Με οδηγό τη φράση του Ρίτσου «αν είσαι ανθρώπινος, είσαι αδερφός μου» ο Νικόλας Κουτσοδόντης έγραψε την queer ποιητική συλλογή την οποία εμπνεύστηκε από το τέλος μιας σχέσης.
Ο ποιητής Νικόλας Κουτσοδόντης φέρει κι ένα άλλο όνομα, αυτό του Μελχιόρ Γκαμπόρ, του πρωταγωνιστή του έργου «Το ξύπνημα της άνοιξης» του Φρανκ Βέντεκιντ. «Είχα αυτό το όνομα μέχρι το 2017 που έβγαλα το πρώτο μου βιβλίο» εξομολογείται, «αλλά κατάλαβα πως αν ήθελα να με βρίσκουν, θα έπρεπε να χρησιμοποιώ το πραγματικό μου όνομα». Τι είναι αυτό, όμως, που διαχωρίζει τον Κουτσοδόντη από τον Γκαμπόρ και πόσο εμπεριέχει το στοιχείο μιας θεμιτής φιλοδοξίας;
«Εχω επιλέξει να εκτίθεμαι ανεπανόρθωτα»
Ο ίδιος απαντάει: «Εγώ είμαι της λογικής της παρουσίας και της διακινδύνευσης καθώς εκτίθεμαι ανεπανόρθωτα κι αυτός είναι ένας ξεκάθαρα πολιτικός στόχος. Δεν διαχωρίζω το προσωπικό από το πολιτικό» συνεχίζει την αφήγησή του, κάτι που άρχισε να συνειδητοποιεί με την είσοδο στην εφηβεία. Σήμερα είναι 37 ετών και νιώθει, όπως το έχει γράψει κιόλας, «εσωτερικός μετανάστης στη Θεσσαλονίκη».
Του ζητάω να γίνει πιο συγκεκριμένος: «Εχω καταγωγή νησιώτικη, από την Ανδρο, αλλά μεγάλωσα στην Αθήνα. Επειδή η ζωή του άντρα Νεοέλληνα είναι πολύ μαμαδίστικη, της ησυχίας και της φαμίλιας, κάποια στιγμή για να πατήσω στα πόδια μου έκανα την πρώτη μου σχέση». Η σχέση του, το πρόσωπο αυτό, αποτελεί τον κορμό του καινούργιου βιβλίου του που έχει τίτλο «Ισως φύγεις στο εξωτερικό» (εκδόσεις Θράκα) και ήδη θεωρείται μια από τις καλύτερες συλλογές queer ποίησης που κυκλοφόρησαν τα τελευταία χρόνια στη χώρα μας. Λόγω της σχέσης του πήγαινε συχνά στη Θεσσαλονίκη και μετά τον χωρισμό αποφάσισε να μετακομίσει εκεί, προκειμένου να εκφράσει το «πένθος» του μέσα από την ποιητική γραφή του: «Το βιβλίο αυτό προοριζόταν για να περιγράψει την υγιή σχέση δύο αντρών, αλλά τελικά μεταξύ άλλων αφορά και το τέλος της σχέσης τους» μου λέει.
Θεωρεί ότι έχει πέσει πολύ… εθνικό αφήγημα στη βόρεια Ελλάδα, αλλά τη σώζει το γεγονός πως έχει ακόμη ανθηρή λογοτεχνική παραγωγή. Τονίζει, ωστόσο, πως επέλεξε τη Θεσσαλονίκη καθώς τον είχε κουράσει ο «αθηνοκεντρισμός» στα πάντα: «Η Θεσσαλονίκη θα ’ναι πάντα η πόλη του Παγκρατίδη και του Μάη του ’36, της Ορθοδοξίας και των Εβραίων».
Τον ρωτάω στη συνέχεια πώς μπορεί το προσωπικό να γίνει συλλογικό και πώς θα μπορούσε ένας άνθρωπος, ανεξαρτήτως σεξουαλικής επιλογής, να ταυτιστεί με τα ποιήματά του. Εχει έτοιμη την απάντηση: «Ενδεχομένως με κάτι οικείο και αναγνωρίσιμο που έχει να κάνει για τον καθένα με τον πόνο, την εγκατάλειψη, την αποτυχία, τη φυγή – στοιχεία κοινά για όλους, απλώς στα δικά μου ποιήματα έχουν να κάνουν με το queer κομμάτι. Ετσι εγώ τα βλέπω όλα, υπό το πρίσμα ενός αποδιοπομπαίου ατόμου, αποσυνάγωγου. Νομίζω όμως πως όποιος με διαβάσει, αν μπορέσει να θυμηθεί την πρώτη αίσθηση του ν’ αγαπάς κάποιον άλλο και μετά να φανερώσει τον πόνο της εγκατάλειψης, ίσως καταφέρει να αγκαλιάσει εμένα και ταυτόχρονα τον εαυτό του».
Μου θυμίζει τον Δημήτρη Παπαϊωάννου, που κάποτε σε μια συνέντευξή μας είχε ομολογήσει πως βλέπει τα πάντα μέσα από την ομοφυλοφιλική φύση του. Το καταλαβαίνει και συμφωνεί απόλυτα. Τα ποιήματα μέσα στο βιβλίο του είναι συνολικά 24, «όσα και η ηλικία του πρώην συντρόφου μου», όπως μου εξηγεί. Πρόκειται για μακροσκελή αφηγηματικά ποιήματα, τα οποία ο σύντροφός του γνώριζε ότι γράφονται γι’ αυτόν, ο ίδιος δεν ξέρει όμως αν ποτέ θα τα διαβάσει. Κι όταν τον ρωτάω αν τελικά ο πρώην έφυγε στο εξωτερικό, παραφράζοντας τον τίτλο της ποιητικής συλλογής του ανατρέχει στην Κατερίνα Γώγου: «Πάει, αυτό ήταν».
«Δεν είμαστε μυγιάγγιχτα τα queer άτομα, αλλά όταν σου λένε να μην τα βλέπεις όλα μέσα από το έμφυλο είναι σαν να σου λένε να μη βλέπεις τα πράγματα μέσα απ’ τα δικά σου μάτια»
«Προσπαθώ να πατάω σε δύο βάρκες»
Πάντως ακόμη και τώρα εξακολουθεί να νιώθει αποσυνάγωγος έως ένα βαθμό εξαιτίας του queer εαυτού του: «Δεν είμαστε μυγιάγγιχτα τα queer άτομα, αλλά όταν σου λένε να μην τα βλέπεις όλα μέσα από το έμφυλο διότι υποβιβάζεις την τέχνη σου είναι σαν να σου λένε να μη βλέπεις τα πράγματα μέσα απ’ τα δικά σου μάτια. Ξέρεις πόσες φορές το ακούω αυτό; Είναι ένας τρόπος να μου κάνουν gaslighting σε φάση “μου αρέσει η ποίησή σου, αλλά την περιορίζεις μπαίνοντας σ’ ένα καλούπι της εποχής”. Κι αν είσαι και μαρξιστής, όπως εγώ, προσπαθείς να πατάς σε δυο βάρκες. Στο τέλος ξέρω πως μόνο αν είσαι ειλικρινής, θα μπορέσεις να αφοράς και οποιονδήποτε άλλο».
Ποιητικά του πρότυπα είναι ο Γιάννης Ρίτσος που «ξεκλείδωσε» τη γλώσσα του: «Βασικός πυρήνας μου είναι αυτό που έλεγε ο Ρίτσος, “αν είσαι ανθρώπινος, είσαι αδερφός μου”, κρατώντας το πρόταγμα της Αριστεράς και την ελπίδα πως η εργατική τάξη θα νικήσει». Αγαπά τον Ντέιβιντ Κούπερ, όπως και πολλούς ακόμη Αμερικανούς και Βρετανούς συγγραφείς της queer πεζογραφίας. Τον Ανδρέα Εμπειρίκο επίσης, που επηρέασε τον λυρισμό της γραφής του, και τον Βύρωνα Λεοντάρη, που εκφράζει όσο κανένας άλλος ποιητής το συναίσθημα της εγκατάλειψης.
«Σταθερότητα εσωτερική και εξωτερική»
Στην ενότητα «Βαλκανικό κρύο» που απαρτίζεται από τέσσερα ποιήματα ο Κουτσοδόντης επιστρέφει στο μόνιμο πολιτικό στοιχείο: «Πριν από μερικά χρόνια επισκέφτηκα την Κροατία, μια χώρα που έζησε τον σοσιαλισμό και που πλέον περνάει οικονομική κρίση ίδια με τη δική μας. Στο Ζάγκρεμπ κυκλοφορούν φασίστες που θα σε σκοτώσουν αν σε δουν χέρι χέρι με το αγόρι σου».
Τον ενδιέφερε ανέκαθεν η έννοια του χαμένου και του ανεπίστρεπτου, αν και πάντα άφηνε μια χαραμάδα για την ελπίδα. Η κίνηση και η αλλαγή είναι τα πιο έντονα χαρακτηριστικά της γραφής του, όπως το χτίσιμο και το γκρέμισμα, «αλλά έτσι προχωρά ολόκληρη η Δύση» παραδέχεται. Και πώς μπορείς να έχεις μια δομή σταθερότητας; «Αν έχεις σταθερότητα στον προσωπικό σου χώρο, θα την έχεις και για να αντιμετωπίσεις τον κόσμο εκεί έξω» μου λέει. Και ίσως γι’ αυτό γράφει, σαν έναν τρόπο να πλησιάσει άλλους ανθρώπους και να γλυκάνει κι ο ίδιος μέσα του.
INFO
Η συλλογή «Ισως φύγεις στο εξωτερικό» του Νικόλα Κουτσοδόντη κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Θράκα