Στις 22 Νοεμβρίου, στην προ ημερήσιας διάταξης συζήτηση στη Βουλή με θέμα τις αυξήσεις τιμών (μεταξύ αυτών και του ηλεκτρικού ρεύματος, στο οποίο η χώρα μας αναδεικνύεται πλέον πανευρωπαϊκά πρωταθλήτρια στις υψηλότερες τιμές), ο Κυριάκος Μητσοτάκης παρέθεσε ένα συνονθύλευμα από σκόρπια στοιχεία που κάποιος από τους λογογράφους του είχε συγκεντρώσει από προϋπολογισμούς του ΣΥΡΙΖΑ και συνεντεύξεις του πρώην προέδρου Μανώλη Παναγιωτάκη περί της ΔΕΗ για να παρουσιάσει ένα εξαιρετικά θολό όσο και ανήκουστο επιχείρημα. Σύμφωνα με αυτό, η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ δεσμεύτηκε να πουλήσει τη ΔΕΗ, αλλά για να προστατέψει τους συνδικαλιστές και να κάνει κοινωνική πολιτική την απαξίωσε. Ακολούθως ενέγραψε στον προϋπολογισμό του 2018 κονδύλι 100 εκατ. ευρώ από την πώληση της ΔΕΗ, αλλά δεν την προχώρησε γιατί επρόκειτο για εξευτελιστική αποτίμηση. Ευτυχώς όμως ήρθε η ΝΔ, ανέβασε τη μετοχή της, έκανε αύξηση κεφαλαίου και παρά την έμμεση ιδιωτικοποίηση της ΔΕΗ που προώθησε παραιτούμενη από το 17% της συμμετοχής του δημοσίου, το υπόλοιπο 34% που έχει σήμερα το δημόσιο αξίζει πιο πολλά από το 51% επί ΣΥΡΙΖΑ.
Όσο έλεγε αυτά ο Μητσοτάκης – για να πείσει τους ψηφοφόρους της Δεξιάς που ίσως και να μην είδαν με καλό μάτι την περαιτέρω ιδιωτικοποίηση της ΔΕΗ προς όφελος κάποιων funds στη μέση μιας ενεργειακής κρίσης κι ενώ ανεβαίνουν ανεξέλεγκτα οι τιμές του ηλεκτρικού ρεύματος– καλούσε μάλιστα τον τομεάρχη Ενέργειας του ΣΥΡΙΖΑ και βουλευτή Σωκράτη Φάμελλο να του απαντήσει σε όλα αυτά, αλλά ο Σ. Φάμελλος είχε μείνει με το στόμα ανοικτό από την έκταση της διαστρέβλωσης και αδυνατούσε να καταλάβει πού τα είχε βρει ο Μητσοτάκης όλα αυτά.
Τι λέει ο Μητσοτάκης για να πείσει τους δεξιούς
Δεν ξέρουμε αν ο Μητσοτάκης έπεισε τους δεξιούς που τον άκουσαν ότι και στη ΔΕΗ τα έκανε όλα καλά. Επειδή όμως η ενέργεια δεν είναι ένα αγαθό όπως όλα τα άλλα και η πολιτική της ιδιωτικοποίησης όλων των ενεργειακών εταιρειών της χώρας, την οποία εφαρμόζει τα δύο τελευταία χρόνια η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας για λόγους ορατά ιδεοληπτικούς, έχει αρνητικές επιπτώσεις στην εγχώρια βιομηχανία και βιοτεχνία, την απασχόληση, την ανταγωνιστικότητα, εντέλει σε όλη την εθνική οικονομία –κινείται μάλιστα σε εκ διαμέτρου αντίθετη κατεύθυνση από την πολιτική της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ που πάλεψε με νύχια και με δόντια να διατηρήσει τον δημόσιο έλεγχο και την ιδιοκτησία στις ενεργειακές εταιρείες–, το Documento θα επιχειρήσει να αποκαταστήσει μερικές αλήθειες.
Ως γνωστόν, ο από σπόντα εμπνευστής του προγράμματος πώλησης της ελληνικής δημόσιας περιουσίας (μεταξύ της οποίας και οι κρατικές εταιρείες) στο όνομα της αύξησης των δημόσιων εσόδων που θα μείωναν το χρέος ήταν ο Γιώργος Παπανδρέου, που την άνοιξη του 2010, στις σκληρές μέρες της επαπειλούμενης χρεοκοπίας, υποστήριξε ότι η Ελλάδα έχει μεγάλη δημόσια περιουσία με την οποία μπορεί να εγγυηθεί την αποπληρωμή των δανείων της. Ετσι, τον Φεβρουάριο του 2011 οι δανειστές απαίτησαν από την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ την άμεση καταγραφή και πώληση δημόσιας περιουσίας ύψους 50 δισ. ευρώ. Η δέσμευση αυτή Παπανδρέου, ειδικά σε ό,τι αφορούσε τη ΔΕΗ και τη δημόσια γη, προσέκρουσε στις ισχυρές αντιδράσεις πολλών βουλευτών και συνδικαλιστών του κυβερνώντος κόμματος, προκάλεσε διάφορα μπρος πίσω και λειτούργησε τελικά σαν θρυαλλίδα για την έναρξη της αποσάθρωσης του ιστορικού ΠΑΣΟΚ.
Το σχέδιο διάσπασης της ΔΕΗ Σαμαρά – Βενιζέλου
Στη συνέχεια η κυβέρνηση Παπαδήμου και η συγκυβέρνηση Σαμαρά – Βενιζέλου ανέλαβαν πρωτίστως την «ιδιοκτησία του προγράμματος αποκρατικοποιήσεων» (όπως το έλεγαν και οι τροϊκανοί) και δευτερευόντως να το σχεδιάσουν και να το υλοποιήσουν. Πράγματι το έκαναν, υπογράφοντας με τους δανειστές συμφωνία για την πώληση του συνόλου σχεδόν της δημόσιας περιουσίας που είχε καταγραφεί και που βεβαίως περιλάμβανε και το σύνολο των ενεργειακών εταιρειών του δημοσίου, δηλαδή τη ΔΕΗ, τη ΔΕΠΑ (Δημόσια Επιχείρηση Αερίου) και τον ΔΕΣΦΑ (Διαχειριστής Εθνικού Συστήματος Φυσικού Αερίου), τα ΕΛΠΕ και την υπόγεια αποθήκη φυσικού αερίου της Καβάλας. Το 2013 η κυβέρνηση Σαμαρά – Βενιζέλου επιχείρησε να ξεκινήσει την ιδιωτικοποίηση της ΔΕΗ, με πρώτο βήμα το σπάσιμό της σε τρία κομμάτια: τον ΑΔΜΗΕ (Ανεξάρτητος Διαχειριστής Μεταφοράς Ηλεκτρικής Ενέργειας) που θα έπαιρνε το δίκτυο υψηλής τάσης, για τον οποίο ο στόχος ήταν να ιδιωτικοποιηθεί εντός του έτους, μια μικρή ΔΕΗ (17% των μετοχών που πέρασε στο ΤΑΙΠΕΔ) για να πουληθεί στον ιδιωτικό τομέα ως το 2016 και μια μεγάλη ΔΕΗ (34% των μετοχών που έμειναν στο δημόσιο) με στόχο να ιδιωτικοποιηθεί ως το 2016. Την ίδια χρονιά η κυβέρνηση Σαμαρά – Βενιζέλου πούλησε το 31% του ΔΕΣΦΑ στην αζέρικη Socar.
Αλλά η προσπάθεια να προχωρήσει η διάσπαση της ΔΕΗ με τη δημιουργία της μικρής ΔΕΗ, που θα έπαιρνε ως προίκα μονάδες λιγνίτη και υδροηλεκτρικά, λιγνιτωρυχεία και 2 εκατ. πελάτες, και να δοθεί ως νέα καθετοποιημένη εταιρεία ηλεκτρικής ενέργειας σε ιδιώτη το καλοκαίρι του 2014 προκάλεσαν πολλές τριβές μεταξύ των κυβερνητικών εταίρων και θύελλα αντιδράσεων από την αντιπολίτευση του ΣΥΡΙΖΑ, τη ΓΕΝΟΠ και τους κοινωνικούς εταίρους. Εν μέρει και γι’ αυτό η κυβέρνηση Σαμαρά – Βενιζέλου, αντί να λάβει τα πρόσθετα μέτρα που ζητούσαν οι δανειστές και να πάρει πρόσθετο πολιτικό κόστος, έκανε ό,τι χρειαζόταν για να πάει τη χώρα σε πρόωρες εκλογές.
Η πρώτη κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ Ιανουαρίου – Ιουνίου 2015, εκτός από την επαγγελία της κατάργησης του μνημονίου, με νομοσχέδιο του τότε υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας Παναγιώτη Λαφαζάνη προχώρησε αρχικά στην ακύρωση όλου του σχεδιασμού της κυβέρνησης Σαμαρά – Βενιζέλου για τις κρατικές ενεργειακές εταιρείες, δηλαδή τον διαμελισμό και την πώληση της ΔΕΗ, του ΑΔΜΗΕ και των ΕΛΠΕ στον ιδιωτικό τομέα. Οταν όμως τον Ιούλιο ο ΣΥΡΙΖΑ υπέκυψε με τη σειρά του στην απειλή της άτακτης χρεοκοπίας και υπέγραψε το δικό του μνημόνιο, συμπεριέλαβε σε αυτό δύο ριζικές αλλαγές του ελληνικού προγράμματος αποκρατικοποιήσεων.
Ο περιορισμός των αποκρατικοποιήσεων
Η πρώτη αλλαγή αφορούσε τον δραστικό περιορισμό των περιουσιακών στοιχείων του δημοσίου που θα έβγαιναν προς πώληση. Ετσι, το ελληνικό πρόγραμμα αποκρατικοποιήσεων περιορίστηκε δραστικά, συμπεριλαμβάνοντας ό,τι είχε ήδη καταλήξει και δρομολογηθεί από διαγωνισμούς που είχαν τρέξει επί κυβέρνησης Σαμαρά – Βενιζέλου, δηλαδή τα αεροδρόμια, το Ελληνικό, τον Αστέρα Βουλιαγμένης, το IBC, το Αφάντου, τα λιμάνια ΟΛΠ και ΟΛΘ, την ΤΡΕΝΟΣΕ, τον ΔΕΣΦΑ και το 22% του ΑΔΜΗΕ.
Η δεύτερη αλλαγή αφορούσε την πρόβλεψη για τη δημιουργία μιας κρατικής εταιρείας συμμετοχών και δημόσιας περιουσίας για να συμπεριλάβει ως θυγατρικές της όλα εκείνα τα καταγεγραμμένα περιουσιακά στοιχεία του ελληνικού δημοσίου που δεν είχαν μεταβιβαστεί ήδη στο ΤΑΙΠΕΔ, με σκοπό την αξιοποίηση και άντληση εσόδων από τη δημόσια περιουσία αντί της πώλησής της, η οποία και συστάθηκε το 2016 και είναι το γνωστό μας Υπερταμείο.
Τέλος, υπήρξε και μια γκρίζα ζώνη, που αφορούσε ακριβώς την τύχη της μικρής ΔΕΗ, για την οποία ο ΣΥΡΙΖΑ δήλωσε ότι δεν συναινεί στην πώλησή της αλλά επειδή το 17% των μετοχών του δημοσίου στη ΔΕΗ είχε περάσει ήδη στο ΤΑΙΠΕΔ υποχρεώθηκε να το υπογράψει. Σε ό,τι αφορά όμως την τύχη των άλλων ενεργειακών εταιρειών, ΕΛΠΕ και ΔΕΠΑ, διεκδίκησε και πέτυχε να αποδεχτούν οι δανειστές στο τρίτο μνημόνιο, αντί της πώλησης, να αναζητηθούν εναλλακτικοί τρόποι αξιοποίησης των δημόσιων συμμετοχών.
Τα ατυχή πειράματα του ΣΥΡΙΖΑ στη ΔΕΗ
Στα χρόνια της θητείας της η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ δέχτηκε πολλές πιέσεις από τους δανειστές για να προχωρήσει το σχέδιο διάσπασης της ΔΕΗ που είχε συλλάβει η κυβέρνηση Σαμαρά – Βενιζέλου με ιδιωτικοποίηση της μικρής ΔΕΗ. Το βασικό επιχείρημα των ξένων ήταν ότι η ελληνική αγορά ενέργειας δεν ήταν απελευθερωμένη, αφού η ΔΕΗ διατηρούσε μερίδιο στην κατανάλωση κοντά στο 90% κι έπρεπε να απελευθερωθεί. Για να αποφύγει την ιδιωτικοποίηση της ΔΕΗ η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ αποδέχτηκε τις δημοπρασίες ισχύος (ΝΟΜΕ), δηλαδή την πώληση ρεύματος χονδρικής από τη ΔΕΗ στους ανταγωνιστές της σε ασύμφορες γι’ αυτήν τιμές, προκειμένου να τους επιτρέψει να πουλάνε ρεύμα φτηνότερα και να της αποσπάσουν μερίδιο. Σε αντάλλαγμα, τον Φεβρουάριο 2017 η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ διεκδίκησε την επαναφορά του 17% των μετοχών της ΔΕΗ από το ΤΑΙΠΕΔ στο Υπερταμείο, προκειμένου να ματαιώσει οριστικά κάθε πιθανότητα πώλησης της μικρής ΔΕΗ.
Ωστόσο τα ΝΟΜΕ –και όχι η προστασία των συνδικαλιστών που ανέφερε ο Μητσοτάκης– επιβάρυναν δραματικά τα οικονομικά αποτελέσματα της ΔΕΗ, χωρίς όμως να μειώσουν το μερίδιό της στην κατανάλωση. Ετσι οι δανειστές επανήλθαν ζητώντας είτε την ιδιωτικοποίηση της μικρής ΔΕΗ είτε την πώληση μονάδων της ΔΕΗ σε ιδιώτες. Η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ δέχτηκε να πουλήσει μία ή δύο λιγνιτικές μονάδες (εξού και το έσοδο των 100 εκατ. ευρώ στον προϋπολογισμό του 2018 στο οποίο αναφέρθηκε ο Μητσοτάκης), αλλά οι σχετικοί διαγωνισμοί καθυστέρησαν και μεταφέρθηκαν το 2019, ακριβώς τη στιγμή που οι τιμές των ρύπων στην Ευρώπη ανέβαιναν με γοργούς ρυθμούς, καθιστώντας ασύμφορη την ηλεκτροπαραγωγή με λιγνίτη. Οι προσφορές δεν ικανοποίησαν και οι διαγωνισμοί κηρύχθηκαν άγονοι.