Το τεστ, που μετρά την πρωτεΐνη “Ταυ” αμέσως μετά τον τραυματισμό στο κεφάλι, θα είναι πολύ χρήσιμο ιδίως στους αθλητές, που θα γνωρίζουν πλέον πότε περίπου θα μπορούν να επανέλθουν με ασφάλεια στην ενεργό δράση.
Οι ερευνητές, με επικεφαλής τη νευροεπιστήμονα Τζέσικα Γκιλ των Εθνικών Ινστιτούτων Υγείας των ΗΠΑ και τον καθηγητή Τζέφρι Μπαζαριάν της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Ρότσεστερ της Νέας Υόρκης, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό “Neurology” της Αμερικανικής Ακαδημίας Νευρολογίας, δοκίμασαν το τεστ σε μια ομάδα αθλητών (μπάσκετ, ποδοσφαίρου, χόκεϊ κ.α.).
Διαπιστώθηκε ότι όσοι αργούν να ανανήψουν μετά από μια διάσειση (χρειάζονται πάνω από δέκα μέρες), έχουν υψηλότερα επίπεδα της πρωτεΐνης ταυ στο αίμα τους κατά το πρώτο εξάωρο ή 24ωρο μετά το χτύπημα στο κεφάλι, σε σχέση με όσους γίνονται καλά νωρίτερα (σε λιγότερο από δέκα μέρες).
Επιβεβαιώθηκε επίσης ότι οι γυναίκες αργούν πολύ περισσότερο από ό,τι οι άνδρες να αναρρώσουν μετά από ένα χτύπημα στο κεφάλι.
Το τεστ δεν είναι ακόμα έτοιμο για κλινική χρήση, αλλά όταν αυτό συμβεί, θα αποτελέσει πολύτιμο εργαλείο εξίσου για γιατρούς και προπονητές, σύμφωνα με το “Science”. Μέχρι σήμερα δεν υπάρχει κάποιος αντικειμενικός τρόπος αξιολόγησης κατά πόσο ένας αθλητής θα αργήσει ή όχι να θεραπευθεί από τη διάσειση. Συχνά οι αθλητές βιάζονται να επιστρέψουν πρόωρα στην ομάδα τους, χωρίς όμως να είναι πραγματικά έτοιμοι, διακινδυνεύοντας έτσι μια χειρότερη ζημιά.
Η πρωτεΐνη “Ταυ” -η ίδια που εμπλέκεται στη νόσο Αλτσχάιμερ και στην άνοια- αυξάνεται μετά από ένα τραύμα ή χτύπημα στο κεφάλι. Είναι όμως πολύ δύσκολο να μετρηθεί στο αίμα. Οι ερευνητές χρησιμοποίησαν για πρώτη φορά μια συσκευή που χρησιμοποιεί μαγνητικά σφαιρίδια καλυμμένα με ένα αντίσωμα, το οποίο προσκολλάται επιλεκτικά και σφιχτά στην εν λόγω πρωτεΐνη, επιτρέποντας έτσι να μετρηθεί το επίπεδό της.
Προς το παρόν, το τεστ έχει ακρίβεια 81% στο αν ένας αθλητής θα αναρρώσει σε περισσότερες ή λιγότερες από δέκα μέρες μετά τη διάσειση. Οι επιστήμονες προσπαθούν να βελτιώσουν την αξιοπιστία του τεστ για να είναι πιο χρήσιμο στην πράξη, ενώ παράλληλα αναζητούν και άλλες πρωτεΐνες που μπορούν να αποτελέσουν βιοδείκτες για τη διάσειση.