Με το βλέμμα στραμμένο διαρκώς στον άνθρωπο και με οδηγό του την Ιστορία ο Κούνδουρος χάρισε στον ελληνικό κινηματογράφο μερικά από τα κορυφαία έργα του.
Κατά ένα περίεργο λόγο το σινεμά του Νίκου Κούνδουρου θεωρείται ποσοτικά πολύ μεγαλύτερο από ότι πραγματικά είναι. Σε μια διαδρομή 50 και βάλε ετών δημιούργησε μόλις 11 ταινίες αλλά ο δυναμισμός και η αισθητική τους (ειδικά των πρώτων φιλμ) δίνουν την εντύπωση ότι αυτές κινούνται μεταξύ των αριθμών 30 και 40! Με σπουδές στην ΑΣΚΤ της Αθήνας και επιρροές από τον ιταλικό νεορεαλισμό και το γερμανικό εξπρεσιονισμό, ο Κούνδουρος αποφάσισε στα 28 του να κάνει σινεμά χωρίς να έχει ασχοληθεί ποτέ του μέχρι τότε με τη σκηνοθεσία. Είχε προηγηθεί το πολιτικό …αγροτικό του στην Μακρόνησο (εξορίστηκε εκεί λόγω των αριστερών πεποιθήσεων του), όπου και γνωρίστηκε με τον Κατράκη και το Βέγγο, ενώ κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου είχε ενταχθεί στις τάξεις του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ. Η «Μαγική Πόλη» που γυρίζει το 1954 είναι μια αναφορά στη διαλυμένη Αθήνα που αναγεννιέται από τις στάχτες της κατοχής και του εμφυλίου πολέμου. Το φιλμ μπορεί να είναι ένα πιστό αντίγραφο του σινεμά του Ντε Σίκα και του Ροσελίνι αλλά κουβαλά μέσα του τη ψυχή του εγχώριου λαϊκού σινεμά που αναζητά ταυτότητα, ενώ οι νωπές ακόμη μνήμες του εμφυλίου βρίσκουν παρηγοριά στην ασφάλεια της ανωνυμίας στη μεγαλούπολη. Παρά το απλοϊκό στόρι (το σενάριο της μαργαρίτας Λυμπεράκη αφηγείται την ιστορία ενός φτωχού φορτηγατζή που προσπαθεί να ξεφύγει από τα πλοκάμια του υποκόσμου) το έργο διαθέτει δυνατό παλμό και μερικές αλησμόνητες εικόνες.
Το απόλυτο αριστούργημα όμως του Κούνδουρου και μια από τις κορυφαίες ταινίες στην ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου είναι ο «Δράκος». Γυρισμένος το 1956, με έντονη εξπρεσιονιστική φωτογραφία και αισθητική βγαλμένη από το νουάρ, περιγράφει την παρεξήγηση που κάνει ένα απλό ανθρωπάκι να θεωρείται στυγνός εγκληματίας. Η ιστορία είναι επηρεασμένη υπό μια έννοια από το ”Μ” του Φριτς Λανγκ αλλά αυτή τη φορά ο Κούνδουρος ευστοχεί στο σενάριο καθώς την επιμέλεια του υπογράφει ο Ιάκωβος Καμπανέλλης. Σκοτεινό, απαισιόδοξο και αλληγορικό γύρω από την έννοια της ταυτότητας και της εξουσίας, το φιλμ χάρισε στον Ντίνο Ηλιόπουλο την καλύτερη ερμηνεία της καριέρας του και απέσπασε ειδική μνεία στο φεστιβάλ Βενετίας όπου ήταν και υποψήφιο για το Χρυσό Λέοντα (όπως και η πρώτη του ταινία). Ακολούθησαν “Οι παράνομοι” (1958), «Το ποτάμι» (1959), οι «Μικρές Αφροδίτες» (βραβείο σκηνοθεσίας Αργυρή Άρκτος στο φεστιβάλ Βερολίνου το 1963), «Το πρόσωπο της Μέδουσας» (1967), «Τα τραγούδια της φωτιάς» (1974), «1922» (1978) που είναι και η τελευταία ίσως καλή ταινία του. Η δεκαετία του ‘80 συμπίπτει με την παρακμή του δημιουργού και παρότι ο «Μπάιρον, η μπαλάντα ενός δαιμονισμένου» βραβεύτηκε στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης είναι ένα κουραστικό θέαμα με κάποιες λίγες ενδιαφέρουσες ιδέες, από τις οποίες ξεχωρίζει η σπαραχτική ερμηνεία του Μάνου Βακούση. Τελευταία ταινία του ήταν το «Πλοίο για την Παλαιστίνη» που γύρισε το 2012 στα 86 του χρόνια.