Ο προβολέας που φωτίζει την πλατεία των θεάτρου Ροές –όπου ανεβαίνει η παράσταση «Αμφιβολία» με τον ίδιο πρωταγωνιστή– φέγγει πάνω στη μια πλευρά του προσώπου του, κρατώντας την άλλη στο σκοτάδι.
Φαντάζει ωραία αντίθεση αυτή τώρα που τη συζήτησή μας ορίζει το δίπολο αμφιβολίας και βεβαιότητας. Ο Νίκος Κουρής δηλώνει αμέσως ισόβιος θιασώτης της πρώτης. Αν και ομολογεί «απόλυτος σε κάποια πράγματα». «Και αυτό συμβαίνει επειδή είμαι εντελώς διάτρητος και χρειάζομαι μερικές σταθερές για να μη διαλυθώ». Ηταν εξαρχής μια συνέντευξη-ομολογία.
Εχει θεμελιώδη σημασία για τον καλλιτέχνη το στοιχείο της αμφιβολίας;
Είμαι ένας άνθρωπος βουτηγμένος στην αμφιβολία. Είναι θεμελιακό στοιχείο της ψυχής μου να μην είμαι σίγουρος για τίποτε. Η αμφιβολία δεν σε ασφαλίζει, σε αφήνει πάντα εκτεθειμένο έναντι του εαυτού σου και των άλλων – γιατί όλοι σου ζητούν να είσαι σίγουρος. Και στο θέατρο πρέπει να είσαι μόνο ανασφαλής.
Εφόσον περνάς περισσότερο χρόνο με τις αμφιβολίες σου, ποιες είναι οι βεβαιότητές σου;
Καμιά, εκτός από την αγάπη μου για τον γιο μου τον Πέτρο, τη γυναίκα μου την Ελενα και τα αισθήματά μου για τους ανθρώπους που αγαπώ. Κι αν είμαι σίγουρος για κάτι ακόμη είναι οι καλές μου προθέσεις. Από εκεί και πέρα, συχνά δεν ελέγχω αυτό που συμβαίνει.
Αρκούν οι καλές προθέσεις; Συνήθως δεν κρινόμαστε γι’ αυτές.
Ο ήρωάς μου στην «Αμφιβολία», ο πατήρ Φλιν, έχει πολύ καλές προθέσεις: έχει αγάπη, καλοσύνη, μεγάλη επίδραση στους ανθρώπους, είναι χαρισματικός κι όμως βρίσκεται στη θέση να τον παρεξηγήσουν. Δεν ξέρω αν είναι ένοχος γι’ αυτό που τον κατηγορούν και ούτε μας το αποκαλύπτει το έργο. Τελεί, όμως, υπό παρεξήγηση και αυτό σημαίνει πως είναι αθώος και αδικημένος μαζί. Θέλω να πω ότι και εγώ έχω καλές προθέσεις αλλά δεν είμαι σίγουρος ότι δεν χάνω το δίκιο μου.
Σε απασχολεί πώς εντυπώνεται η συμπεριφορά σου στους γύρω σου;
Νομίζω ότι αυτό που καταλαβαίνουν οι άλλοι για μένα είναι πάντα παρεξηγημένο. Εχω σύνθετη συμπεριφορά, είμαι υπέρ το δέον νευρικός, αγενής κάποιες φορές, αλλά δεν το κάνω επειδή έχω την παράλογη φιλοδοξία να επιβληθώ στους άλλους. Αντιθέτως, έχω μια πολύ αληθινή ανάγκη για το όμορφο, να δημιουργήσω, να χάσω τον εαυτό μου για να βρω κάτι άλλο, ειδικά στο θέατρο. Παρ’ όλα αυτά, προσκρούω στις ψεύτικες προθέσεις των άλλων.
Τι σημαίνει «χάνω τον εαυτό μου»;
Είναι αυτή η ιερή δυνατότητα που σου δίνει το θέατρο να χάνεις το στιλάκι σου, όσα σε έφεραν εδώ ή όσα νομίζεις ότι ξέρεις. Διάβαζα μια συνέντευξη της Κέιτ Μπλάνσετ, η οποία μόλις τελείωνε τα γυρίσματα του «Θλιμμένη Τζάσμιν» είχε την εντύπωση ότι καταστράφηκε, πως τη μισεί όλο το συνεργείο και ότι ο Γούντι Αλεν ήθελε να την κάψει ζωντανή. Γιατί; Γιατί μπαίνοντας στο γύρισμα έχασε και ξέχασε ό,τι ήξερε. Αυτό επιδιώκω: να χάνω τον έλεγχο.
Εχεις ζήσει αντίστοιχη εμπειρία με αυτήν της Μπλάνσετ;
Τόσο συχνά που ντρέπομαι να σου πω γιατί θα τρομάξεις. Τη μια γυρίζω από την πρόβα στο σπίτι και λέω μέσα μου «παράτα τα» και την επόμενη μέρα προσπαθώ ξανά και κάτι με αποζημιώνει. Φυσικά, ούτε το ένα είναι αληθινό ούτε το άλλο. Δυστυχώς, οι άνθρωποι του θεάτρου δεν έχουμε καλό κριτήριο. Επίσης, χρειαζόμαστε μια αντίσταση στα πολύ καλά ή στα πολύ κακά λόγια που εισπράττουμε. Μια φράση μπορεί να καταστρέψει ψυχολογικά έναν άνθρωπο.
Σε επηρεάζουν τα κακά λόγια;
Απειρες φορές. Γι’ αυτό και δεν διαβάζω τις κριτικές προτού τελειώσει μια παράσταση. Η ψυχή μου είναι πολύ ανοιχτή· άνθρωποι είμαστε εξάλλου και μάλιστα εκτεθειμένοι. Σαφώς δεν αποφεύγω να πληγωθώ, τη θεωρώ πολύ ζωντανή κατάσταση αυτή γιατί αναθεωρείς πράγματα, γιατί η σιγουριά είναι μόνο βαρετή, γιατί τίποτε δεν είναι αληθινό όταν δέχεσαι σχόλια κατά κύματα πως σκίζεις. Ομως αν εγώ ανεβαίνω στη σκηνή πιστεύοντας πως σκίζω, βγαίνω έξω από τον καλό αγώνα. Κανείς δεν σε εμποδίζει να περιφέρεις το προσωπικό σου τίποτα.
Μέσα σε όλα αυτά αναρωτιέμαι τι σε έφερε στο θέατρο.
Η ανάγκη να αγαπηθώ. Μόνο που αυτό το ομολόγησα στον εαυτό μου πολύ πρόσφατα.
Διένυσες τη φάση που ήθελες να αρέσεις στους πάντες;
Πλάκα κάνεις; Ποτέ στη ζωή μου! Και σε τρεις να αρέσω από το γεμάτο θέατρο είμαι πολύ εντάξει. Φυσικά και θα ήθελα να συμβαίνει – δεν είμαι τρελός· θα ήθελα να με αγαπούν και να μου το δείχνουν. Για την ακρίβεια πολύ περισσότερο θέλω να με αγαπούν παρά να με θαυμάζουν. Ζηλεύω τους ηθοποιούς που είναι αγαπητοί. Ζηλεύω τους κωμικούς που έχουν αυτήν τη σχέση με το κοινό τους.
Αυτό σημαίνει πως θα έκανες κωμωδία;
Είμαι μόνο είρων στη ζωή μου – ειρωνεύομαι τόσο τον εαυτό μου όσο και τους άλλους. Στην πραγματικότητα δεν είμαι ποτέ σοβαρός. Επομένως, η ψυχή και η αισθητική μου εκεί είναι, στην κωμωδία. Θα ήθελα να κάνω κωμωδία αλλά με έναν άλλο τρόπο. Αισθάνομαι πολύ καλύτερα στην περιοχή όπου τα πράγματα κουνιούνται.
Γενικά, θα έλεγες πως είσαι δημοφιλής;
Μάλλον ναι, είμαι.
Για ποια πράγματα έχεις πίστη στον εαυτό σου;
Δεν είναι σκοπός μου να πιστεύω στον εαυτό μου. Αντίθετα, μου αρέσει να μην πιστεύω στον εαυτό μου και μου αρέσει να μην πιστεύουν και οι άλλοι. Μου είναι αντιπαθητική η παράλογη αυτοπεποίθηση.
Υπό αυτή την έννοια δεν έχεις απαντήσει αν έχεις ταλέντο ή όχι; Αν αξίζεις να είσαι σε αυτήν τη δουλειά.
Στ’ αλήθεια, ακόμη και σήμερα αναμετριέμαι με αυτό και είναι πολύ κουραστικό. Δεν ξέρω αν είμαι φτιαγμένος για το θέατρο ή αν είμαι καλά εδώ. Ετσι κάνω ό,τι μπορώ σήμερα – κι αύριο βλέπουμε αν θα θέλω ή αν θα με θέλει το θέατρο.
Αναγνωρίζεις, πάντως, αν έχεις πετύχει κάποια πράγματα;
Ναι, αλλά δεν μιλάω μόνο γι’ αυτό που εισπράττουν οι άλλοι ως επιτυχία αλλά για τη χαρά που μου δίνει η δουλειά μου. Μου πήρε πολύ καιρό να ενώσω τη δουλειά με τη χαρά. Μέχρι τα 35 μου δεν είχα καν σκεφτεί ότι μπορώ μέσα από αυτήν τη δουλειά να είμαι ευτυχής.
Και σήμερα τι άλλαξε;
Πλέον διεκδικώ τη χαρά που μου αναλογεί. Δεν την εκχωρώ σε κανέναν. Αλλά ξέρεις τι εννοώ χαρά; Να ξεχνιέμαι μέσα σε κάτι, να ξεφεύγω από τον πούστη τον εαυτό μου, να ελευθερώνομαι. Στο θέατρο αν έχεις συνείδηση του εαυτού σου είσαι σκλάβος. Και είναι τόσο συνηθισμένο για τους ηθοποιούς να ξέρουν πολύ καλά τι κάνουν. Θυμάμαι, ο Λευτέρης (Βογιατζής) μου έλεγε να είμαι τόσο χαζός όταν παίζω ώστε να κινδυνεύω να με πουν ηλίθιο.
Εχεις πέσει στην παγίδα της μανιέρας;
Προφανώς, αλλά δεν το κάνω συνειδητά. Εχω τα δικά μου εκφραστικά ερείπια, τους δικούς μου εκφραστικούς θανάτους, τα εργαλεία που ναι μεν διαθέτω αλλά είναι πια νεκρά. Το θέμα είναι αν αυτό το πράγμα μπορεί να ξαναζωντανέψει ή να μετασχηματιστεί.
Τι σε ζωντανεύει;
Να έχω τη δύναμη να ξεκινήσω από την αρχή.
Σε ζωντανεύει και αυτή η διαρκής εναλλαγή ανάμεσα σε ρόλους και παραστάσεις στην οποία ασκείσαι τελευταία;
Μα δεν μου φτάνουν οι τρεις παραστάσεις τον χρόνο! Μακάρι να ήταν δέκα κατά τα πρότυπα του εξωτερικού και του εναλλασσόμενου ρεπερτορίου: «Ριχάρδος» την Τετάρτη, «Αμλετ» την Πέμπτη. Είναι σπουδαίο πράγμα να αφήνεις έναν ρόλο και να τον ξαναπιάνεις γιατί ο χρόνος σού φέρνει δώρα που δεν τα περιμένεις.
INFO
«Αμφιβολία» του Τζον Πάτρικ Σάνλεϊ
Σκηνοθεσία – σκηνικά – κοστούμια: Απόλλων Παπαθεοχάρης
Διανομή: Ρούλα Πατεράκη, Νίκος Κουρής, Λίλα Μπακλέση
Θέατρο Ροές