγυλό αριθµό, πιστεύω ότι δεν άφησα απέξω κάποιες που θα έπρεπε να µπουν ούτε έβαλα παραγεµίσµατα. Νοµίζω ότι αυτό το ληµµατολόγιο είναι ένα καλό δείγµα.
Από ποια ιδιώµατα και από ποιες γλώσσες η λαϊκή γλώσσα δέχτηκε τις µεγαλύτερες επιρροές;
Για λόγους πολύ προφανείς η µερίδα του λέοντος των 300 ληµµάτων του βιβλίου έχει τουρκική ετυµολογία. Μιλάω πάντα για την άµεση προέλευση, καθώς η απώτερη προέλευση µπορεί να είναι περσική ή αραβική. Γύρω στα 2/3, περίπου 200 λήµµατα, είναι ανατολικής ετυµολογίας. Περίπου 70 λήµµατα είναι ιταλικά, κυρίως βενετικά – ιδιαίτερα αυτά που έχουν να κάνουν µε την ορολογία του ναυτικού η οποία ήταν ιταλική. Στη Μεσόγειο του 16ου, 17ου και 18ου αιώνα lingua franca ήταν τα βενετσιάνικα. Υπάρχουν επίσης κάποια λήµµατα που έχουν ελληνική ετυµολογία και πολύ λίγα είτε σλαβική είτε αλβανική. Ξέρετε, αυτά ούτως ή άλλως είναι λίγο µπερδεµένα. Για παράδειγµα ο βοεβόδας µπορεί να έχει σερβική προέλευση, όµως εµείς τον πήραµε από τα τουρκικά. Ή το µπουλούκι το πήραµε από τα αλβανικά, όµως είναι τουρκικό. Υπάρχουν κάποιες λέξεις οι οποίες λέγονται βαλκανισµοί, λέξεις που δεν συναντάµε στα τουρκικά της Ασίας. Για παράδειγµα, είναι χαρακτηριστική η λέξη που χρησιµοποιούσαν οι Ελληνες και οι Τούρκοι της εποχής για τους Τούρκους της Ανατολής: «Χαλτούπηδες» ή «Χαλντούπηδες». Είναι οι Τούρκοι της Ασίας τους οποίους θεωρούσαν κάπως αργόστροφους και όχι ιδιαίτερα καλούς πολεµιστές. Φαίνεται ότι οι γεννηµένοι στον Μοριά Τούρκοι θεωρούσαν παρακατιανούς τους Τούρκους της Ανατολής. Αυτό το παρουσιάζει ο Καραγάτσης στον «Κοτζάµπαση του Καστρόπυργου», ο οποίος έχει σκιαγραφήσει αρκετά καλά την ψυχοσύνθεση του Μοραΐτη Τούρκου.
Έκπληξη προκαλεί το περιορισµένο εύρος των λέξεων που προέρχονται από τα αρβανίτικα, αν και θεωρούµε ότι ελληνικά και αρβανίτικα είναι γλώσσες που βρίσκονται σε µεγάλη αλληλεπίδραση. Είναι λανθασµένη αυτή η εντύπωση;
Είναι δύο γλώσσες που αλληλεπιδρούν, όµως δεν έχουµε πάρει πολλές λέξεις από τα αλβανικά – ίσως καµιά 80αριά, ανάµεσά τους και κάποιες ευρείας χρήσης, όπως το λουλούδι. Στο λεξιλόγιο της Ελληνικής Επανάστασης η µπέσα είναι µια χαρακτηριστική αλβανική λέξη η οποία χρησιµοποιήθηκε πολύ και στα συµφραζόµενα του ’21.
Από την άλλη έχουµε πάρα πολλά τοπωνύµια αλβανικής προέλευσης. Ας πούµε, όλα τα τοπωνύµια της Αττικής που τελειώνουν σε -ιζα ή -έζα, όπως η Βάρκιζα ή η Καλογρέζα, είναι αλβανικής προέλευσης. Αυτές οι καταλήξεις είναι υποκοριστικές –αντίστοιχες µε το ελληνικό -άκι– και δείχνουν το µικρό. Επίσης η Πλάκα είναι πιθανό να προέρχεται από την αρβανίτικη λέξη πλιάκος, ο γέρος. Από εκεί φαίνεται ότι ετυµολογείται η Πλάκα: δηλαδή είναι το παλιό µέρος της Αθήνας.
Από το θεατρικό έργο «Η Βαβυλωνία» του ∆ηµήτριου Βυζάντιου έχουµε διαµορφώσει την εντύπωση πως τον 19ο αιώνα οι κάτοικοι διαφορετικών περιοχών στον ελλαδικό χώρο δεν µπορούσαν να επικοινωνήσουν µεταξύ τους µε µια κοινή γλώσσα.
Νοµίζω ότι αυτό είναι επινόηση του Βυζάντιου. ∆εν θα πω ότι το έκανε από κακοπιστία αλλά επειδή η διαφορά στην εκφορά της γλώσσας είναι ένα µέσο που δηµιουργεί κωµικό αποτέλεσµα και πάντοτε τέρπει το ακροατήριο. Σκεφτείτε ότι στις επιθεωρήσεις µιλάνε βλάχικα, κρητικά ή άλλες ντοπιολαλιές και ότι στον Καραγκιόζη καθένας από τους ήρωες έχει διαφορετική προφορά. Και αυτό γίνεται, όπως και στην περίπτωση του Βυζάντιου, για να ενισχυθεί το κωµικό αποτέλεσµα. Παρεµπιπτόντως για τη «Βαβυλωνία» θα ήθελα να αναφέρω ότι ενώ είναι ένα έργο που ψυχαγώγησε γενιές Ελλήνων, δεν έχει πολλές αρετές – µάλιστα εµφανίζει σηµαντικά δραµατουργικά ελαττώµατα.
Υπερβολική είναι η «Βαβυλωνία» και αυτό φαίνεται από τα κείµενα της εποχής τα οποία δεν έχουν τόσο διαφορετικό λεξιλόγιο. Μπορεί ο Μακρυγιάννης να έλεγε «µπεζέρισα» ενώ ο Κολοκοτρώνης «απέκαµα», αλλά όταν αυτοί οι άνθρωποι βρίσκονταν σε κοινό χώρο στο Ανάπλι ή στην Τρίπολη –παρά το γεγονός ότι ήταν αγράµµατοι– έχοντας αίσθηση ποιες ήταν οι λέξεις της ντοπιολαλιάς τους χρησιµοποιούσαν τις κοινές για να επικοινωνούν. Ο Τριανταφυλλίδης ανέφερε πως όταν το 1864 έγινε η ένωση των Επτανήσων µε την Ελλάδα κορόιδευαν τους Κεφαλονίτες ότι είχαν το «σκάτολα», το κουτί, και τα «κιάκια», τα σπίρτα, γιατί έτσι είναι στα ιταλικά. Όταν όµως οι Κεφαλονίτες ήρθαν στην Αθήνα έµαθαν αµέσως να τα λένε κουτί και σπίρτα. Την τοπική ονοµασία την κράτησαν για όταν επέστρεφαν στην Κεφαλονιά. Το ότι χρησιµοποιούσαν ιδιωµατικές λέξεις δεν σηµαίνει ότι αγνοούσαν την πανελλήνια καθοµιλουµένη.
Να κλείσουµε µε την καθαρεύουσα, µια εργαστηριακή γλώσσα που µοιάζει να κατασκευάστηκε για να ενισχύσει τους εξουσιαστικούς µηχανισµούς και να αποκλείσει τον κόσµο από τα κέντρα λήψης αποφάσεων.
Οπωσδήποτε η δηµιουργία της καθαρεύουσας έχει ταξικό πρόσηµο. Επίσης υπήρχε η αυταπάτη της αναβίωσης της αρχαίας γλώσσας. Πάντως µια µορφή της καθαρεύουσας µιλούσαν και πριν από τη συγκρότηση του ελληνικού κράτους. Εάν δείτε τα κείµενα των λόγων του Μαυροκορδάτου, θα παρατηρήσετε ότι διαθέτουν µια γλώσσα λόγια και σε αρκετές περιπτώσεις και αρχαΐζουσα. Ωστόσο αυτή η καθαρεύουσα είναι πιο ευρύχωρη απ’ ό,τι η µετέπειτα. Ακόµη και ο Μαυροκορδάτος ή άλλοι λόγιοι της εποχής χρησιµοποιούν λέξεις της καθοµιλουµένης ή τουρκικά, όπως και νεοελληνική σύνταξη χωρίς καµία επιρροή από τα αρχαία. ∆εν υπάρχει ακόµη θεσµική γλώσσα καθώς δεν είχαν συγκροτηθεί οι κυρίαρχοι ιδεολογικοί µηχανισµοί (σχολεία, εφηµερίδες κ.ά.). Όταν συνέβη αυτό επικράτησε η καθαρεύουσα και για πολλές δεκαετίες η καθοµιλουµένη δεν αποτυπωνόταν πουθενά. Για να βρούµε δείγµατα πώς µιλούσαν το 1850-60 πρέπει να καταφύγουµε σε κείµενα επιθεωρήσεων όπου αποτυπωνόταν κάπως ο λαϊκός λόγος.
INF0
Το βιβλίο «Το ζορμπαλίκι των ραγιάδων. Ανιχνεύοντας το 1821 μέσα από τις λέξεις του» του Νίκου Σαραντάκου κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου