Νίκος Μ. Δημητρόπουλος: «Δεν υπάρχει τίποτα πιο τρομακτικό από τον ίδιο μας τον εαυτό»

Νίκος Μ. Δημητρόπουλος: «Δεν υπάρχει τίποτα πιο τρομακτικό από τον ίδιο μας τον εαυτό»

Ο Νίκος M. Δημητρόπουλος είναι απόφοιτος της Ανωτέρας Σχολής Δραματικής Τέχνης του Θεάτρου Τέχνης «Καρόλος Κουν». Το θεατρικό του έργο «Οι καλοί λογαριασμοί» απέσπασε ομόφωνα το Β΄ βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα στον κρατικό διαγωνισμό συγγραφής θεατρικού έργου του Υπουργείου Πολιτισμού για το έτος 2016. Το θεατρικό του έργο «Στον πάγο» ανέβηκε τη σεζόν 2018- 19 στο «Ιλίσια Βολανάκης», σε παραγωγή του θεάτρου «Ιλίσια» (σκηνοθεσία: Μαργαρίτα Γερογιάννη). Έγραψε το κείμενο για την παράσταση «Επταπύργιο, ένας αιώνας σε μια μέρα», που ανέβηκε το καλοκαίρι του 2019, σε παραγωγή του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος (σκηνοθεσία: Εύη Σαρμή). Το θεατρικό του έργο «Σκέτη κοροϊδία» ανέβηκε τη σεζόν 2019-20, σε παραγωγή του Θεάτρου Αλεξάνδρεια (σκηνοθεσία: Βασίλης Κατσικονούρης). Διηγήματά του έχουν δημοσιευτεί και βραβευτεί, ενώ έχει συνεργαστεί με σκηνοθέτες και σεναριογράφους στη συγγραφή κινηματογραφικών και τηλεοπτικών σεναρίων.

Πρόσφατα κυκλοφόρησε το πρώτο του μυθιστόρημα με τίτλο «Ο οφειλέτης» (εκδόσεις ΚΨΜ). Πρόκειται για την ιστορία ενός ανθρώπου που χρωστάει και βλέπει τη ζωή του να καταποντίζεται, μαζί με το υπερχρεωμένο κράτος στο οποίο ζει. Το μυθιστόρημα εκτυλίσσεται σε έναν άχρονο, εφιαλτικό χώρο, που κυριαρχεί και κάνει τα πρόσωπα να μοιάζουν φασματικά, ενώ πραγματεύεται την παράλογη έννοια του χρέους πέρα από το στενό οικονομικό της πλαίσιο. Με αφορμή την κυκλοφορία ο συγγραφέας απαντά στο Eρωτηματολόγιο του Docville.

Πού γεννηθήκατε και πού μεγαλώσατε;

Γεννήθηκα στο Μαρούσι και μεγάλωσα στο Χαλάνδρι. Στα εφτά μου χρόνια μετακομίσαμε στο Αιγάλεω, έβγαλα εκεί το δημοτικό και το γυμνάσιο και στο λύκειο επιστρέψαμε πάλι στο Χαλάνδρι. Οι φίλοι μου από το Αιγάλεω με πείραζαν και με λέγανε «βουτυρόπαιδο των βορείων προαστίων», ενώ οι Χαλανδριώτες, «κάφρο Αιγαλεώτη». Εγώ δεν ένιωθα ούτε το ένα, ούτε το άλλο. Ποτέ στη ζωή μου δεν αισθάνθηκα να ανήκω κάπου.

Όταν ακούτε τη λέξη σπίτι τι σας έρχεται στο μυαλό;

Ο άνθρωπος που σε κάνει να νιώθεις ασφάλεια και θαλπωρή. Αν δεν υπάρχει αγάπη και θαλπωρή εκεί που μένεις, τότε δεν μιλάμε για σπίτι, αλλά για μια ψυχική φυλακή με τέσσερις τοίχους, που απλώς σε προστατεύει από τη ζέστη κι από το κρύο. Σπίτι δεν είναι τα ντουβάρια, αλλά οι άνθρωποι που ζούνε πίσω από αυτά.

Μια ανάμνηση από τα παιδικά σας χρόνια.

Εγώ και ο καλύτερός μου φίλος – φθινόπωρο, λίγες μέρες αφού έχουν ανοίξει τα σχολεία. Το μεσημέρι έχει βρέξει του σκοτωμού και νωρίς το απόγευμα, ο ήλιος έχει βγει και πάλι, μαζί μ’ ένα μεγάλο ουράνιο τόξο. Εγώ και ο φίλος μου, λοιπόν, βρισκόμαστε σε μια αλάνα, πάνω από μια πελώρια λακκούβα γεμάτη λασπόνερα και με κάτι πέτρες, με σπασμένες τάβλες, καρφιά και σφυριά, προσπαθούμε να φτιάξουμε κάτι σαν γέφυρα, πάνω από τον νερόλακκο.

Πριν από ένα χρόνο, λοιπόν, συναντηθήκαμε (συνεχίζουμε πάντα να κάνουμε παρέα) και κάποια στιγμή, όταν τον ρώτησα τι θυμότανε από τα παιδικά μας χρόνια, μου περιέγραψε την ίδια ανάμνηση και μάλιστα τα θυμόμασταν όλα με παρόμοιο τρόπο. Το γεγονός ότι ύστερα από τρεις και πλέον δεκαετίες, μετά όλα όσα είχαν συμβεί στις ζωές μας (εκείνος έχει περάσει ένα μεγάλο μέρος από την ενήλικη ζωή του έγκλειστος σε ψυχιατρεία), μας έδενε αυτή η κοινή ανάμνηση, ήτανε κάτι το συνταρακτικό.

Πότε ήταν η πρώτη φορά που βυθιστήκατε σε ένα βιβλίο;

Όταν διάβασα τον «Ξένο», του Αλμπέρ Καμύ, στα δεκαπέντε μου.

Ποιος ήταν ο άνθρωπος που σας μύησε στο διάβασμα;

Ο πατέρας μου.

Τι σας ώθησε στη συγγραφή;

Δεν έχω ιδέα. Άρχισα να γράφω ιστοριούλες και στιχάκια από τότε που μου έμαθαν ανάγνωση και γραφή, ενώ πριν να με μάθουν, σκάρωνα αυτές τις ιστοριούλες μες στο κεφάλι μου, οπότε θα έλεγα ότι ήτανε μάλλον κάτι σαν κλίση. Θυμάμαι ανέκαθεν τον εαυτό μου να παρατηρεί, τους πάντες και τα πάντα, λες και η ζωή γύρω μου ήταν ένα μεγάλο θέατρο που έπρεπε να αποκρυπτογραφήσω, ενώ μες στο κεφάλι μου, μια φωνή που έμοιαζε αρκετά με τη δική μου, ψιθύριζε τις σκέψεις μου. Ποτέ, ως παιδί, δεν φαντάστηκα τον εαυτό μου να κάνει μια «κανονική» δουλειά, μεγαλώνοντας. Στα εφτά μου ήθελα να γίνω Jimi Hendrix και στα εννιά μου David Bowie, ακούσματα τα οποία είχα ανακαλύψει σκαλίζοντας τη δισκοθήκη του πατέρα μου, όπως ανακάλυψα και τον Καμύ, μερικά χρόνια αργότερα, ένα βράδυ που ‘χα πιάσει να σκαλίζω τη βιβλιοθήκη του.

Η συγγραφή είναι τρόπος ζωής;

Δεν ξέρω πώς το αντιλαμβάνεται ο καθένας, αλλά για εμένα, ναι, είναι. Τρόπος ζωής όχι με την έννοια του life style, βέβαια, αλλά υπό την έννοια ότι, από ένα σημείο κι έπειτα γίνεται ένα αναπόσπαστο κομμάτι της προσωπικότητάς σου όλο αυτό, κάτι σαν προέκταση του χεριού και του μυαλού σου, ας πούμε – μια δεύτερη φύση.

Η ζωή του συγγραφέα είναι μοναχική;

Αυτό φαντάζομαι έχει να κάνει με την ιδιοσυγκρασία του καθενός. Σε ό,τι με αφορά, ως παιδί και ως έφηβος, ήμουν πολύ εσωστρεφής και μοναχικός. Υπήρχε μέσα μου μια βαθιά συστολή, κάτι πιεζόταν. Ντρεπόμουν υπερβολικά να ανοιχτώ και να μοιραστώ με τους άλλους εκείνα που ένιωθα. Αυτό, όμως, από μια ηλικία κι έπειτα, άλλαξε. Σήμερα, όλο και κάποιος/α, θα με θυμηθεί, όλο και κάποια ή κάποιον θα θυμηθώ εγώ. Τις περισσότερες φορές γράφω τη νύχτα, γιατί κατά τη διάρκεια της μέρας έχω να μιλήσω και να συναντήσω ένα σωρό ανθρώπους. Υπάρχουν βέβαια και περίοδοι εσωστρέφειας, που κλείνομαι στον εαυτό μου, αλλά μου αρέσει να συναναστρέφομαι και να ανακατεύομαι με τους ανθρώπους, μόνο και μόνο για τις σπάνιες εκείνες φορές που, κάπου, κάπως, θα πέσω πάνω σ’ εκείνους με τους οποίους κατόπιν θα συνδεθώ σε βάθος και που καμιά φορά μπορεί και να αλλάξουμε εντελώς ο ένας τη ζωή του άλλου, με τρόπους που ούτε τους είχαμε ποτέ μέχρι τότε διανοηθεί. Αν δεν επιτρέπεις στους άλλους να παρεισδύουν στην ψυχή σου και δεν κάνεις το ίδιο κι εσύ, ε τότε νομίζω ότι όχι μόνο η συγγραφή, αλλά και η ζωή η ίδια, παύουν να έχουν ενδιαφέρον.

Υπάρχουν ιδανικές συνθήκες για τη συγγραφή ενός βιβλίου;

Καφές, τσιγάρο, φαγητό, ένα δωμάτιο με ηλεκτρικό ρεύμα, λάπτοπ και μουσική. Αν έχω αυτά, τότε μπορώ να γράψω. Εννοείται ότι προτιμώ μια μεγάλη βεράντα που βλέπει στη θάλασσα, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι αυτό που θα γράψω εκεί, θα ‘ναι καλύτερο από κάτι που γράφτηκε σ’  ένα υπόγειο.

Ποιο ήταν το πρώτο πράγμα που σκεφτήκατε όταν βάλατε την τελευταία τελεία στο νέο βιβλίο σας;

Ότι θέλω να κοιμάμαι δέκα ώρες τη μέρα για το επόμενο δίμηνο.

Νιώσατε ποτέ φόβο έκθεσης;

Παλιότερα, ναι και μάλιστα πολύ. Για χρόνια έγραφα σελίδες επί σελίδων και δεν τολμούσα να τις δείξω ούτε στους πιο στενούς μου φίλους. Πλέον όμως, όχι, δεν την φοβάμαι, ίσως επειδή με τα χρόνια κατάλαβα ότι οι δηλητηριώδεις άνθρωποι θα χύσουν το δηλητήριό τους έτσι κι αλλιώς, είτε εκτίθεσαι, είτε όχι. Έχω καταλήξει στο συμπέρασμα ότι, όσο περισσότερο εξαρτάσαι από τη γνώμη των άλλων, τόσο πιο πολύ σε τρομάζει η έκθεση και γενικώς, η εξάρτηση αυτού του είδους είναι κάτι που σε κάνει δυστυχισμένο και ευερέθιστο. Όσο λιγότερο σε ενδιαφέρει η γνώμη των άλλων, τόσο πιο ευτυχισμένος είσαι.

Συγγραφικό μπλοκάρισμα. Σας έχει τύχει;

Μέχρι τώρα, όχι, δεν θα το έλεγα. Συμβαίνει συχνά, μετά από μια φάση έντονα δημιουργική και παραγωγική (που μπορεί και να τραβήξει σε μάκρος), να μη θέλω να γράψω για τους επόμενους δύο- τρεις μήνες. Εκείνες τις περιόδους συνήθως διαβάζω, ακούω μουσική, βλέπω σινεμά, πηγαίνω στη θάλασσα, περνάω παραπάνω χρόνο με τους αγαπημένους μου ανθρώπους…

Ποιοι συγγραφείς έχουν «γράψει» μέσα σας;

Ο Ντοστογιέφσκι, ο Έρμαν Έσσε, ο Χένρυ Μίλερ, ο Μπουκόφσκι, ο Τσέχωφ, ο Τζόζεφ Κόνραντ και τέλος, ο Νίτσε και ο Καμύ. Ύστερα είναι κάποια μεμονωμένα βιβλία, όπως «Η πείνα» του Κνουτ Χάμσουν, το «Ταξίδι στην άκρη της νύχτας», του Σελίν, «Το θείο τραγί» του Σκαρίμπα, «Ο Μπάρτλμπυ» του Χέρμαν Μέλβιλ, «Η Καρδιά του σκύλου», του Μπουλγκάκοφ…

Το ποτήρι είναι μισοάδειο ή μισογεμάτο;

Δεν ξέρω για εσάς, αλλά εγώ βαρέθηκα να κοιτάζω το «ποτήρι» και να προσπαθώ μια ζωή να αποφασίσω αν είναι το ένα ή το άλλο. Το θέμα είναι, κατά τη γνώμη μου, κάποια στιγμή να το κάνεις θρύψαλα το «ποτήρι» και να μην σε απασχολεί πια αν είναι άδειο, γεμάτο, ή ακριβώς στη μέση. Εάν δε θες να το σπάσεις, τότε μπορείς να πιεις το περιεχόμενό του και να διαπιστώσεις τι συμβαίνει τελικά: Αν συνεχίσεις να διψάς θα πει ότι ήτανε μισοάδειο, ενώ αν νιώσεις τη δίψα σου να σβήνεται, τότε θα πει ότι ήτανε μισογεμάτο.

Αύριο ξημερώνει μια καλύτερη μέρα;

Υποθέτω πως αυτό είναι κάτι που εξαρτάται από όλους μας. Για να ξημερώσει αυτή η καλύτερη μέρα, θα πρέπει οι άνθρωποι να απεγκλωβιστούν από την ψευδαίσθηση του «εγώ», που οδηγεί σε μια άλλη ψευδαίσθηση, αυτή του «διαχωρισμού», από ένα σύνολο με το οποίο είμαστε στην πραγματικότητα άρρηκτα δεμένοι. Αν κοιτάξει κανείς τον κόσμο προσεκτικά, θα διαπιστώσει ότι πρόκειται για έναν κόσμο ασπρόμαυρο, για μια σκακιέρα όπου οι από εδώ, εχθρεύονται και αντιμάχονται τους από κει: Οι πλούσιοι και φτωχοί, οι έξυπνοι και οι χαζοί, οι πετυχημένοι και οι αποτυχημένοι, η Ανατολή και η Δύση, οι καλοί και οι κακοί… Για να έρθουν καλύτερες μέρες, συλλογικά, θα πρέπει πρώτα σε ατομικό επίπεδο να αγαπήσουμε κάποιον-α, με όλη μας την ψυχή. Χωρίς να περιμένουμε ανταπόδοση. Χωρίς να θέλουμε να αλλάξουμε εκείνον-η που αγαπάμε, ή να νιώθουμε ότι κάτι πρέπει να αλλάξουμε εμείς οι ίδιοι στον εαυτό μας. Μόνο τότε, όταν αγαπήσουμε και αγαπηθούμε έτσι, ολοκληρωτικά και άνευ όρων, θα απελευθερωθούμε από το «εγώ» και μετά, άπαξ και συμβεί αυτό το «θαύμα», μπορεί κανείς να συνυπάρξει ακόμα και με ανθρώπους που άλλοτε θα του ήταν απεχθείς. Θα συνεχίσεις βέβαια να θυμώνεις, να απελπίζεσαι, να τσακώνεσαι, να απογοητεύεσαι, όμως θα είσαι πια ανίκανος να νιώσεις αληθινό μίσος, εκείνο το μίσος που όταν σωρεύεται, κάνει τους ανθρώπους να σκοτώνονται αναμεταξύ τους, ή να πληγώνουν θανάσιμα ο ένας τον άλλο.

Βασίζεστε στην καλοσύνη των ξένων;

Ναι. Με έχουν βοηθήσει ένα σωρό άνθρωποι που δεν τους είχα τίποτα και που τίποτα δεν μου χρωστούσαν. (Θα πρέπει βέβαια να πω ότι το έχω κάνει κι εγώ, για κάποιους «ξένους»). Τους ευχαριστώ και νιώθω ευγνώμων!

Η κόλαση είναι οι άλλοι;

Δε νομίζω. Αυτή η φράση μου φαίνεται σαν υπεκφυγή. Όπως το βλέπω εγώ, δεν υπάρχει τίποτα πιο τρομακτικό από τον ίδιο μας τον εαυτό.

Ποιο χαρακτηριστικό της ανθρώπινης φύσης εκτιμάτε ιδιαιτέρως;

Θα σας πω δύο, γιατί πάντα πάνε μαζί : Το συναισθηματικό θάρρος και τη γενναιοδωρία.

Ποιο χαρακτηριστικό της ανθρώπινης φύσης σας απωθεί;

Η υστεροβουλία – οι άνθρωποι που συμπεριφέρονται καλά και ευγενικά, μόνο σ’ εκείνους από τους οποίους πιστεύουν ότι θα αποκομίσουν κάποιο όφελος.

Τι ρόλο παίζει η φιλία στη ζωή σας;

Καταλυτικό.

Είναι σημαντικός για εσάς ο έρωτας;

Ακόμη πιο καταλυτικός και από τη φιλία.

Τι είναι ευτυχία για εσάς;

Το να έχεις την αποδοχή των ανθρώπων που σου είναι σημαντικοί και συγχρόνως να μην σε τρομάζει το ενδεχόμενο ότι κάποια μέρα μπορεί και να την –τους- χάσεις.

Η ομορφιά μπορεί να σώσει τον κόσμο;

Η ομορφιά θα σώσει τον κόσμο μόνο όταν «αποποινικοποιηθεί». Και θα «αποποινικοποιηθεί» όταν πάψουμε να γινόμαστε χυδαίοι και κομπλεξικοί απέναντί της, όταν αποτινάξουμε από πάνω μας το φόβο και τη μιζέρια. Νομίζω ότι οι περισσότεροι άνθρωποι αντιμετωπίζουν την ομορφιά σαν μια σπάνια πεταλούδα, που θέλουν πάση θυσία να την ταριχεύσουν και να την κλείσουν πίσω από ένα τζάμι για να την βλέπουν μόνο εκείνοι, μάλλον επειδή, βαθιά μέσα τους, αισθάνονται άσχημα με τον εαυτό τους. Η ομορφιά, γενικώς, τρομάζει όσο κι ο θάνατος. Όπως λέει και ο αγαπημένος μου David Bowie σ’ ένα τραγούδι του: Oh You Pretty Things, don’t you know you’re driving your Mamas and Papas insane…

Πώς σκέφτεστε τον εαυτό σας σε δέκα χρόνια;

Το να σκέφτομαι το μέλλον με αγχώνει. Προσπαθώ να μένω, όσο το δυνατόν, σε όλα αυτά με τα οποία έχω να αναμετρηθώ σήμερα, στην καθημερινότητά μου.

Είστε ικανοποιημένος με όσα έχετε καταφέρει μέχρι σήμερα;

Με κάποια ναι, με κάποια άλλα όχι. Μερικές φορές ήταν καλά, άλλες πολύ δύσκολα. Ούτως ή άλλως, όμως, νομίζω ότι η ικανοποίηση είναι ένα συναίσθημα παροδικό και για εμένα δεν είναι σε καμία περίπτωση ο αυτοσκοπός. Το ουσιώδες δεν είναι να νιώθουμε ικανοποιημένοι ή ανικανοποίητοι με όσα που έχουμε καταφέρει, με τα αποκτήματά μας –ή με ό,τι άλλο- αλλά να μη σταματάμε να εμβαθύνουμε, να μαθαίνουμε ολοένα και περισσότερο τη ζωή και τον εαυτό μας μέσα σ’ αυτήν. Αν μη τι άλλο, αυτό, προϋποθέτει κάποια αθωότητα, ένα είδος αστείρευτης παιδικής περιέργειας. Αν λοιπόν νιώθω για κάτι ικανοποιημένος, είναι που μέχρι τώρα δεν έχω χάσει αυτή μου την περιέργεια.

Info

https://kapsimi.gr/o-ofeiletis

Documento Newsletter