Νικόλαος Φαραντούρης: Ανάγκη επανόδου σε μία ενεργητική εξωτερική πολιτική

Νικόλαος Φαραντούρης: Ανάγκη επανόδου σε μία ενεργητική εξωτερική πολιτική

Όλο το 2020 και το πρώτο τρίμηνο του 2021 χαρακτηρίζεται από σημαντικές διεθνείς ανακατατάξεις (πανδημία, ενεργειακή μετάβαση, επανατοποθέτηση των μεγάλων δυνάμεων προεδρική αλλαγή τις ΗΠΑ), αλλά και έντονης κινητικότητας στις εξωτερικές μας σχέσεις, με κλιμακούμενη επιθετικότητα της Τουρκίας έναντι της Ελλάδας και πύκνωση της ευρωπαϊκής παρέμβασης, όχι όμως προς την επιθυμητή κατεύθυνση της υποστήριξης των ελληνικών θέσεων.

Διαθέτει μία έξυπνη στρατηγική η Ελλάδα στο διαμορφούμενο περιβάλλον, πέραν της συνήθους ρητορικής;

Κάθε προσπάθεια επίλυσης προβλημάτων βάσει του Διεθνούς Δίκαιου στο πεδίο της εξωτερικής πολιτικής και των εξωτερικών σχέσεων χρειάζεται τη στήριξη των πολιτικών δυνάμεων της χώρας και της κοινωνίας. Επίσης η διαρκής συσσώρευση προβλημάτων στις εξωτερικές σχέσεις ακυρώνει οποιαδήποτε προσπάθεια για ευημερία της κοινωνίας στο εσωτερικό για πολλούς λόγους. Ωστόσο, η θετική λύση χρειάζεται προετοιμασία και στρατηγική.

Στην άσκηση της εξωτερικής πολιτικής, κατεξοχήν. Όσοι παρακολουθούμε τις διεθνείς και ευρωπαϊκές εξελίξεις γύρω από τα ελληνοτουρκικά και τις εξελίξεις την Ανατολική Μεσόγειο, είμαστε τουλάχιστον σκεπτικοί ως προς το βαθμό προετοιμασίας και τη στρατηγική της χώρας μας τους τελευταίους μήνες. Διαπιστώνουμε μία αδυναμία διορατικότητας δυσμενών εξελίξεων και, ταυτόχρονα, μία αδυναμία κεφαλαιοποίησης των ευνοϊκών συγκυριών και στα τρία πεδία διπλωματικών εξελίξεων: ευρωπαϊκό, περιφερειακό, αμερικανικό.

Α) Στην Ευρωπαϊκή Ένωση:

Η διαπίστωση ότι η ΕΕ αποδεικνύεται και τούτη τη φορά κατώτερη των προσδοκιών δεν ωφελεί. Είναι σχεδόν αυτονόητη η κατακερματισμένη στάση 27 κυρίαρχων Κρατών-Μελών σε ζητήματα εξωτερικής πολιτικής. Ιδίως όταν το διακύβευμα (εν προκειμένω η επίδειξη σθεναρής αλληλεγγύης στην χώρα μας έναντι της τουρκικής παραβατικότητας) συνδέεται με σοβαρά εμπορικά διακρατικά συμφέροντά τους και μάλιστα εν μέσω οικονομικής δυσπραγίας και ύφεσης. Όσο η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν διαθέτει ακόμη τα εργαλεία για την άσκηση πραγματικής κοινής εξωτερικής πολιτικής σύμφωνα με τη Συνθήκη ΕΕ, θα παραμένει διχασμένη. Όπως ήταν ανέκαθεν σε ζητήματα εξωτερικών σχέσεων και υψηλής πολιτικής και στρατηγικής.

Ακόμη κι έτσι όμως η Ευρώπη παραμένει το προνομιακό πεδίο μας, κι εκεί που διαδοχικές διπλωματικές ήττες έναντι μίας τρίτης, εκτός ΕΕ, παραβατικής και επιθετικής χώρας (Τουρκία), γίνονται περισσότερο οδυνηρές. Τελευταία τέτοια: η διπλωματική ήττα του Συμβουλίου Κορυφής του Δεκεμβρίου με την οπισθοχώρηση του Συμβουλίου ακόμη κι από τις λειψές θέσεις και διατυπώσεις του Συμβουλίου Κορυφής του Οκτωβρίου και την αποτυχία της Ελλάδος να αποσπάσει σοβαρές εγγυήσεις και θετικές δράσεις (και δεν αναφέρομαι μόνο στις κυρώσεις) και ένα αυστηρό πλαίσιο διαλόγου με την Τουρκία.

Η ελληνική πλευρά φαίνεται να στόχευσε αποκλειστικά στις κυρώσεις και το εμπάργκο όπλων και αυτοεγκλωβίστηκε έτσι αναγορεύοντας σε αυτοσκοπό έναν ενδιάμεσο μοχλό πίεσης (ενίοτε και ατελέσφορο, όπως δείχνουν να είναι άλλες κυρώσεις που έχουν επιβληθεί αλλού).

Παρ’ όλο που ήδη από τον Οκτώβρη οι ουσιαστικές κυρώσεις φαίνονταν να απομακρύνονται, εντούτοις απορρόφησαν μαζί με το εμπάργκο εξοπλισμών επί μήνες όλη την ενέργεια της κυβέρνησης, αλλά και πολύτιμο κεφάλαιο στο εξωτερικό. Και παρά το από καιρό διαφαινόμενο αδιέξοδο, παραμείναμε ανεξήγητα μέχρι και την ενδεκάτη (μέχρι και το δείπνο της Συνόδου Κορυφής), αλυσιτελώς, προσχωρώντας ωστόσο τελικά σε ένα δυσμενές εν πολλοίς κείμενο σε σχέση με τις πρωθυπουργικές διακηρύξεις («pactasuntservanda» κλπ.) και τις προσδοκίες της κοινής γνώμης.

Έτσι, αυτές τις μέρες οι διερευνητικές (ή όπως αλλιώς τις πούμε) επαφές Ελλάδας-Τουρκίας γίνονται χωρίς προηγούμενες εγγυήσεις από τους εταίρους μας, το μεταναστευτικό συζητείται με εκκωφαντικά απούσα την Ελλάδα (αλλά ενεργητικά παρούσα την Τουρκία), ενώ στο προσεχές Συμβούλιο Κορυφής της 25ης Μαρτίου συζητείται η συνολική αποτίμηση των ευρω-τουρκικών σχέσεων, σε κλίμα «θετικό» για την Τουρκία.

Τι θα μπορούσε να είχε γίνει νωρίτερα και -κυρίως- τί θα πρέπει να επιδιωχθεί στην επικείμενη Σύνοδο Κορυφής (αφού πλέον είναι αδύνατες ουσιαστικές κυρώσεις εν μέσω συνομιλιών) και εντεύθεν; Να προσπαθήσουμε έστω τώρα να αποσπάσουμε (σε αντιστάθμισμα των απωλειών σε κυρώσεις και εμπάργκο) ισχυρές διατυπώσεις (αναφορά σε «παράνομες» ενέργειες της Τουρκίας, αντί απλώς σε «μονομερείς» κ.ο.κ.) και ευρωπαϊκές εγγυήσεις στους όρους περαιτέρω διαλόγου με την Τουρκία που είναι και το απολύτως καίριο στρατηγικό ζητούμενο για τη χώρα σήμερα.

Β) Στα περιφερειακά:

Η Αίγυπτος συζητεί πλέον με την Τουρκία και, παρά τις διαψεύσεις για αλλαγή στάσης έναντι της Ελλάδος από τους Αιγύπτιους αξιωματούχους κατά την πρόσφατη επίσκεψη του Έλληνα ΥΠΕΞ στο Κάιρο , θα συνεχίσει να συζητεί αφού, για παράδειγμα, η οποιαδήποτε κατάπαυση του πυρός στην Λιβύη (την οποία στηρίζουν ΕΕ και ΗΠΑ) περνά μέσα από την εξομάλυνση των τουρκο-αιγυπτιακών σχέσεων. Είναι προφανές ότι μια απότομη στροφή της Αιγύπτου θα κλόνιζε την αξιοπιστία της γι’ αυτό και η όποια προσέγγιση με την Τουρκία δεν μπορεί παρά να είναι διακριτική και υποδόρια, πλην προϊούσα.

Ταυτόχρονα, Ισραήλ και Αίγυπτος συζητούν τη διαχείριση των ενεργειακών τους πόρων (με στήριξη ΗΠΑ και ΕΕ που επιδιώκουν την αραβο-ισραηλινή προσέγγιση), κάτι ωστόσο το οποίο απομακρύνει το ενδεχόμενο υλοποίησης του αγωγού EastMed (Ελλάδα-Κύπρος-Ισραήλ) για τη μεταφορά του φυσικού αερίου Κύπρου και Ισραήλ στην ηπειρωτική Ευρώπη διά της Ελλάδας. Τον αγωγό είχε στηρίξει η ΕΕ με την ένταξή του στα Έργα Κοινού Ενδιαφέροντος της ΕΕ (ProjectsofCommonInterest) και τη χρηματοδότηση των οικονομοτεχνικών μελετών για την υλοποίησή του, θεωρώντας ότι υπηρετεί την ευρωπαϊκή πολιτική διαφοροποίησης των πηγών ενέργειας και απεξάρτησης από παραδοσιακούς παρόχους φυσικού αερίου. Εξάλλου, τον EastMed είχαν στηρίξει προηγούμενες ελληνικές κυβερνήσεις αλλά και η σημερινή αφού, πέρα από τα ενεργειακά (προσωπικά, δεν θεωρώ ότι το ενεργειακό μέλλον της χώρας βρίσκεται στα ορυκτά καύσιμα), θεωρείται ότι αποτελεί ισχυρό χαρτί για τις ελληνικές θέσεις στην οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών.

Σήμερα που οι ανωτέρω ζυμώσεις κλονίζουν το ενδεχόμενο υλοποίησης του αγωγού, ποια είναι η θέση της χώρας μας; Κι αν πρόκειται να εγκαταλειφθεί το πρότζεκτ για οποιονδήποτε λόγο (οικονομικό, τεχνικό, γεωστρατηγικό), δεν θα έπρεπε τουλάχιστον να υπάρξουν συγκεκριμένα ανταλλάγματα για μία τέτοια ματαίωση; Ασφαλώς και θα έπρεπε. Δεν γίνεται από φερόμενοι ως πρωταγωνιστές των εξελίξεων στην Ανατολική Μεσόγειο, αίφνης να εκτοπιζόμαστε «στη γωνία» και χωρίς αντιστάθμισμα.

Γ) Αμερικανικός παράγων:

Την τελευταία χρονιά κορυφώθηκαν οι προκλήσεις της Τουρκίας στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο, παρά την πληθωρική φιλοξενία και τα καλά λόγια του πρώην ΥπΕΞ των ΗΠΑ MikePompeo κατά την τελευταία του επίσκεψη στη χώρα μας. Η κλιμάκωση της τουρκικής προκλητικότητας μέσα στο 2020 -αντιστρόφως ανάλογη των διακηρύξεων και προσδοκιών της Ελληνικής Κυβέρνησης- συνεχίστηκε και κατά την μεταβατική περίοδο στις ΗΠΑ.

Σήμερα, με την ανάληψη του Προέδρου JoeBiden, η Τουρκία αναδιπλώνεται, αλλά η Ελλάδα δεν φαίνεται μέχρι στιγμής να μπορεί να κεφαλαιοποιήσει γοργά το θετικό κλίμα στις ΗΠΑ, αφού για παράδειγμα, οι όποιες ουσιαστικές πιέσεις ή κυρώσεις των ΗΠΑ προς την Τουρκία μέχρι στιγμής εστιάζονται στην προμήθεια ρωσικών οπλικών συστημάτων και όχι στην ελληνο-τουρκική ένταση.

Συμπερασματικά:

Απαιτείται πιο στιβαρή παρουσία της Ελλάδος με πρωτοβουλία κινήσεων και στα τρία ανωτέρω πεδία: ευρωπαϊκό, περιφερειακό, ευρω-ατλαντικό.
Επάνοδος σε μία ενεργητική προνοητική διπλωματία και «λογική της λύσης», αντί της αποσπασματικής -πυροσβεστικής απόπειρας αντιμετώπισης των θεμάτων οσάκις ανακύπτουν.
Να καταστήσουμε τις παράνομες/επιθετικές ενέργειες της Τουρκίας ευρω-τουρκικό ζήτημα και όχι απλά διμερές ελληνο-τουρκικό.
Ενόψει της Πενταμερούς για το Κυπριακό (σε μία κακή συγκυρία, με την κυβέρνηση Αναστασιάδη να έχει απωλέσει αξιοπιστία και κύρος στο εσωτερικό και εξωτερικό), απαιτείται πάντως συντονισμός με την Κυπριακή Δημοκρατία (πρόσφατες δηλώσεις αξιωματούχων σε Ελλάδα και Κύπρο μαρτυρούν έλλειψη συντονισμού) και προσοχή στις νομικές και πολιτικές προεκτάσεις της συμμετοχής (για πρώτη φόρα με τέτοιο τρόπο) του ψευδοκράτους σε διεθνείς συνομιλίες.

Πάνω από όλα χρειάζεται αποσαφήνιση της στρατηγικής μας και διορατικότητα στις επόμενες κινήσεις: ευρω-τουρκικά, ενεργειακά, συζητήσεις με ΗΠΑ για Σούδα, επιλογή εξοπλιστικών, προετοιμασία και συντονισμός θέσεων για Πενταμερή, δούνε και λαβείν για EastMed, συνυποσχετικό για Χάγη. Ας αφυπνιστούμε.

Κι ας μην αυτοχρισθούμε ασθενείς κατά τον γνωστό διάλογο των Αθηναίων με τους Μηλίους στον Θουκυδίδη: «δυνατά δέοἱ προύχοντες πράσσουσι καί οἱ ἀσθενεῖς ξυγχωροῦσιν». Όταν δεν υπάρχει ισότητα δυνάμεων, οι μεν ισχυροί θα κάνουν τα δικά τους, οι δε ασθενείς θα τ’ ανεχθούν. Διαθέτουμε δυνάμεις. Γιατί να αποδεχθούμε τον ρόλο του ασθενούς;

*Ο Νίκος Φαραντούρης είναι καθηγητής της Ευρωπαϊκής Έδρας JeanMonnet, στο Τμήμα Διεθνών & Ευρωπαϊκών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πειραιώς

Ετικέτες

Documento Newsletter