Στο βιβλίο για τον Νίκο Παναγιωτόπουλο ο Γιάννης Σολδάτος επιχειρεί να σκιαγραφήσει τον σπουδαίο κινηματογραφιστή που έφυγε από τη ζωή το 2016.
Σε κάποια παλιά συνέντευξη που είχα κάνει με τον Νίκο Παναγιωτόπουλο θυμάμαι χαρακτηριστικά πως αρνιόταν τη λέξη «επαγγελματίας», προτιμώντας να τον αποκαλούμε ερασιτέχνη κινηματογραφιστή. «Αυτό ακριβώς είμαι» μου είχε πει, «ερασιτέχνης, δηλαδή εραστής της τέχνης». Ο γεννημένος στη Μυτιλήνη το 1941 και γαλλοθρεμένος κινηματογραφικά στο Παρίσι «Ελληνας Γκοντάρ» (ο όρος τού δόθηκε από τους εγχώριους κριτικούς) δεν έκρυβε την αδυναμία του για τον πάπα της νουβέλ βαγκ, κάτι που δηλώνεται και στο άρθρο του «Ο φίλος μου ο Ζαν Λικ» που περιέχεται στο βιβλίο.
Ο Κουν, ο Κούνδουρος και οι ζωγράφοι
«Ο Νίκος Παναγιωτόπουλος είναι το πιο μετέωρο, αμφίσημο, ευφυές και, προπάντων, μη σοβαροφανές κεφάλαιο του κινηματογράφου μας» γράφει στο εισαγωγικό του σημείωμα ο Γιάννης Σολδάτος, ο οποίος πάντως σε ένα άλλο σημείο του βιβλίου παραδέχεται τη μεροληπτική κριτική που επιφυλάσσει για τον αγαπημένο του Ελληνα σκηνοθέτη. «Κάθε φορά που με καλούσαν να μιλήσω σε δημόσιες εκδηλώσεις για τον Νίκο Παναγιωτόπουλο ξεκινούσα την ομιλία μου με το ίδιο επαναλαμβανόμενο περιστατικό: Επειτα από κάθε πρεμιέρα ταινίας του ο σκηνοθέτης μ’ έπαιρνε τηλέφωνο για να μάθει τη γνώμη μου. Του απαντούσα: Εμένα βρήκες να πάρεις τηλέφωνο; Εγώ είμαι παναγιωτοπουλικός όπως είμαι και Ολυμπιακός. Με όσα γκολ και να χάσει ο Θρύλος εγώ θα πω “σκίσαμε”»!
Ο ίδιος ο Παναγιωτόπουλος έχει πει για το σινεμά του: «Οι ταινίες μου είναι ακραίες. Δεν μου αρέσει η σιγουριά αυτού που έχω ήδη κατακτήσει. Καλύτερα μια μεγαλοπρεπής αποτυχία από μια μίζερη επιτυχία. Στις ταινίες μου μ’ αρέσει ν’ ανακατεύω ηθοποιούς ποιοτικούς (δεν μ’ αρέσει καθόλου αυτός ο όρος) με ηθοποιούς εμπορικούς (ούτε κι αυτός ο όρος μ’ αρέσει). Αν οι ίδιοι δεν δυσανασχετούν απ’ αυτήν τη σύμπραξη, τι λόγος πέφτει στους κριτικούς και τους σινεφίλ. Γυρίζω συνεχώς ταινίες όπως οι ζωγράφοι ζωγραφίζουν κάθε μέρα, οι συγγραφείς γράφουν κάθε μέρα, όπως οι εργάτες πηγαίνουν στη δουλειά τους κάθε μέρα». Οσον αφορά τους λόγους που έγινε σκηνοθέτης δεν επικαλείται κάποια ξεχωριστή ή λαμπερή εμπειρία. «Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου ήθελα να γίνω σκηνοθέτης. Δεν ξέρω γιατί αλλά αυτό ήθελα. Ισως να με επηρέασε ο Κουν με κάποιες παραστάσεις που είχα δει μαθητής. Η μαγεία του Θεάτρου Τέχνης μάλλον έπαιξε κάποιον ρόλο. Οπως ρόλο έπαιξε και ο Κούνδουρος που ήταν ωραίος κι είχε ένα τζιπ ανοιχτό με το οποίο περιφερόταν στην Αθήνα. Αυτή η εικόνα ήταν ένα ερέθισμα για μένα».
Ο Σολδάτος τονίζει πως ο Παναγιωτόπουλος προσποιήθηκε πως έκανε κινηματογράφο για να μην καταλάβουν οι άλλοι πως έκανε κινηματογράφο στ’ αλήθεια. «Μπλόφαρε, έστω κι αν συχνά έπεφτε ο ίδιος θύμα της μπλόφας του· κράτησε μια σπάνια ηθική και αισθητική στάση: μπλόφαρε, αλλά δεν κορόιδευε. Δεν αποπειράθηκε να τον συλλάβει η καλλιτεχνική αγορανομία για απάτη και πλαστογραφία· μόνο τον εαυτό του πλαστογράφησε και αυτό ως άθλημα ευγενές» τονίζει ο συγγραφέας ενώ ο ίδιος ο Παναγιωτόπουλος υποστήριζε με πάθος τον αυτοσχεδιασμό και θεωρούσε ότι οι ταινίες που έφτιαχνε ήταν στην πραγματικότητα προέκταση της αληθινής του ζωής.
Παναγιωτόπουλος & Αγγελόπουλος
Το βιβλίο προσφέρει χρήσιμες πληροφορίες αλλά και σπαρταριστά ανέκδοτα επεισόδια γύρω από την περιπέτεια κάποιου γυρίσματος, ενώ ενδιαφέρον παρουσιάζουν και οι προσωπικές ιστορίες, ειδικά από την εποχή του Παρισιού όπου ο Παναγιωτόπουλος συγκατοικούσε με τον συμφοιτητή του Θόδωρο Αγγελόπουλο σε ένα ταπεινό διαμέρισμα. Για να συμπληρώσουν μάλιστα το πενιχρό χαρτζιλίκι τους ο πρώτος ντυνόταν τσολιάς και ο Αγγελόπουλος κρατούσε ένα τενεκεδάκι τραγουδώντας την «Κοντούλα λεμονιά» στους δρόμους του Παρισιού, όπως αναφέρει ο Σολδάτος. Το 2003, με αφορμή ένα αφιέρωμα του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης στον Παναγιωτόπουλο, ο Αγγελόπουλος ως πρόεδρος του φεστιβάλ έπρεπε να γράψει μια εισαγωγή στην ειδική έκδοση, την οποία καθυστερούσε λόγω υποχρεώσεων. Ενα βράδυ ο Σολδάτος τον βρίσκει σε ένα μπαρ και του ζητάει να «σκαρώσει» έναν πρόλογο για την έκδοση. Ο Αγγελόπουλος τότε παίρνει δύο τρεις χαρτοπετσέτες και γράφει τα εξής: «Νίκο, σε καταλαβαίνω. Πέρασε ο καιρός. Θυμάμαι το δωμάτιο 27 στη Cité Universitaire. Τα βιβλία τα πεταμένα στο πάτωμα. Το γυναικείο χτύπημα στην πόρτα. Το σινεμά του Καρτιέ. Τα όνειρα να αλλάξουμε το ελληνικό σινεμά… να τα αλλάξουμε όλα. Αλλά πέρασε ο καιρός. Γίναμε αυτό που γίναμε. Ο καθένας και η μουσική του. Και τώρα ως πρόεδρος του φεστιβάλ πρέπει να σε παρουσιάσω. Κυρίες και κύριοι, ο Νίκος Παναγιωτόπουλος».
INF0
To βιβλίο του Γιάννη Σολδάτου με τίτλο «Νίκος Παναγιωτόπουλος – Το μετέωρο και το αμφίσημο» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Αιγόκερως