Ζητά άλλη μια φορά την αρωγή της πολιτείας για τους κινδύνους που απειλούν τη βιωσιμότητα και τις προοπτικές της.
Πριν από λίγες μέρες οι εκπρόσωποι της ελληνικής χημικής βιομηχανίας, ενός δυναμικά αναπτυσσόμενου και ισχυρά εξαγωγικού κλάδου της ελληνικής μεταποίησης, χτύπησαν καμπανάκι για δεύτερη φορά τους τελευταίους πέντε μήνες ζητώντας τη συνδρομή της πολιτείας απέναντι στους κινδύνους που απειλούν τη βιωσιμότητα και τις προοπτικές του.
Ο Σύνδεσμος Ελληνικών Χημικών Βιομηχανιών, που εκπροσωπεί 1.000 επιχειρήσεις όλων των μεγεθών του κλάδου, οι οποίες απασχολούν 12.300 εργαζόμενους, είχε εκπέμψει για πρώτη φορά σήμα κινδύνου τον περασμένο Ιούνιο, με αφετηρία την παρουσίαση μιας μελέτης του ΙΟΒΕ η οποία έδειχνε πως η ελληνική χημική βιομηχανία, παρότι υιοθέτησε πολιτικές εξοικονόμησης ενέργειας που της επέτρεψαν να μειώσει την κατανάλωση ενέργειας κατά 53% μες στα τελευταία δέκα χρόνια, επιβαρύνθηκε με αύξηση του ενεργειακού κόστους κατά 183% το 2021 και κατά 400% το 2022.
Υπό αυτές τις συνθήκες, ακόμη και με τις κρατικές επιδοτήσεις η δαπάνη του κλάδου για ενέργεια προσεγγίζει σήμερα το 7,9% του κόστους παραγωγής, γεγονός που περιορίζει τα περιθώριά του να χρηματοδοτήσει επενδύσεις.
Ενα δεύτερο σημαντικό πρόβλημα που ο σύνδεσμος από τον Ιούνιο είχε αναδείξει έγκειτο στο ότι η ελληνική χημική βιομηχανία, που χρησιμοποιεί το φυσικό αέριο ως πρώτη ύλη (π.χ. για την παραγωγή λιπασμάτων), πλήττεται ανισόρροπα σε σχέση με τους Ευρωπαίους ανταγωνιστές της από τις αυξήσεις στις τιμές του, δεδομένου ότι στη χώρα μας και μόνο, σε αντιδιαστολή με τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες, το φυσικό αέριο επιβαρύνεται με ΕΦΚ ακόμη και στη βιομηχανική χρήση.
Να γίνουν αλλαγές στην τιμολόγηση της ενέργειας
Για τον λόγο αυτό οι εκπρόσωποι της χημικής βιομηχανίας επανήλθαν πριν από λίγες μέρες ζητώντας αλλαγές στον τρόπο τιμολόγησης της ηλεκτρικής ενέργειας με μέτρα που θα ξεκινήσουν από την ενίσχυση των επιδοτήσεων για τις επιχειρήσεις υψηλής έντασης ενέργειας και τη μείωση των χρεώσεων δικτύων και θα φτάσουν ως την απαλλαγή από τον ΕΦΚ του φυσικού αερίου όταν χρησιμοποιείται ως πρώτη ύλη. Ζήτησαν επίσης να μην υπάρξουν δεσμεύσεις από την Ελλάδα για οριζόντια μείωση της κατανάλωσης φυσικού αερίου.
Εξηγώντας στη συνέχεια ότι από τις Βρυξέλλες πηγάζει ένα πρόβλημα «υπερπαραγωγής περιβαλλοντικών νομοθετημάτων για τη βιομηχανία» –που φαίνεται από το γεγονός ότι μόνο μες στο 2021 1.977 νομοθετικές πράξεις εγκρίθηκαν ή τροποποιήθηκαν ενώ άλλες 1.008 καταργήθηκαν– το οποίο επιβάλλει στον κλάδο έναν αγώνα δρόμου για διαρκή προσαρμογή, ο ΣΕΒΧ ζήτησε μορατόριουμ στην «παραγωγή» νομοθετικών πράξεων ώστε να απελευθερωθούν κεφάλαια και επιστημονικό δυναμικό για έρευνα και ανάπτυξη.
Οι μακροπρόθεσμες πληρωμές
Κλείνοντας οι εκπρόσωποι της ελληνικής χημικής βιομηχανίας ζήτησαν την προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας στην ευρωπαϊκή οδηγία 2011/7/ΕΕ που επιτρέπει ως μέγιστο χρόνο πίστωσης μεταξύ των επιχειρήσεων τις 60 ημέρες. Η συγκεκριμένη προσαρμογή επείγει, εξήγησαν, γιατί σήμερα οι ελληνικές χημικές βιομηχανίες που εισάγουν από το εξωτερικό πρώτες ύλες πληρώνουν μετρητοίς μέσα σε 60 ημέρες, οι ίδιες όμως στην Ελλάδα υποχρεώνονται να πληρώνονται λαμβάνοντας μεταχρονολογημένες επιταγές 8 έως 12 μηνών.
Και μολονότι οι πολυεθνικές επιχειρήσεις έχουν αντοχές, οι ελληνικές επιχειρήσεις δεν έχουν. Αν και δεσμεύουν τόσο υψηλή ρευστότητα για τη διεκπεραίωση και μόνο των εμπορικών τους συναλλαγών, δεν είναι σε θέση να κάνουν τις απαραίτητες επενδύσεις στην έρευνα, την εξωστρέφεια και την ανάπτυξη.