Νίκος Γκροσδάνης: Σινεμά, ο παράδεισός του

«Για μένα είναι σαν να μην έχουν φύγει όλοι αυτοί οι άνθρωποι. Τους κουβαλώ μέσα μου, αφού η ζωή μου είναι ταυτισμένη με τη δική τους», λέει ο Νίκος Γκροσδάνης

Ιερά τέρατα του πολιτισμού, από τον Θεοδωράκη και τον Χατζιδάκι μέχρι τον Βούλγαρη και τον Ντασέν, παρελαύνουν στο τελευταίο βιβλίο του Νίκου Γκροσδάνη όπως τα έζησε.

«Γράφεις τίποτε;» ρωτούσαν οι σπουδαιότεροι Ελληνες καλλιτέχνες τον στενό τους φίλο Νίκο Γκροσδάνη. Κι εκείνος τους απαντούσε πως δεν γράφει ούτε γράμματα στους φίλους του, θεωρώντας πως το μόνο ταλέντο του ήταν να βλέπει και να ακούει. Δεν είχαν άδικο οι φίλοι του Γκροσδάνη, από τον Μάνο Χατζιδάκι και τον Νίκο Κούνδουρο μέχρι την Κατίνα Παξινού και την Τζένη Καρέζη. Ο άνθρωπος αυτός, που εξακολουθεί να ζει στη Θεσσαλονίκη σ’ ένα διαμέρισμα γεμάτο από τα ίχνη των σημαντικών προσωπικοτήτων που πέρασαν από κει, είχε σχεδόν μυθιστορηματική ζωή. Διόλου τυχαίο που ο Παντελής Βούλγαρης θέλησε κάποτε να τον κάνει ταινία – είναι μια από τις πολλές ιστορίες που θα διαβάσετε στο τελευταίο βιβλίο του Γκροσδάνη, με τίτλο «Ετσι τα γνώρισα, έτσι τα αγάπησα», όπως και στο προηγούμενο, το «Θυμάμαι… 32 χρόνια Φεστιβάλ Ελληνικού Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης» (εκδόσεις Επίκεντρο). Ηταν και η αφορμή για να τον συναντήσω στην πόλη του, στην περιοχή του Βαρδάρη, αφήνοντας απλώς το κινητό μου να καταγράφει ιστορίες μοναδικές από τα χείλη του. Διότι δεν χωράνε ερωτήσεις στην περίπτωση του βετεράνου δημοσιογράφου Γκροσδάνη, του νεαρού που έπιασε δουλειά σερβιτόρου μια φορά κι έναν καιρό στο περίφημο ξενοδοχείο Mediterranean Palace κι από κει γνώρισε τους πάντες, μετέχοντας ως παρατηρητής στις σημαντικότερες πολιτιστικές στιγμές της Ελλάδας από τη χούντα μέχρι τις μέρες μας. Οι αφηγήσεις του είναι απολαυστικές, αν μη τι άλλο, και τις ακούς με μια ανάσα. Οπως δηλαδή τις διαβάζεις και στο βιβλίο του. Πάμε τώρα με οδηγό τον ίδιο να κάνουμε μια αναδρομή σε μυθικά πρόσωπα που παραμένουν άθικτα από τη σκόνη του χρόνου.

Με τον Μίκη Θεοδωράκη

Για την Κατίνα Παξινού

Η Κατίνα ήταν μπαχτσές, ενώ τον Μινωτή ούτε να τον πλησιάσω δεν ήθελα. Φορούσε κάτι βραχιόλια η Παξινού που κουδούνιζαν και γύρισα και της είπα με όλη μου την αφέλεια: «Μου θυμίζετε λατέρνα»! «Γιατί, χρυσό μου;» με ρώτησε. «Με “πήγατε” στα προβατάκια στο χωριό μου με τα κουδούνια τους, αλλά έχετε και τη γλύκα των προβάτων». Η Κατίνα ήταν πληθωρική, ένας ολόκληρος θίασος από μόνη της.

Για τον Τζέιμς Πάρις

Ο θεόμουρλος, ο παρεξηγημένος Πάρις, που του κόλλησαν την ταμπέλα του χουντικού, εκείνος όμως ήταν ένας καλότατος άνθρωπος. Εκανε ένα πάρτι κάποτε και έφερε Coca-Cola που δεν υπήρχε ακόμη στην Ελλάδα. «Νικολάκη, αυτοί είναι κρετίνοι» μου έλεγε για τους χουντικούς, «αλλά εγώ έχω τους παράδες μου και κάνω το κέφι μου. Δεν καταλαβαίνουν»! Τον έζησα πολύ εκ των έσω τον Πάρις, αλλά δεν του φέρθηκα καλά και έχω τύψεις: αυτός αγόραζε όλα τα εισιτήρια για να μην τον κράξουν στον εξώστη. Οταν με είδε να δίνω τα δωρεάν εισιτήρια που μου ’χε χαρίσει ο ίδιος στους δημοσιογράφους ένιωσε προδομένος. «Κι εσύ, Βρούτε;» σαν να μου είπε μόλις του το σφύριξαν και ήρθε προς το μέρος μου. Πήρε πίσω τις προσκλήσεις και δεν ξαναμιλήσαμε. Δεν νομίζω να με συγχώρεσε ποτέ και πάντα θα του ζητάω συγγνώμη για την άστοχη κίνησή μου, ακόμη και τώρα που λείπει.

Για τη Φλέρυ Νταντωνάκη

Βρίσκομαι στο Mediterranean Palace και τη βλέπω να βγαίνει απ’ την αίθουσα του κινηματογράφου μ’ ένα υπέροχο καφτάνι και σανδάλια. Φορούσε τσεμπέρι στο κεφάλι, χαλκάδες στ’ αυτιά και κρατούσε ένα ταγάρι ηπειρώτικο. Πάρα πολύ όμορφη, όχι μια κοινή ομορφιά! Δεν ήξερα πως ήταν η τραγουδίστρια του Χατζιδάκι, ακόμη δεν είχε βγει ο «Μεγάλος Ερωτικός». Εψαχνε τον Χατζιδάκι. Την ακολούθησα έξω στο κρύο της βραδιάς. Περάσαμε στην παραλία του Θερμαϊκού. Ενώ δεν φόραγε άρωμα, ανάβλυζε κάτι σαν μύρο απ’ το δέρμα της. «Τι είν’ αυτό;» με ρώτησε για τον Λευκό Πύργο. Της απάντησα, αλλά δεν μου έδωσε σημασία παρά άρχισε να τραγουδά «Θάλασσα πλατιά». Μου μιλούσε για τα βότσαλα που πετούσε κάποτε στη θάλασσα της Κρήτης και μου συστήθηκε με τ’ όνομα Παπαδαντωνάκη που το έκανε Νταντωνάκη. Βήμα βήμα έλεγε ασυναρτησίες, σταματούσε και με κοιτούσε μ’ ένα βλέμμα που με παρέλυε. Αρχισε ένα όργιο εξομολογήσεων, για το οποίο δεν καταλάβαινα τίποτε: για το Κατμαντού, για την Τζόπλιν, για τον Ντίλαν, την Μπαέζ και τη Νέα Υόρκη. Για τον Μάνο ειδικά έλεγε πράγματα με μια απίστευτη εσωτερικότητα. «Τα τραγούδια του Μάνου είναι παντού» θυμάμαι τα λόγια της. «Σαν τη βροχή που πέφτει από τον ουρανό και γίνεται χώμα. Κάνε έτσι το χεράκι σου και πιάσ’ τα. Πρόσεχε, όμως, μην τα πληγώσεις».

Για τον Μάνο Χατζιδάκι

Του έλεγα πάντοτε την αλήθεια κι αυτό το εκτιμούσε πολύ. Το 1986 βρέθηκα στις ηχογραφήσεις της «Ρωμαϊκής αγοράς» στην Αθήνα με ηχολήπτη τον Σμυρναίο. Προβάριζαν το τραγούδι «Τώρα που πας στην ξενιτιά» για τη Μαρία Φαραντούρη. Γυρίζει ο Μάνος και με ρωτάει: «Πώς σου φαίνεται;» Ο Σμυρναίος τα έχασε που ο Μάνος ρωτούσε τη γνώμη ενός νέου ανθρώπου, ο οποίος καθόταν δίπλα του και δεν μιλούσε. «Μάνο, δεν πάει η φωνή της Μαρίας στο τραγούδι αυτό» του απαντώ. «Η Ελλη θα το πει καλύτερα». Αμέσως ο Μάνος λέει της Φαραντούρη να σταματήσουν και να το δοκιμάσουν την αυριανή μέρα. Στο μεταξύ η Μαρία με περίμενε να πάμε για φαγητό, ο Μάνος όμως της είπε ότι με χρειαζόταν στο στούντιο. Εφυγε η Μαρία και αμέσως ο Μάνος φώναξε την Πασπαλά. «Κ. Χατζιδάκι, το κομμάτι αυτό είναι της κ. Φαραντούρη» είπε η Ελλη, μα μόλις ακούσαμε το τραγούδι με τη φωνή της πετάχτηκε ο Μάνος: «Να το!». Είχα μια γάτα, τη Λίζα, που μου τη δηλητηρίασαν και για μένα ήταν ένας μικρός θάνατος. Αρχισα να κλαίω και βγήκα στον δρόμο. Ηθελα να τηλεφωνήσω του Μάνου. Τον βρήκα και μόλις μ’ άκουσε έτσι μου είπε το εξής: «Νικάκι, να σου στείλω τώρα ένα ταξί να σε φέρει στην Αθήνα;»… «Τη Λίζα μου θέλω, τίποτε άλλο»… «Κάνε υπομονή, αγόρι μου, οι άνθρωποι και τα ζωάκια μας δεν φεύγουν ποτέ, τα κουβαλάμε εντός μας».

Για τη Λένα Πλάτωνος

Μετά τον σεισμό της Θεσσαλονίκης εργάστηκα στο Electra Palace και για να μην πλήττω έγραφα κασέτες με μουσικές επιλογές για τα μεγάφωνά του. Εκεί ήταν η Πλάτωνος με τον τότε άντρα της, τον Μαραγκόπουλο, μια κούκλα πανέμορφη. Εψαξε να με βρει. Με ζήτησε στο τραπέζι της. «Εσείς έχετε σχέση με τη μουσική που ακούγεται;» με ρώτησε. «Ακουσα μια υπέροχη μουσική χθες και δεν ξέρω από πού είναι». Δεν είχα ιδέα ποιο κομμάτι είχε ακούσει. Και τότε συνέβη κάτι τρομερό: η Πλάτωνος έπιασε μια χαρτοπετσέτα και έγραψε τη μελωδία που της είχε εντυπωθεί πάνω στο πεντάγραμμο. Το κομμάτι ήταν του Τζόρτζιο Μοροντέρ από το «Εξπρές του μεσονυκτίου». Υστερα με ρώτησε αν είμαι μουσικός κι όταν της δήλωσα ερασιτέχνης ακορντεονίστας με συμβούλεψε να μην το λέω. «Από σεβασμό στη μουσική, κ. Πλάτωνος» της εξήγησα.

Η ταινία του Παντελή Βούλγαρη που δεν πρόλαβε να γυριστεί

Σ’ εποχές που δεν υπήρχε βιβλιογραφία για κανέναν Ελληνα σκηνοθέτη εγώ είχα αρχίσει και μάζευα οτιδήποτε έπεφτε στα χέρια μου. Οταν πρωτοείδα το «Προξενιό της Αννας» στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης το 1972 θυμάμαι πως την επόμενη μέρα συνάντησα τον Μάνο Χατζιδάκι. «Είδες την ταινία;» με ρώτησε. «Βέβαια, βρε Μάνο, αφού σε χαιρέτησα κιόλας»… «Να με συγχωρείς, αλλά είχα ταραχτεί. Και να μου το θυμηθείς, αυτός ο άνθρωπος θα μας δώσει αργότερα πολύ σημαντικά έργα»! Κάθισα κι έφτιαξα έναν τόμο 500 σελίδων για τον Βούλγαρη και θέλησα να του τον δείξω. Μάλιστα όταν ρώτησε ο Καβουκίδης τον Βούλγαρη τι ακριβώς είναι αυτός ο τόμος τού απάντησε: «Δεν ξέρω, ένας περίεργος τύπος ήρθε και με βρήκε». Εκτοτε ξεκίνησε μια μεγάλη αγάπη και φιλία με τον Βούλγαρη, η οποία θα πάει μέχρι το τέλος μας λογικά. Μια μέρα μου ζήτησε να καταγράψει με ένα κασετόφωνο αυτά που έλεγα. Με ρωτούσε για το χωριό μου, για τον Φίνο, για τη Βουγιουκλάκη. Ολα αυτά, όπως μου είπε μετά, τα έβαλε να τα ακούσει και η Ιωάννα Καρυστιάνη λέγοντάς της «Αυτή θα ’ναι η νέα ταινία μου»! Κατέβηκα στην Αθήνα με δικά του έξοδα, όπου μου ανακοίνωσε επισήμως την πρόθεσή του να με κάνει ταινία. Ηθελε σε μια σκηνή να έπαιζε η Αλίκη Βουγιουκλάκη, για την οποία του είχα πει πως αν μου ζητούσε κάποτε να έπεφτα στο ποτάμι στο χωριό μου το Πράβι, θα έπεφτα! Τέτοια λατρεία της είχα! Η Αλίκη μάλιστα ήθελε να συνεργαστεί με τον Βούλγαρη, αλλά όταν εκείνος την ενημέρωσε πως το τέλος του φιλμ θα ’ναι αποκαθηλωτικό για το είδωλο απογοητεύτηκε. Του ζήτησε να αφαιρέσει την ενδεχόμενη «αποκαθήλωσή» της και ο Βούλγαρης φυσικά δεν δέχτηκε. Στο μεταξύ, ο Παντελής με τον Νόλλα έγραφαν το σενάριο στην Ανδρο. Η ΕΟΚ τότε ζητούσε από τους σκηνοθέτες των χωρών της να καταθέσουν κάποια σενάρια, τα οποία θα επιχορηγούσε αρχικά με 20.000.000 δραχμές. Επέλεξαν το σενάριο για τη ζωή μου, που θα ξεκινούσε από τα παιδικά μου χρόνια και θα τελείωνε στον στρατό. Τηλεφωνούν όμως του Βούλγαρη κάποια στιγμή και τον ρωτάνε αν έδωσε το σενάριό του σε έναν Ιταλό σκηνοθέτη. Είχε παιχτεί μόλις στις Κάννες το «Σινεμά ο παράδεισος» του Τορνατόρε, που ήταν ακριβώς η ιστορία της δικής μου ζωής, το παιδάκι που μεγαλώνει μες στα σινεμά. Ο Παντελής πήρε το αεροπλάνο και πήγε στην Ιταλία για να δει την ταινία που βραβεύτηκε στις Κάννες. Τρελάθηκε! Και αμέσως έδωσε πίσω την προκαταβολή των 20 εκατομμυρίων. Η ταινία δεν έγινε ποτέ και όλοι είχαν να λένε για το ήθος του. «Πρώτη φορά σκηνοθέτης μάς επέστρεψε χρήματα»…

Ο Νίκος Γκροσδάνης με τον Παντελή Βούλγαρη

Για Κούνδουρο και Βαχλιώτη

Οποτε κατέβαινα Αθήνα τσαντιζόταν που πήγαινα συνέχεια απ’ του Χατζιδάκι: «Πάλι στον Μάνο θα πας;». Στον Κούνδουρο χρωστάω τη συνέντευξη που μου έδωσε η Ντένη Βαχλιώτη, την οποία κυνηγούσα για τρία χρόνια αλλά δεν έδινε συνεντεύξεις. Μια μέρα της τηλεφώνησε μπροστά μου ο Νίκος και του είπε πάλι όχι. «Ασ’ την, είναι μαλακισμένη» σχολίασε ο Νίκος, που όλους όσους αγαπούσε τους έβριζε. Ετυχε όμως η Βαχλιώτη να περάσει από το σπίτι του και να διαβάσει ένα αφιέρωμα που της είχα κάνει στο περιοδικό «Πανσέληνος». Εντυπωσιάστηκε κι εκεί ο Κούνδουρος της υπενθύμισε πως την έψαχνα χρόνια. «Δώσ’ μου το τηλέφωνό του» του είπε η Βαχλιώτη και λίγες μέρες μετά είχα κλήση από την ίδια: «Βρισκόμουν στο σπίτι του φίλου μου του Κούνδουρου και νομίζω πως ήρθε η ώρα να κάνουμε αυτή την περιβόητη συνέντευξη».

«Για μένα είναι σαν να μην έχουν φύγει όλοι αυτοί οι άνθρωποι. Τους κουβαλώ μέσα μου, αφού η ζωή μου είναι ταυτισμένη με τη δική τους». Αυτά ήταν τα λόγια του Νίκου Γκροσδάνη λίγο προτού φύγω από το σπίτι του με ένα σπάνιο βινύλιο του Χατζιδάκι που μου χάρισε. Το βιβλίο «Ετσι τα γνώρισα, έτσι τα αγάπησα» το έγραψε ως φόρο τιμής «σε όσους ακόμη μπορούν να ονειρευτούν, μπορούν να σκεφτούν και θέλουν να μάθουν ποια ήταν τα μεγάλα κεφάλαια του πολιτισμού μας». Το καταφέρνει στην εντέλεια. Η ανάγνωση του βιβλίου του ισοδυναμεί με καταβύθιση σε άλλο χωροχρόνο, ασύλληπτο ίσως για την πλειονότητα των νεαρότερων που ασχολούνται με τις τέχνες – γι’ αυτό ακριβώς είναι ένα βιβλίο που διδάσκει ήθος και πολιτισμό. Και κάτι ακόμη: ο Γκροσδάνης εξακολουθεί να είναι παραγωγικός και δραστήριος. Αρθρογραφεί και ενίοτε κάνει ραδιόφωνο, πέραν της μνήμης που μοιράζεται μέσα από τα βιβλία του. Είμαι σίγουρος, ωστόσο, πως δεν υπάρχει μέρα που να μην πιάσει νοερή κουβέντα με τους μεγάλους απόντες αυτού του τόπου έτσι όπως τους έζησε και τους αγάπησε.

INFO
Το νέο βιβλίο του Νίκου Γκροσδάνη «Ετσι τα γνώρισα, έτσι τα αγάπησα» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Επίκεντρο