Τα καλοκαίρια κορυφώνονται τα φημισμένα ικαριώτικα πανηγύρια, που πραγματοποιούνται με πολλές αιτίες και αφορμές.
Την Ικαρία λένε πως όταν τη συναντήσει κάποιος για πρώτη φορά ή τη λατρεύει ή τη µισεί. Το οξύµωρο του πράγµατος είναι πως και οι δύο αντιθέσεις πηγάζουν από κοινή βάση: την άγρια θάλασσα µε τα τεράστια κύµατα και τα δυνατά ρεύµατα του Ικάριου πελάγους, την υπερβολικά χαλαρή –µέχρι παρεξήγησης– συµπεριφορά των ντόπιων και φυσικά τα πανηγύρια. Εδώ ας βάλουµε έναν αστερίσκο. ∆εν υπάρχουν ίσως πιο φηµισµένα πανηγύρια στα ελληνικά νησιά από εκείνα της Ικαρίας. Σε όλη τη διάρκεια του χρόνου σε κάθε χωριό του νησιού του βορειοανατολικού Αιγαίου γίνονται συνεχώς πανηγύρια. Οι λόγοι είναι αρκετοί και διαφορετικής διαβάθµισης: µια θρησκευτική γιορτή, κάποια πολιτιστική εκδήλωση, ένας γάµος, ένα φεστιβάλ (ακόµη και πολιτικού κόµµατος, αφού είναι αρκετά δηµοφιλή τα φεστιβάλ της ΚΝΕ/Οδηγητή που πραγµατοποιούνται στον Εύδηλο ή στο Καραβόσταµο, συνήθως στα µέσα του Αυγούστου). Το φαινόµενο φυσικά κορυφώνεται το καλοκαίρι. Ειδικά την περίοδο από τα τέλη Ιουλίου µέχρι τα µέσα Αυγούστου σχεδόν µέρα παρά µέρα στήνεται σε κάποιο χωριό ένα «παραδοσιακό καριώτικο πανηγύρι». Φυσικά το πιο φηµισµένο πανηγύρι είναι εκείνο που γίνεται στο χωριό Λαγκάδα τον ∆εκαπενταύγουστο, όπου το γλέντι ξεκινά από νωρίς και συνεχίζεται µέχρι την επόµενη µέρα και ο αριθµός των επισκεπτών είναι δύο µε τρεις χιλιάδες τουλάχιστον, σύµφωνα µε συντηρητικές εκτιµήσεις.
Ο δηµοσιογράφος Νάσος Μπράτσος λέει πως η ιστορία των πανηγυριών της Ικαρίας είναι τόσο παλιά όσο και η ιστορία του νησιού. «Στο πιο ασυνήθιστο περιστατικό καταγράφουµε την επανάσταση του 1912» αναφέρει, «όπου για να διασκεδάσουν τους αιχµαλωτισµένους Τούρκους χωροφύλακες που φοβούνταν ότι θα εκτελεστούν, τους πήγαν στο πανηγύρι του χωριού Αρέθουσα (17 Ιουλίου της Αγίας Μαρίνας) ώστε να χαλαρώσουν µέχρι να απελαθούν».
«Με τεράστια διάσταση και σηµαντικό ρόλο»
Το ικαριώτικο πανηγύρι ήταν ανέκαθεν δεµένο µε την οικονοµική και πολιτική ζωή του νησιού, επισηµαίνει ο σκηνοθέτης και ηθοποιός Λεωνίδας Βαρδαρός. «Επειδή η Ικαρία ήταν ακόµη πιο αποµονωµένο νησί τα παλιά χρόνια, για να µην πούµε ξεχασµένο από την εκάστοτε πολιτική εξουσία, οι συναθροίσεις των κατοίκων µέσω των πανηγυριών αποκτούσαν τεράστια διάσταση και είχαν σηµαντικό ρόλο για τη βιωσιµότητα αλλά και την ανάπτυξη του τόπου» λέει ο Λεωνίδας Βαρδαρός, ενώ ο Νάσος Μπράτσος δίνει µια εικόνα εκείνης της εποχής: «Πεζοπόροι, αλλά και µε κάθε µέσο που πρόσφερε η εποχή, οι πανηγυριώτες ξεκινούσαν για να φτάσουν στο χωριό όπου διεξαγόταν το πανηγύρι. Η αφορµή για τον ορισµό τους ήταν κυρίως θρησκευτικές γιορτές και η διοργάνωσή τους γινόταν πάντα µε συλλογική και µη αµειβόµενη εργασία. Ο σκοπός τους ήταν και είναι κοινωφελής, αφού οριζόταν εκ των προτέρων πού θα κατευθύνονταν τα χρήµατα που θα προέκυπταν (π.χ. τσιµεντοστρώσεις χωµάτινων δρόµων, επισκευές εκκλησιών, ανέγερση πολιτιστικών χώρων κ.λπ.). Γι’ αυτό και οι τιµές ειδικά στο κρέας των πανηγυριών ήταν πάντα πιο τσιµπηµένες, για να βγαίνει κέρδος για το χωριό και τον σκοπό που έθετε. Επίσης στο παρελθόν η υποδοµή τους (πάγκοι, τραπέζια, καρέκλες, µαχαιροπίρουνα) ήταν δανεική από τα σπίτια του κάθε χωριού. Στην εξέλιξή τους οι σύλλογοι εξοπλίστηκαν µε τα απαραίτητα και έτσι δεν χρειάζονται πια ρεφενέδες υποδοµής».
Πώς φτάσαµε όµως στο σήµερα, που το ικαριώτικο πανηγύρι έχει γίνει όχι απλώς µόδα αλλά συνώνυµο της trendy διασκέδασης;
«∆υστυχώς ο χαρακτήρας τους µε το πέρασµα των χρόνων αλλοιώθηκε» υποστηρίζει ο Λεωνίδας Βαρδαρός, «καθώς παλαιότερα πήγαινε κάποιος για να συναντήσει τους φίλους και τους συγγενείς του ή για να κλειστούν δουλειές για κάνα χωράφι που αντάλλασσαν κάτοικοι που ζούσαν σε διαφορετικές περιοχές ή ακόµη και για να βρεθεί κατάλληλη νύφη ή γαµπρός. Είχε λοιπόν και αισθηµατικό χαρακτήρα το παλιό ικαριώτικο πανηγύρι, γιατί σε κάποιο από αυτά µπορούσες να γνωρίσεις τον έρωτα της ζωής σου».
Τη συγκεκριµένη αλλαγή επισηµαίνει και ο Νάσος Μπράτσος, αφού «µε τα χρόνια και την προσέλευση αρκετών τουριστών, ειδικά νεολαίας, ο θεσµός διαδόθηκε, αγαπήθηκε, αλλά έγινε µη λειτουργικός, αφού οι υποδοµές του νησιού στενάζουν τις πιο τουριστικές ηµέρες του Αυγούστου και αυτό αποτυπώνεται και στα πανηγύρια. Προσωπική µου άποψη είναι ότι όσα είναι έξω από την καρδιά του καλοκαιριού διατηρούν το χρώµα που θυµίζει το παρελθόν τους».
Στο κοµµάτι της καθαρής διασκέδασης ή στα µουσικά χαρακτηριστικά του πανηγυριού ο Νάσος Μπράτσος τονίζει πως «δεν υπάρχει ο θεσµός της “παραγγελιάς”, η ορχήστρα παίζει µε προσυµφωνηµένη αµοιβή και για όλους και δεν χορεύουν µόνο όσοι χαρτζιλικώνουν τους οργανοπαίκτες όπως συµβαίνει αλλού. Μουσικά κυριαρχεί ο ικαριώτικος, νησιώτικα και λαϊκά τραγούδια».
«Τα γνήσια είναι τα µεσηµεριανά»
Μια εξαιρετικά πιστή περιγραφή του σύγχρονου πανηγυριού της Ικαρίας µας δίνει η φιλόλογος, ποιήτρια, συγγραφέας και µεταφράστρια Ηρώ Τσαρνά-Κ: «Τα παραδοσιακά πανηγύρια της Ικαριάς δεν έχουν σχέση ούτε µε εκείνα της Αναγέννησης µε τις αγοραπωλησίες ζώων ούτε µε τα σηµερινά αστικά, που στρώνονται πάγκοι µε µικροαντικείµενα και τρόφιµα προς πώληση. Αυτά της Ικαρίας γίνονταν και γίνονται κι αυτά για τον εορτασµό κάποιου αγίου (π.χ. του Αγίου Παντελεήµονος, 27 Ιουλίου) ή του Ιησού (η Μεταµόρφωση του Σωτήρος, 6 Αυγούστου) και της Παναγίας (η Κοίµηση, 15 Αυγούστου), αλλά οι εισπράξεις από το φαγητό, το ρασκό (ορεσκώο-ορεινό) κατσικάκι και τον ζωµό που προσφερόταν σε κουβαδάκια στους πανηγυριστές και από τους άλλους µεζέδες απ’ τα µποστάνια των συµµετεχόντων και το κρασί από τα αµπέλια τους πήγαιναν σε ωφέλιµα έργα για το χωριό (δρόµοι, ύδρευση). Οι οργανοπαίκτες του νησιού δεν παίζουν επί πληρωµή και κατά παραγγελία αλλά για όλο τον κόσµο, που καλείται να χορέψει. Περίφηµο ήταν και είναι το καριώτικο βιολί –στο οποίο διέπρεψαν κατά καιρούς ο Τσεπέρκας από τον Αγιο Πολύκαρπο, ο Μικές, ο Κουκής, το Ψαλτήρι (Βατούγιος) ο Σκάντζακας, από τα µέρη των Ραχών–, αλλά και η λύρα. Η τσαµπουνοφυλάκα (ο αρχαίος άσκαυλος), που την έµαθαν και πολλοί νεότεροι, φέρνει ρίγη συγκίνησης στο άκουσµά της. Ταγκό, βαλς, φοξ τροτ χορός σε ζευγάρια, η κοµπαρσίτα κάτω απ’ τις σπαρακτικές τρίλιες του βιολιού αλλά και ο “καριώτικος” χορός µε τις σπαρταριστές του ιδιοµορφίες. Εδώ δεν υπάρχει “πρώτος”, όλοι περνούν από τον “κάβο” κι ο καθένας κάνει τα τσαλίµια του. Τα γνήσια πανηγύρια του νησιού είναι τα µεσηµεριανά µετά την εκκλησία και λίγο αργότερα, µε τον κόσµο του χωριού και των περιχώρων, και όχι τα υπερµεγέθη όπου ούτε τρως ούτε χορεύεις σαν άνθρωπος κι όπου χάνει η µάνα το παιδί και το παιδί τη µάνα!» συµπληρώνει η Ηρώ Τσαρνά-Κ.
Τα τελευταία χρόνια ο θεσµός λόγω της πανδηµίας δέχτηκε γερό πλήγµα. «Επειτα από µια διετία κορονοϊού τα πανηγύρια ξανάρχισαν µε επιφυλάξεις ως προς τη συµµετοχή του κόσµου, αφού κορονοϊός, αυξηµένο κόστος βενζίνης και ευρύτερα η ακρίβεια δεν ήταν δυνατόν να τα αφήσουν αλώβητα» λέει ο Νάσος Μπράτσος και συνεχίζει: «Μιλάµε για τη γενική εικόνα και τον µέχρι στιγµής µέσο όρο τους και όχι για µερικά που πάντα είχαν µαζική προσέλευση. ∆ιακρίνονται σε ηµερήσια που ξεκινούν προς το µεσηµέρι και τελειώνουν λίγο µετά τα µεσάνυχτα και σε “κανονικά”, που ξεκινούν το βράδυ και τελειώνουν τουλάχιστον την επόµενη ανατολή. Υπάρχουν και στιγµές που αναβάλλονται για σοβαρούς λόγους, όπως έγινε αυτήν τη χρονιά στις περιοχές από τις οποίες καταγόταν ο αδικοχαµένος 17χρονος που πνίγηκε τον Ιούλιο και λόγω πένθους ακυρώθηκαν. Συνεπώς διατηρούν ένα στοιχείο συλλογικότητας ως προς τη διοργάνωση και τους στόχους τους, παρά τις αλλαγές που υπάρχουν στις ιστορικές περιόδους που αυτά εξελίσσονταν».
«∆εν πρόκειται να χαθούν»
Πάντως ο Λεωνίδας Βαρδαρός θεωρεί ότι το µεγαλύτερο πλεονέκτηµα και µαζί η δύναµη των πανηγυριών της Ικαρίας είναι πως αποτελούν «γνήσια λαϊκή έκφραση και γι’ αυτό δεν πρόκειται να χαθούν. Μπορεί η παλιά ροµαντική εικόνα µε τον κόσµο να φτάνει µε τα γαϊδουράκια όπως θυµάµαι από τα παιδικά µου χρόνια και τις γυναίκες να αλλάζουν ρούχα για να φορέσουν τα καλά τους (ένα φουστάνι και τα γοβάκια για να µπορούν να χορεύουν) να έχει χαθεί, αλλά το αποτύπωµά τους στο πέρασµα των χρόνων είναι ισχυρό και γι’ αυτό έχουν ακόµη τόση απήχηση στον κόσµο» συµπληρώνει ο Ικαριώτης σκηνοθέτης και ηθοποιός που κατάγεται από το νότιο µέρος του νησιού, ενώ δίνει µια ενδιαφέρουσα και µάλλον άγνωστη πτυχή που του επισήµανε µια φίλη του λαογράφος. «Σύµφωνα µε εκείνη, οι παλιοί Ικαριώτες έκαναν τα πανηγύρια επειδή είχαν άφθονο κρέας και κρασί που έπρεπε να καταναλωθεί. Οµως, ακόµη κι έτσι να είναι, η σηµασία τους δεν αµφισβητείται, καθώς χάρη σε αυτά τα πανηγύρια µπόρεσαν οι Ικαριώτες να φτιάξουν µόνοι τους τα σχολεία, τους δρόµους και τα σπίτια τους» αναφέρει ο Λεωνίδας Βαρδαρός.
Τέλος, για το βασικότερο στοιχείο των πανηγυριών της Ικαρίας, που είναι φυσικά ο ικαριώτικος χορός, η Ηρώ Τσαρνά-Κ αναφέρει: «Τον γνήσιο καριώτικο τον χόρευαν οι παλαιότεροι, µεγάλης ηλικίας, σε αργό αλλά αισθησιακό ρυθµό και κινήσεις, βάζοντας την καρδιά και τη σοφία στα πόδια τους. ∆εν είναι χοροπηδηχτός χορός, είναι λικνιστικός, ανατολίτικος. Για τις φιγούρες και τα τσακίσµατα του καριώτικου που δονούν το κορµί και µαρτυρούν έντονα την παρουσία του ∆ιόνυσου, του θεού του κρασιού, της ανάτασης και της αναγέννησης, του έρωτα, της χαράς της ζωής µιλά και ο Γάλλος ουτοπιστής Ετιέν Καµπέ (σ.σ.: “Ταξίδι στην Ικαρία”, σελ. 261, µτφρ. Ηρώ Τσαρνά-Κ). Ο ∆ιόνυσος που ανατράφηκε από τις τροφούς του σε σπηλιά της Ικαρίας, µεγάλος πια, περνώντας από το νησί ερωτεύτηκε τη νύµφη της Ικαρίας Ψαλακάνθη. Οταν όµως βρέθηκε στη Νάξο ξέχασε τις υποσχέσεις του προς τη νύµφη αφού ξελογιάστηκε από την Αριάδνη. Η νύµφη ζήλεψε και τα είπε όλα στην κόρη του βασιλιά της Κρήτης. Ο ∆ιόνυσος τη µεταµόρφωσε αρχικά σε φυτό-βάλσαµο και αργότερα στον αστερισµό Βόρειος Στέφανος («Αλεξάνδρεια Γεντί – Σκαρί», σελ. 78-79, Ηρώ Τσαρνά-Κ)».