Νικόλας Φαραντούρης: Η κυβέρνηση δεν επιθυμεί τον υγιή ανταγωνισμό στην αγορά

Νικόλας Φαραντούρης: Η κυβέρνηση δεν επιθυμεί τον υγιή ανταγωνισμό στην αγορά

Ο Νικόλας Φαραντούρης είναι καθηγητής της ευρωπαϊκής έδρας Jean Monnet στο Ευρωπαϊκό Δίκαιο Ενέργειας και Ανταγωνισμού και διευθυντής του διεθνούς μεταπτυχιακού προγράμματος MSc in Energy Strategy, Law & Economics στο τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πειραιώς. Διατέλεσε επί δεκαετία διευθυντής νομικών υπηρεσιών και νομικός σύμβουλος στη ΔΕΠΑ και πρόεδρος του EUROGAS, της ένωσης 45 ευρωπαϊκών εταιρειών ενέργειας. Εδώ και δύο χρόνια είναι σύμβουλος του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ Αλέξη Τσίπρα.

Για τον λόγο αυτό πριν από λίγες μέρες, σε μια εκδήλωση με ισχυρό πολιτικό στίγμα που μάζεψε όλη την κοινοβουλευτική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ, ο Αλ. Τσίπρας επέλεξε να παρουσιάσει o ίδιος το βιβλίο του συμβούλου του με τίτλο «Η ενεργειακή κρίση στην Ελλάδα. Η δίνη της ακρίβειας, οι προειδοποιήσεις, οι προτάσεις για έξοδο», που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Παπαζήση. Δεδομένης της επικαιρότητας του θέματος, του έντονα λαϊκού του χαρακτήρα αφού αφορά κάθε νοικοκυριό και της κεντρικής του θέσης στην πολιτική σκηνή και την πολιτική σύγκρουση μεταξύ ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ, ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ είχε επιλέξει να γράψει και τον πρόλογο του βιβλίου.

Με την ευκαιρία της επίσημης πολιτικής παρουσίασης του βιβλίου, το Documento έθεσε στον καθηγητή Ν. Φαραντούρη πέντε ερωτήματα για τις εγχώριες αιτίες, τις ευθύνες και τις επιλογές που κατέστησαν την Ελλάδα ευρωπαϊκή πρωταθλήτρια στο ακριβό ρεύμα, ζήτησε τη γνώμη του για την εξωτερική ενεργειακή πολιτική της κυβέρνησης της ΝΔ και το σχόλιό του για τις τελευταίες ευρωπαϊκές αποφάσεις –ή καλύτερα για τα τελευταία ευρωπαϊκά αδιέξοδα– σε ό,τι αφορά τον στόχο της μείωσης των τιμών του ρεύματος.

Το κυρίαρχο κυβερνητικό αφήγημα για τις ανεξέλεγκτες τιμές του ρεύματος λέει ότι οφείλονται αποκλειστικά στην αύξηση των τιμών του φυσικού αερίου λόγω της σύγκρουσης της Ευρώπης με τη Ρωσία. Και μόνο ο τίτλος του βιβλίου σας «Η ενεργειακή κρίση στην Ελλάδα» δηλώνει ότι βλέπετε ισχυρούς ενδογενείς παράγοντες στην κρίση. Ποιες είναι οι ευθύνες της Ευρωπαϊκής Ενωσης για την κρίση και ποιες της ελληνικής κυβέρνησης;

«Η αλήθεια απεχθάνεται την καθυστέρηση» (veritas odit moras) έλεγαν οι Λατίνοι. Υπήρχαν όλες οι ενδείξεις για τη δυσλειτουργία της αγοράς ενέργειας, τους ατυχείς χειρισμούς και την έλλειψη προσανατολισμού στην ενεργειακή πολιτική, που τελικά οδήγησαν στη μεγαλύτερη ενεργειακή κρίση των τελευταίων ετών στη χώρα μας. Το υψηλό ενεργειακό κόστος σήμερα οφείλεται τόσο σε εξωγενείς όσο και σε ενδογενείς παράγοντες, οι οποίοι καθιστούν σήμερα την Ελλάδα αρνητική πρωταθλήτρια ακρίβειας στην Ευρώπη σε όλες τις επιμέρους ενεργειακές αγορές (ηλεκτρισμού, πετρελαιοειδών, φυσικού αερίου). Οι ενδογενείς παράγοντες προϋπάρχουν της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία και αναδεικνύουν σημαντικές παθογένειες στην οργάνωση (και στελέχωση) της ελληνικής ενεργειακής πολιτικής και την ανάγκη ανασχεδιασμού της σήμερα. Ηδη από τα τέλη του 2020 και τις αρχές του 2021 –πολύ πριν από το ξέσπασμα του πολέμου στην Ουκρανία τον Φεβρουάριο 2022– υπήρξαν προειδοποιήσεις για πολιτικές επιλογές αναφορικά με το ενεργειακό μας μείγμα, για στρεβλώσεις στην αγορά ενέργειας, για απουσία ρυθμιστικής εγρήγορσης και στιβαρής εποπτείας και για ατυχείς χειρισμούς στις εξωτερικές ενεργειακές μας σχέσεις, που προοιωνίζονταν αυξήσεις στις τιμές και ενεργειακή εξάρτηση. Οι προειδοποιήσεις αυτές εντάθηκαν από το καλοκαίρι του 2021 με άρθρα γνώμης, επιστημονική τεκμηρίωση και πολιτική παρέμβαση και, ασφαλώς, με την κατάθεση συγκεκριμένων προτάσεων για την καλύτερη θωράκιση της κοινωνίας και της οικονομίας ενόψει κλιμάκωσης των τιμών. Δυστυχώς, δεν εισακούστηκαν.

Πώς σχολιάζετε τις εξελίξεις στην Ευρωπαϊκή Ενωση μετά τη Σύνοδο Κορυφής και το πρόσφατο Συμβούλιο Υπουργών;

Ο κατευθύνσεις της Συνόδου Κορυφής αντανακλούν τις διαφορετικές ανάγκες και τον διαφορετικό βαθμό εξάρτησης και προσπαθούν να συγκεράσουν τις διαφορετικές θέσεις των κρατών-μελών. Η Γερμανία λ.χ. έχει κυρίως πρόβλημα ενεργειακής επάρκειας, ενώ η Ελλάδα σήμερα βασικά πρόβλημα ενεργειακού κόστους. Εν συνόλω, η ΕΕ παραμένει αρκετά εξαρτημένη αλλά ταυτόχρονα δηλώνει προσηλωμένη στον στόχο της κλιματικής μετάβασης και ουδετερότητας. Οπως έχω τονίσει, πρέπει να πιέσουμε για «πράσινη» και «κόκκινη» αλληλεγγύη, όχι μόνο για «μπλε» ή αλά καρτ αλληλεγγύη στην ΕΕ. «Πράσινη αλληλεγγύη» υπό την έννοια της ευρωπαϊκής θεσμικής και δημοσιονομικής αλληλεγγύης μεταξύ των κρατών-μελών της ΕΕ για την προώθηση και επίτευξη του στόχου της κλιματικής ουδετερότητας και την αποκέντρωση της παραγωγής ενέργειας στη βάση των πλεονεκτημάτων που προσφέρουν οι ΑΠΕ. Και «κόκκινη αλληλεγγύη» με την έννοια της θέσπισης δημοσιονομικών εργαλείων με στόχο τη μείωση των τιμών και την ανάληψη μέρους του κόστους προμήθειας από ευρωπαϊκούς πόρους (ενεργειακό ευρωομόλογο). Σήμερα η συζήτηση εστιάζεται κυρίως στην «μπλε αλληλεγγύη», δηλαδή την προσπάθεια διασφάλισης ότι το φυσικό αέριο θα κατευθυνθεί στα κράτη-μέλη που το χρειάζονται περισσότερο (βλ. Γερμανία), με παράλληλα μέτρα για τη μείωση της ζήτησης εντός και μεταξύ των κρατών-μελών. Σε αυτήν τη δέσμη πρέπει να επιμείνει η ελληνική κυβέρνηση στις Βρυξέλλες, με έμφαση στο πρόβλημα του ενεργειακού κόστους και όχι μόνο της επάρκειας, παράλληλα με την υιοθέτηση αντίστοιχης δέσμης ρυθμιστικών – δημοσιονομικών – ελεγκτικών παρεμβάσεων στο εσωτερικό για την αντιμετώπιση των ενδογενών παραγόντων που πυροδοτούν την ακρίβεια στη χώρα μας.

Σε ποιο βαθμό συντέλεσαν στο να γίνει η Ελλάδα η πιο ακριβή χώρα στο ρεύμα προ φόρων και επιδοτήσεων για το πρώτο εξάμηνο του 2022 σε όλη την ΕΕ βασικές επιλογές της παρούσας κυβέρνησης που προηγήθηκαν του πολέμου, όπως η πρόωρη απολιγνιτοποίηση και η πλήρης ιδιωτικοποίηση του ενεργειακού κλάδου;

Είχαμε προειδοποιήσει από το 2019 –και επιβεβαιώνεται σήμερα– ότι η κυβέρνηση προχώρησε τότε σε μια βεβιασμένη απολιγνιτοποίηση την οποία ήδη αναγκάζεται σήμερα να πάρει πίσω. Η απο-ορυκτοποίηση είναι επιβεβλημένη και πρέπει να γίνει, αλλά ο ρυθμός απεξάρτησης από τον λιγνίτη πρέπει να λαμβάνει υπόψη: α) την ασφάλεια εφοδιασμού και β) την επάρκεια σε προσφορά ηλεκτρικού ρεύματος. Ναι στα γενναία μέτρα, όχι στα πυροτεχνήματα. Στην Επιτροπή Ενέργειας της Ακαδημίας Αθηνών είχαμε υποβάλει προτάσεις για την επόμενη μέρα. Πόσες απ’ αυτές έτυχαν σοβαρής επεξεργασίας; Ο προηγούμενος σχεδιασμός προέβλεπε σταδιακή απολιγνιτοποίηση με βάση την ολοκλήρωση του κύκλου ζωής κάθε λιγνιτικής μονάδας. Ο σχεδιασμός αυτός έδινε χρόνο προσαρμογής και προετοιμασίας για τη μετάβαση. Το 2019 η κυβέρνηση επέλεξε να πριμοδοτήσει το φυσικό αέριο, που είναι επίσης ορυκτό και επιπρόσθετα εισαγόμενο. Αναφορικά με την περαιτέρω ιδιωτικοποίηση της ΔΕΗ που έγινε εν κρυπτώ και παραβύστω πέρυσι τέτοια εποχή, τα πράγματα είναι σαφή: η ΔΕΗ τα τελευταία τρία χρόνια έχει πάψει να λειτουργεί ως εταιρεία κοινής ωφέλειας και κυνηγά το κέρδος, το οποίο είναι συνδεδεμένο με δυσθεώρητες αμοιβές και μπόνους της διοίκησης. Πρωταρχικός στόχος είναι η επαύξηση των κερδών και όχι η κοινή ωφέλεια και το δημόσιο συμφέρων. Κραυγαλέα δείγματα αυτής της αμιγούς κερδοσκοπικής προσέγγισης είναι η ενεργοποίηση της ρήτρας αναπροσαρμογής πέρυσι τον Αύγουστο που γέννησε αυξήσεις 400% στους λογαριασμούς ρεύματος, η συνομολόγηση ομολογιακού δανείου με ρήτρα (penalty) λιγνίτη και ασφαλώς οι προκλητικές αμοιβές των στελεχών της, σε πλήρη αναντιστοιχία με τον καταστατικό σκοπό της.

Αναρωτιέται κανείς αν και γιατί το target model δούλεψε στην υπόλοιπη Ευρώπη αλλά σε μας η εφαρμογή του οδήγησε εξαρχής σε κερδοσκοπικά φαινόμενα.

Η Ελλάδα ακολουθεί βασικά το ευρωπαϊκό θεσμικό και ρυθμιστικό πλαίσιο της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας με ελεύθερο ανταγωνισμό. Βάσει ενός τέτοιου ιδεατού μοντέλου εισάχθηκαν και στην Ελλάδα νεοπαγείς θεσμοί και μηχανισμοί, όπως το λεγόμενο «target model», το οποίο ενθαρρύνει τη διασυνοριακή σύνδεση και την ενοποίηση των εθνικών αγορών ενέργειας σε περιφερειακή βάση, το Χρηματιστήριο Ενέργειας και η αγορά εκπομπών CO2, η οποία διαμορφώνεται από την προσφορά και ζήτηση αδειών ρύπων στο σχετικό χρηματιστήριο. Οι θεσμοί αυτοί θεσπίστηκαν σε ευρωπαϊκό επίπεδο και ενσωματώθηκαν και στη χώρα μας προκειμένου ο καταναλωτής να επωφεληθεί από την τόνωση του ανταγωνισμού. Η πραγματικότητα, ωστόσο, είναι ότι ορισμένοι θεσμοί φαίνεται να αποδίδουν σε αγορές με ρευστότητα και διασυνδέσεις και όχι τόσο σε κάποιες άλλες με διαφορετικά χαρακτηριστικά. Για παράδειγμα, το target model φαίνεται να λειτουργεί σε κάποιες χώρες της κεντρικής και δυτικής Ευρώπης αλλά όχι ικανοποιητικά στην περίπτωση Ελλάδας – Βουλγαρίας – Ιταλίας, όπου η αγορά είναι ρηχή και υποτυπώδης. Αυτό όμως που έχει μεγαλύτερη σημασία σήμερα είναι η βούληση του κράτους για εποπτεία και ρυθμιστική παρέμβαση. Διότι μπορεί οι υφιστάμενες συνθήκες –έλλειψη διασυνδέσεων, λίγοι παίκτες στην αγορά κ.ο.κ.– να διαφοροποιούν την ελληνική αγορά από άλλες, ωστόσο ακριβώς λόγω αυτών των ιδιαιτεροτήτων απαγορεύεται ο εφησυχασμός. Ακόμη περισσότερο όταν καταγγέλλονται επισήμως αντιανταγωνιστικές πρακτικές και χειραγώγηση από παράγοντες της αγοράς (Ενωση Βιομηχανικών Καταναλωτών Ενέργειας). Οπως έχω τονίσει, η αγορά σε συνθήκες ολιγοπωλίου δεν θα αυτορρυθμιστεί. Απαιτούνται σοβαρή και στιβαρή εποπτεία, στελέχωση και ενίσχυση –και της ανεξαρτησίας– των αρχών (ΡΑΕ, Επιτροπή Ανταγωνισμού) και ρυθμιστική εγρήγορση. Ενάμιση χρόνο τώρα όλα δείχνουν ότι η κυβέρνηση απαξιώνοντας τις ανεξάρτητες αρχές δεν επιθυμεί τον υγιή ανταγωνισμό στην αγορά.

Ασκείτε από καιρό έντονη κριτική στην εξωτερική ενεργειακή στρατηγική της κυβέρνησης της ΝΔ – σωστότερα, στην απουσία της. Μπορείτε να μας τη συνοψίσετε;

Προ ενός και πλέον έτους είχα προειδοποιήσει για την ανάγκη επανόδου σε μια ενεργητική εξωτερική και ενεργειακή πολιτική. Ενα χρόνο μετά οι προειδοποιήσεις για την απουσία στιβαρής και προορατικής πολιτικής επαληθεύονται σε μια περίοδο ραγδαίων ανακατατάξεων στη γειτονιά μας. Ο πόλεμος Ρωσίας – Ουκρανίας αποτέλεσε εφαλτήριο για αναβάθμιση του ρόλου της Τουρκίας, που αναδεικνύεται καταλύτης πολιτικών και γεωστρατηγικών εξελίξεων: ως «γεφυροποιός δύναμη» που διαμεσολαβεί και φιλοξενεί τις ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις, ως «πολύτιμη σύμμαχος του ΝΑΤΟ» και ταυτόχρονα προνομιακή συνομιλήτρια της Ρωσίας, ως ευεργέτιδα της Ουκρανίας και ταυτόχρονα πολέμια της επέκτασης του ΝΑΤΟ προς ανατολάς ή ως διαφαινόμενος ενεργειακός εταίρος του Ισραήλ. Η Ελλάδα; Η επιθετική ρητορική και οι απειλές έναντι της χώρας μας γίνονται χωρίς σαφείς εγγυήσεις από τους εταίρους και συμμάχους μας αναφορικά με την κλιμακούμενη επιθετικότητα της Τουρκίας έναντι της Ελλάδας και χωρίς την επιθυμητή κατεύθυνση της υποστήριξης των ελληνικών θέσεων. Διαθέτει μια έξυπνη στρατηγική η Ελλάδα στο διαμορφούμενο περιβάλλον, πέραν της συνήθους ρητορικής ή της διπλωματικής αβρότητας; Οσοι παρακολουθούμε τα τελευταία χρόνια τις διεθνείς και ευρωπαϊκές εξελίξεις γύρω από τα ελληνοτουρκικά και τις εξελίξεις στην ανατολική Μεσόγειο και σήμερα μετά τη ρωσική εισβολή είμαστε τουλάχιστον σκεπτικοί ως προς τον βαθμό προετοιμασίας και τη στρατηγική της χώρας μας τους τελευταίους μήνες. Διαπιστώνω αδυναμία διορατικότητας όσον αφορά ενδεχόμενες δυσμενείς εξελίξεις και ταυτόχρονα αδυναμία κεφαλαιοποίησης των ευνοϊκών συγκυριών και στα τρία πεδία διπλωματικών εξελίξεων: ευρωπαϊκό, περιφερειακό, αμερικανικό. Γιατί αυτή η έλλειψη διορατικότητας και θεμιτής διεκδίκησης αντισταθμίσματος της Ελλάδας απ’ τους εταίρους και συμμάχους μας έναντι της τουρκικής προκλητικότητας; Συμπερασματικά, απαιτείται πιο στιβαρή παρουσία της Ελλάδας, με πρωτοβουλία κινήσεων και στα τρία ανωτέρω πεδία: ευρωπαϊκό, περιφερειακό, ευρωατλαντικό. Πάνω από όλα χρειάζονται αποσαφήνιση της στρατηγικής μας και διορατικότητα στις επόμενες κινήσεις: ευρωτουρκικά, ενεργειακά, εξοπλιστικά. Ας αφυπνιστούμε. Οι διπλωματικές αβρότητες και το παρατεταμένο χειροκρότημα δεν αρκούν.

Documento Newsletter