Νίκος Μαστοράκης: «Το κακό του φασισμού έρχεται και εμείς το παρακολουθούμε»

Ο_x000D_
ενικός και ο πληθυντικός εναλλάσσονται με μια γλυκιά αμηχανία μέχρι να παγιωθεί_x000D_
κάποια οικειότητα στην κουβέντα. 

Κι αυτό είναι μια μικρή απόδειξη για το πόσο βαθιά ευγενής άνθρωπος είναι ο Νίκος Μαστοράκης. Είναι μια διαπίστωση που κοινωνούν διαρκώς και οι ηθοποιοί του, σχεδόν οι μοναδικοί άνθρωποι με τους οποίους συγχρωτίζεται με τέτοια συχνότητα.

Παρ’ όλα αυτά ποτέ δεν θέλησε να ηγηθεί μιας ομάδας. «Δεν θέλησα να αναπτύξω κανενός είδους γονεϊκή σχέση. Δεν μπορώ να κατανοήσω το πρότυπο του πατέρα» ομολογεί, αναγνωρίζοντας ωστόσο ότι η ειλικρίνεια και το χάρισμά του να πηγαίνει τους ανθρώπους πιο πέρα συντηρούν τις υγιείς επαγγελματικές σχέσεις του.

Σκηνοθέτης που πριν από πολλά χρόνια πλάσαρε «μια ευχάριστη ασχολία ως επάγγελμα», μέχρι τότε ηθοποιός που «υπέφερε την έκθεση στο βλέμμα των άλλων», σήμερα πορεύεται ησύχως στο θέατρο, δημιουργώντας ωστόσο αξιομνημόνευτες και επιδραστικές παραστάσεις – οι τελευταίες με έδρα το Θέατρο Τέχνης. Ο ίδιος πάλι δεν θυμάται ούτε αναπολεί τα έργα του. «Συνδέομαι με τα έργα μου μόνο μέσα μου. Αλλά όχι ως άλμπουμ αναμνήσεων. Η ζωή είναι σήμερα» λέει καθώς ανοίγει την πόρτα του Υπογείου για να αρχίσει η πρόβα των «Ιστοριών από το δάσος της Βιέννης» του Έντεν φον Χόρβατ, της νέας αναμενόμενης σκηνοθεσίας του.

Διανύετε παραγωγική περίοδο;

Όχι ιδιαίτερα. Παραγωγικό θα ήταν αν σκηνοθετούσα δύο παραστάσεις τον χρόνο. Αλλά έτσι όπως είναι τα πράγματα δεν έχω την ευκαιρία. Θα μπορούσα να σκηνοθετήσω παραστάσεις στις οποίες δεν θα πληρωθεί κανείς, όμως αρνούμαι πεισματικά.

Σε αυτό το πλαίσιο εργασίας θα βλέπατε τον εαυτό σας να αναλαμβάνει ευθύνες διοικητικές;

Οχι. Ηθελα πάντοτε να είμαι περαστικός από τα πράγματα. Αισθάνομαι τη ζωή μου σαν ένα ταξίδι και έτσι αντιμετωπίζω και το θέατρο. Μου αρέσει που είμαι εδώ αλλά μετά θα φύγω και δεν ξέρω για πού…

Τι εκπληρώνει το θέατρο αυτά τα χρόνια στη ζωή σας;

Δυστυχώς είμαι βαθιά απογοητευμένος με αυτή την κατάσταση ‒ μέσα κι έξω από το θέατρο.

Και απογοητευμένος δημιουργείτε;

Είναι ζήτημα επιβίωσης πια. Αν δημιουργούσα απρόσκοπτα, θα μπορούσε να είναι μια κάποια σωτηρία· ωστόσο όλα συμβαίνουν με την ψυχή στο στόμα.

Η δημιουργία όμως δεν είναι δήλωση της ύπαρξης ακόμη και κάτω από κακές συνθήκες;

Αν ήμουν 18, 25 ή ακόμη και 35 χρόνων θα είχα την αγωνία να δηλώσω ότι είμαι εδώ. Τώρα πια δεν την έχω, πιστέψτε με.

Τι αγωνία έχετε τώρα;

Την αγωνία του τέλους.

Φοβάστε τον θάνατο;

Οχι, καθόλου. Απλώς λυπάμαι που την επόμενη ημέρα δεν θα ξυπνήσω.

Ακούγεται βαρύ γιατί είστε ακμαίος και δημιουργικός.

Δεν είμαι πλέον νέος. Κοντεύω τα 65. Κανονικά θα έπρεπε να είχα βγει στη σύνταξη.

Αν ήταν στο χέρι σας δεν θα δουλεύατε;

Αν είχα χρήματα για να ζήσω θα δούλευα πολύ σπάνια. Περνάω πολύ καλά με τον εαυτό μου. Κάνω ταξίδια, διαβάζω, δεν βγαίνω πολύ συχνά από το σπίτι.

Δηλαδή το θέατρο έχει εξελιχτεί για εσάς σε είδος κοινωνικοποίησης;

Ακριβώς. Το θέατρο με συνδέει με τον κόσμο. Εχω ελάχιστους φίλους και το θέατρο.

Αυτό σας κάνει πιο παρών στο θέατρο;

Με κάνει να έχω περισσότερες απαιτήσεις από τον εαυτό μου και από τους ανθρώπους με τους οποίους συνεργάζομαι. Θέλω αυτές τις ώρες που είμαι εδώ μέσα να διαμείβεται κάτι σημαντικό.

Στο μεταξύ έχετε απολέσει τις φιλοδοξίες σας;

Ποτέ δεν ήμουν φιλόδοξος. Δεν ξεκίνησα με την ελπίδα να κάνω ένα όνομα. Απλώς μου άρεσε αυτή η δουλειά και ήμουν πολύ τυχερός γιατί από νωρίς κάποιοι ενδιαφέρθηκαν γι’ αυτό που κάνω.

Δεν χαίρεστε όταν μιλούν για την παράσταση του Ν. Μαστοράκη;

Ετσι κι αλλιώς αυτή είναι μια αδιάσειστη πραγματικότητα. Ο σκηνοθέτης έχει τον έλεγχο μιας εικόνας και αυτό αποτελεί μια ταυτότητα. Ωστόσο δεν είναι κάτι που υπερασπίζομαι σαν τίτλο.

Υπερασπίζεστε τον τίτλο του πολιτικού σκηνοθέτη;

Με ενδιαφέρει πολύ. Δεν με απασχολεί να κάνω κάτι απλώς διασκεδαστικό. Θέλω να θέτω ερωτήματα σε άμεση σχέση με την πολιτική.

Αν η εποχή ήταν πιο ξέγνοιαστη, θα κάνατε άλλο θέατρο;

Ακόμη κι αν ξεχάσει κανείς την εποχή στην οποία ζούμε και γυρίσει στον εαυτό του, αυτόματα προκύπτει ένα ερώτημα: «Ποιος είμαι;». Πόσοι άνθρωποι μπορούν να το απαντήσουν αυτό;

Εσείς μπορείτε;

Οχι. Ειλικρινά, όχι.

Θα ήταν δύσκολο αν σας ζητούσα να περιγράψετε τον Ν. Μαστοράκη;

Ακατόρθωτο.

Ούτε τι είδους δημιουργός είστε μπορείτε να προσδιορίσετε;

Δεν αισθάνομαι δημιουργός. Αισθάνομαι απλός επαγγελματίας. Και αυτό ήθελα να υπερασπιστώ σε όλη μου τη ζωή. Στον τάφο μου θα μπορούσε να γραφτεί: «Ηταν καλός στη δουλειά του». Δημιουργός είναι αυτός που έχει αφιερώσει τη ζωή του στην τέχνη και εγώ δεν ανήκω σε αυτή την κατηγορία. Αφιέρωσα μόνο ένα κομμάτι της ζωής μου στην τέχνη και υπήρχαν χρόνια που απλώς προτιμούσα να ταξιδεύω.

Πού έχετε αφιερώσει τη ζωή σας;

Στο να απαντήσω κάποια ερωτήματα, τα οποία είναι ακόμη σε εκκρεμότητα.

Πώς φαντάζεστε τη ζωή σας από εδώ και πέρα;

Αυτό είναι το πρόβλημα. Επειδή περάσαμε μέσα από αυτή την κρίση ‒η οποία πλέον είναι κατάσταση‒ και μπροστά μας δεν διαγράφεται κάτι αισιόδοξο, δεν μπορώ να προσδιορίσω ούτε καν προς τα πού θα πάω. Πολλές φορές σκέφτομαι ότι η Αθήνα με διώχνει καθώς είναι τόπος απαίσιος και θα πάω να ζήσω στην Κρήτη. Εκείνο που με κρατάει είναι οι ελάχιστοι φίλοι μου.

Παρ’ όλα αυτά, επιλέξατε την Αθήνα επιστρέφοντας από τη Βιέννη.

Τότε ήταν η βάση μου. Εξάλλου μέχρι πριν από λίγο καιρό δεν είχα συμπληρώσει μια ολόκληρη δεκαετία σε μια συγκεκριμένη πόλη.

Είχατε προτάσεις για να δουλέψετε ξανά στο εξωτερικό;

Ναι, από ένα πολύ σπουδαίο γερμανικό θέατρο αλλά δεν τις αξιοποίησα. Και δεν μετάνιωσα γι’ αυτό. Συνειδητοποιώ ότι δεν μπορώ να κάνω τίποτε που δεν είναι στη γλώσσα μου ‒ παρότι ξέρω καλά γερμανικά. Η γλώσσα έχει να κάνει με λέξεις αλλά και με παγιώσεις εικόνων και εκφράσεων που είναι εξίσου σημαντικές με τον λόγο. Και στην Ελλάδα έχουμε μεγάλη παράδοση εκφραστικότητας.

Ζήσατε στη Βιέννη για δέκα χρόνια. Πώς είναι να τη συναντάτε ξανά τώρα μέσα από τα μάτια ενός συγγραφέα;

Περίεργο και οικείο συνάμα. Η Βιέννη είναι πόλη που ξέρω πολύ καλά, που θαυμάζω βαθιά, που έχω βιώσει στο σώμα μου.

Ο Χόρβατ δίνει την εικόνα μιας Βιέννης που αφουγκραστήκατε και εσείς;

Ναι. Αν και ο Χόρβατ αναφέρεται περισσότερο στο τσιτάτο «Βιέννη». Στο έμβλημα μιας πόλης που στις αρχές του 20ού αιώνα ήταν η αυτοκρατορική πόλη, η πόλη της διασκέδασης, των βαλς. Και ξαφνικά γράφει ένα έργο για να δηλώσει ότι αυτό δεν υπάρχει. Παρουσιάζει τη Βιέννη μέσα από έναν άθλιο δρόμο γεμάτο από μικροαστούς στα όρια της φτώχειας.

Εσείς πώς γνωρίσατε τη Βιέννη;

Ευτυχώς στην αίγλη της.

Αναπολείτε εκείνα τα χρόνια;

Πολλές φορές. Αναπολώ την επαφή με το ωραίο ανά πάσα στιγμή. Η Βιέννη είναι πόλη για να περπατήσεις. Ακόμη και στις πιο άθλιες μέρες μου εκεί περπατούσα για τρεις τέσσερις ώρες και άλλαζα μέσα μου. Αντίθετα, εδώ ανά πάσα στιγμή είσαι μάρτυρας μιας καταστροφής.

Οταν ζούσατε στη Βιέννη τι σας έλειπε από την Αθήνα;

Το φως. Ξυπνούσα τον χειμώνα στις 8 το πρωί και άναβα το ηλεκτρικό.

Αντιληφθήκατε συμπτώματα αντίστοιχα με αυτά που αναφέρει ο Χόρβατ; Μιας εθνικοσοσιαλιστικής κληρονομιάς;

Ναι. Η Βιέννη έχει παράδοση φασιστική ακόμη και πριν από τον Χίτλερ. Παρά ταύτα δεν έχει μόνο αυτή την όψη. Ακόμη και σήμερα που η Αυστρία διοικείται από ακροδεξιά κυβέρνηση δεν έχει αλλάξει κάτι γιατί διαθέτει ισχυρές αστικές δομές. Ωστόσο η άνοδος του φασισμού πρέπει να απασχολήσει όλη την Ευρώπη.

Ο Χόρβατ δείχνει τους μικροαστούς ως τους ανθρώπους πάνω στους οποίους ο Χίτλερ έχτισε τον ναζισμό.

Και ποια είναι η ιδεολογία του μικροαστισμού; Ακριβώς η ίδια ιδεολογία που επικρατεί σήμερα γύρω μας. Είμαστε σε κακή κατάσταση, δεν κάνουμε τίποτε για να την ανατρέψουμε και λέμε «δόξα τω Θεώ» που βγάζουμε 500 ευρώ τον μήνα.

Πιστεύετε ότι το μέλλον της Ευρώπης θα οριστεί από τις δυνάμεις της ακροδεξιάς;

Πιστεύω καταρχάς ότι το αλαλούμ της ΕΕ θα διαλυθεί γιατί δεν είναι καν οικονομικά ανθηρό. Αυτήν τη στιγμή στη Γαλλία ‒στο πιο προοδευτικό κράτος της Ευρώπης‒ υπάρχει μια πολύ δυνατή ακροδεξιά όπως και στις χώρες του πρώην ανατολικού μπλοκ, της Βαλτικής και στην Αυστρία. Με λίγα λόγια ξέρουμε ότι το κακό έρχεται και εμείς το παρακολουθούμε. Στην παράσταση έχω προσθέσει ένα ποίημα του Μπλοχ για τους μικροαστούς: «Μικροαστέ, ακούς το κτήνος που έρχεται ουρλιάζοντας κι εμείς έχουμε χάσει τις λέξεις, τη γλώσσα;».

Έχετε χάσει τις λέξεις;

Όχι, γιατί είμαι αρκετά μοναχικός άνθρωπος και έτσι συνδιαλέγομαι με τον εαυτό μου συχνά.

Αυτό είναι το καταφύγιό σας από την ανοησία που μας περιβάλλει;

Και το διάβασμα. Από πολύ μικρός είχα καταλάβει την απόλαυση της ανάγνωσης.

Τι άλλο σας ησυχάζει;

Παλιότερα οι στιγμές γαλήνης ήταν τόσο ελάχιστες που τις κατέγραφα. Πλέον είμαι ευχαριστημένος αν κάποια μέρα ξυπνήσω και έχω κέφι.

= = = =

INFO

«Ιστορίες από το δάσος της Βιέννης» του Εντεν φον Χόρβατ

Σκηνοθεσία – σκηνογραφία: Νίκος Μαστοράκης

Πρωταγωνιστούν: Ναταλία Τσαλίκη, Αλέξανδρος Μυλωνάς, Κωνσταντίνα Τάκαλου, Ιωάννα Μαυρέα, Νίκος Αλεξίου

Υπόγειο του Θεάτρου Τέχνης