Ο συγγραφέας του βιβλίου «Γκογκί[Μνήμη]»Νικόλαος Μπατζαλής μας ξεναγεί στην Κωνσταντινούπολη των προσωπικών του βιωμάτων, στην Πόλη των προγόνων του.
Ηταν Νοέµβριος του 2015 όταν κάποια καλή νεράιδα µε άγγιξε. Ανοιξε τον δρόµο ενός πρόσφυγα Τσιγγάνου τρίτης γενιάς ώστε το όνειρο ζωής να γίνει πραγµατικότητα. Ηταν η ολοκλήρωση της έρευνας ζωής για το «Γκογκί [Μνήµη]» (εκδόσεις Απαρσις) – η ιστορική υποχρέωση στις µνήµες των παππούδων προσφύγων που έφυγαν µε την ανταλλαγή των πληθυσµών το 1922. Επειδή δεν αρνήθηκαν την πίστη τους στον Χριστό και στην Παναγιά. Κωνσταντινουπολίτες για τουλάχιστον πέντε γενιές· ο παππούς µου Νικόλαος Μπατζαλής (Κωνσταντινούπολη 1896 – Αµαλιάδα 1982) µου µιλούσε για τον πατέρα του Θανάση που είχε δικό του µαγαζάκι στο Εµινονού. Αρα µιλάµε για ρίζες τουλάχιστον 200 χρόνων.
Επιστροφή στις οικογενειακές ρίζες
Οι πρώτες µου ανάσες στην Πόλη των πόλεων αξέχαστες. Ρίγη συγκίνησης αλλά και µια βεβαιότητα ότι βρίσκοµαι στο σπίτι µου. Πιστεύω ότι όλοι οι πρόσφυγες µε την ίδια καταγωγή έχουν αισθανθεί αυτά τα µοναδικά συναισθήµατα. Πρώτο ξενοδοχείο που έµεινα ήταν το Latin Hotel στην περιοχή Σουλταναχµέτ. Παλιά Πόλη την αποκαλούν. Ετσι την είχαν αποκαλέσει και οι ταξιδιωτικοί µου πράκτορες, ο Αγγελος και η Σοφία.
Περίπου έξι πάρα δέκα το πρωί. Ο ιµάµης ξεκίνησε την προσευχή του. Αν και δεν είµαι θρησκόληπτος ή χριστιανός που ακολουθεί πιστά το εθιµοτυπικό –ξέρετε, νηστεία Τετάρτη και Παρασκευή και εκκλησιασµός κάθε Κυριακή–, στην περιοχή της Αγια-Σοφιάς φούντωσε µέσα µου η ανάγκη για προσευχή! Στη συνέχεια; Μετά το καταπληκτικό πρωινό στο ξενοδοχείο µε γεύσεις οικείες, αφού δεν διαφέρουµε και τόσο ως λαοί της Μεσογείου, ξεκίνησα το περπάτηµα.
Πρώτη στάση στην πλατεία Σουλταναχµέτ, Αγία του Θεού Σοφία. Προσευχή κάτω από την εικόνα της Παναγιάς. Στη συνέχεια ακολούθησα τη διαδροµή του τραµ: Γκιουλχανέ, Σίρκετζι, Εµινονού, Γέφυρα του Γαλατά. Μέρη µοναδικά. Χώµατα και αρώµατα που ένιωθα ότι σε µια προηγούµενη ζωή τα έχω ξαναµυρίσει και τα έχω ξαναγγίξει. Συνέχισα µε τα πόδια. Αν και η συγκοινωνία είναι ανά πέντε έως δέκα λεπτά για να πας όπου θέλεις. Με τον χάρτη της Πόλης στα χέρια, ένα µικρό µπουκάλι νερό και τη φωτογραφική µηχανή µου. Κιουτσουκπαζάρ, Τζιµπαλί, Φενέρ. Εφτασα στο πατριαρχείο. Ενα κερί και µια ευχή: µόνο υγεία!
Ζήτησα από τον υπεύθυνο του ναού λίγο αγιασµό. Μου εξήγησε ότι µπορώ να πάρω από την εκκλησία της Παναγίας της Βλαχέρνας. ∆έκα µε δεκαπέντε λεπτά µε τα πόδια πιο µακριά. Συνέχισα στον Κεράτιο κόλπο. ∆ύο ακόµη περιοχές: Μπαλάτ, Αϊρανσαράι. Φτάνω έξω από την εκκλησία, καληµερίζω στα τουρκικά δυο ηλικιωµένους που κάθονται µπροστά σε ένα καφενεδάκι, απέναντι από τον ναό.
«Κριστιάν;» µε ρωτούν. «Εβέτ» τους απαντώ. Με προσκαλούν να µε κεράσουν καφέ. Πήγα κοντά τους µε ευχαρίστηση και χωρίς ταµπού. Από παιδί αντιστέκοµαι στα στερεότυπα που προσπαθούν κάποιοι να µας επιβάλουν. Αλλωστε µε την πολιτισµική µου ταυτότητα ως Ροµ (Τσιγγάνος) αυτό το έχω βιώσει στον υπερθετικό βαθµό.
Παρουσίαση του βιβλίου στο Ζωγράφειο Λύκειο
Τον Ιούνιο του 2017 µε το τροµοκρατικό χτύπηµα στο αεροδρόµιο «Κεµάλ Ατατούρκ» βρισκόµουν στην Κωνσταντινούπολη. Με τον καρντεσίµ Σελίµ που βοήθησε τα µέγιστα στην έρευνα και τη συλλογή πληροφοριών για το «Γκογκί [Μνήµη]». Πάντα καταλήγαµε σε κάποιο κεµπάπ, Adana kebap, το αγαπηµένο µου. Επιστρέφοντας στο ξενοδοχείο δεν έχω αντιληφθεί τα τραγικά γεγονότα που έχουν συµβεί στο αεροδρόµιο. Με τον θάνατο 50-60 αθώων τουριστών και Τούρκων.
Σηκώθηκα το πρωί, κατά τις 7.15, και κατέβηκα στον ηµιώροφο για πρωινό. Εκεί µε πλησίασε ο υπεύθυνος του ξενοδοχείου µε ευγένεια και µε ενηµέρωσε ότι από χτες το βράδυ ο φίλος µου Σελίµ µου άφησε µήνυµα: να µη µετακινηθώ. Θα ερχόταν κατά τις δέκα, δέκα και κάτι για να µε πάρει από το ξενοδοχείο και να µε φιλοξενήσει στο σπίτι του µέχρι να ηρεµήσουν τα πράγµατα. Ειλικρινά τα έχασα.
Τελικά βρεθήκαµε µε τον αδερφό Σελίµ. Προσπάθησε να µε καθησυχάσει γιατί νόµιζε ότι είχα πανικοβληθεί. Οταν είδε ότι όλα είναι εντάξει και πως ήµουν έτοιµος να φύγουµε για την ασιατική ακτή, στο Ουσκιουντάρ, χάρηκε.
Σε κάθε ταξίδι µου στην παγκόσµια πόλη προσπαθώ να περπατώ όσο αντέχω και να κοιµάµαι ελάχιστα. Είναι έρωτας; Είναι νοσταλγία; Είναι η ιστορία της; Είναι οι µνήµες των προγόνων που κουβαλώ; Είναι ένα χαρµάνι όλων αυτών; Η µεγάλη αλήθεια είναι ότι οι πολίτες δεν έχουµε τίποτε να χωρίσουµε µεταξύ µας. Καθώς σε κάθε ταξίδι µου από τότε που ξεκίνησα µένω πάντα στις περιοχές Σουλταναχµέτ, Τζεµπερλίτας, Μπεϊαζίτ, µε έχουν γνωρίσει αρκετοί ντόπιοι για τους οποίους είµαι το «µπατζανάκι», ο «κοµσουλάρ» (γείτονας), ο «καρντεσίµ».
Εξι χρόνια, 48 ταξίδια στην Πόλη των προγόνων µου. Περπάτησα µε τα πόδια, πήρα το τραµ και το µετρό. Συνάντησα ανθρώπους που µε µοναδικό φιλότιµο προθυµοποιήθηκαν να µου δώσουν πληροφορίες για τους Tsiggene της Κωνσταντινούπολης. Με βοήθησε πολύ η γλώσσα. ∆ίχως να την κατέχω σε τόσο καλό βαθµό, καταφέρνω να συνεννοηθώ. Εχω εισπράξει αγάπη από τους πολίτες της Πόλης. Και όλοι ξέρουν ότι είµαι Ελληνας. ∆εν µε έχει ενοχλήσει κανείς, µα κανείς. Επειδή υπάρχει θεός και είναι ένας για όλους τους λαούς του κόσµου, άσχετα πώς τον αποκαλεί ο καθένας µας.
Μια µέρα ένας άλλος καλός άγγελος, ο σπουδαίος καλλιτέχνης, συνεργάτης του Οικουµενικού Πατριαρχείου, φίλος από τη ∆ράµα και κάτοικος Κωνσταντινούπολης Ioannis Byros µε οδήγησε στα σκαλοπάτια του Ζωγράφειου. Με σύστησε στον διευθυντή, τον Γιάννη ∆εµιρτζόγλου. Ολη η πλάση συνωµότησε για να γίνει µια υπόσχεση και το όνειρο ενός ολόκληρου λαού πραγµατικότητα. Η παρουσίαση του «Γκογκί [Μνήµη]» στο Ζωγράφειο Κωνσταντινούπολης είναι µια ιστορική δικαίωση. Για τους ανατολίτες χριστιανούς Τσιγγάνους της Κωνσταντινούπολης.
INFO
To βιβλίο «Γκογκί[Μνήμη]» των Νικολάου Μπατζαλή και Κωνσταντίνου Χηνά παρουσιάστηκε στο Ζωγράφειο Λύκειο στην Κωνσταντινούπολη