Νέο εκλογικό σύστημα για ΟΤΑ: Όπισθεν Ολοταχώς

Οι βασικές επιλογές, που συγκροτούν το σκληρό πυρήνα του εκλογικού συστήματος για τις αυτοδιοικητικές εκλογές, καταστρώνονται  στα άρθρα 24-26 για τις δημοτικές αρχές και στα άρθρα 57-60 για τις περιφερειακές αρχές.

Με τις παραπάνω διατάξεις θεωρείται επιτυχών ο συνδυασμός, ο οποίος πλειοψήφησε με μεγαλύτερο του 43% + 1 ποσοστό επί του συνόλου των έγκυρων ψηφοδελτίων, εκλέγει Δήμαρχο και Περιφερειάρχη και ταυτοχρόνως εκλέγει το 60% των δημοτικών και περιφερειακών συμβούλων, ενώ σε περίπτωση επαναληπτικής ψηφοφορίας απαιτείται η απόλυτη πλειοψηφία του συνόλου των έγκυρων ψηφοδελτίων.

Επίσης προβλέπεται ότι επιτυχών συνδυασμός με ποσοστό έως και 60% των έγκυρων ψηφοδελτίων εκλέγει τα 3/5 του συνόλου των εδρών στο δημοτικό ή περιφερειακό συμβούλιο, ενώ σε περίπτωση, που στην αρχική ψηφοφορία ο επιτυχών συνδυασμός έλαβε μεγαλύτερο του 60% + 1 ποσοστό του συνόλου των έγκυρων ψηφοδελτίων, οι έδρες κάθε συνδυασμού κατανέμονται αναλογικώς.

Συν τοις άλλοις, τίθεται όριο 3% του συνόλου των έγκυρων ψηφοδελτίων κατά την αρχική ψηφοφορία για να έχει δικαίωμα εκλογής δημοτικού ή περιφερειακού συμβούλου ένας συνδυασμός.

Δηλωμένη επιδίωξη και δικαιολογία αυτών των ρυθμίσεων είναι «θέσπιση ενός …….. νομικού πλαισίου …. που επιτρέπει την επιτυχή και παραγωγική διοίκηση των τοπικών υποθέσεων από τους ΟΤΑ …» (άρθρο 1) με το επιχείρημα της ανάγκης θεραπείας της «ακυβερνησίας», που έφερε σε δήμους και περιφέρειες η απλή αναλογική του «Κλεισθένη».

Ωστόσο οι δυσλειτουργίες, που προκάλεσε στη διοίκηση των ΟΤΑ το εκλογικό σύστημα της απλής αναλογικής, τις οποίες η Κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ είχε αναγνωρίσει και δεσμευθεί να διορθώσει, αλλά δεν υλοποίησε λόγω κυβερνητικής αλλαγής μετά τις εκλογές την 19-7-2019, επ’ ουδενί λόγω δικαιολογούν την επάνοδο στον εκλογικό νόμο του 2006.  Πράγματι το υιοθετούμενο εκλογικό σύστημα αντιγράφει το νόμο, που η ΝΔ έθεσε σε ισχύ το 2006 και κατέβαζε το αναγκαίο για την εκλογή δημάρχου και την εξασφάλιση απόλυτης πλειοψηφίας στον επιτυχόντα συνδυασμό ποσοστό από το 50%+1 στο 42%+1 των έγκυρων ψηφοδελτίων, με μοναδική διαφορά ότι σήμερα το εν λόγω ποσοστό ανέρχεται σε 43%+1.

Το θεσπιζόμενο εκλογικό σύστημα των δημοτικών και περιφερειακών αρχών αποτελεί εκλεκτική και ιδιότυπη σύνθεση, που ευχερώς μπορεί να χαρακτηρισθεί πλειοψηφικό σύστημα ή επιεικέστερον σύστημα υπερενισχυμένης αναλογικής. Κυριαρχική συνιστώσα και πρωταρχική επιδίωξή του είναι η εξασφάλιση μονοπαραταξιακής «κυβερνητικής σταθερότητας» στο επίπεδο της δημοτικής εξουσίας, και μάλιστα διαμέσου όχι απλώς μιας οριακής – ενδεχομένως – πλειοψηφίας αλλά διαμέσου μιας συμπαγούς και άνετης πλειοψηφίας, που προκύπτει από τις ψήφους μόνον του 43% +1 των έγκυρων ψηφοδελτίων. Η εξασφάλιση μονοπαραταξιακής «κυβερνητικής σταθερότητας» με την καθοριστική διαμεσολάβηση του εκλογικού συστήματος κατά την ανάδειξη των δημοτικών και περιφερειακών οργάνων,  που διαθέτουν αποφασιστικές αρμοδιότητες, συνιστά άλλωστε  κυρίαρχη επιλογή του πολιτικού συστήματος και της έννομης τάξης στην Ελλάδα.

Τα εν λόγω βασικά γνωρίσματα σφραγίζουν όχι μόνο το υιοθετούμενο εκλογικό σύστημα των δημοτικών και περιφερειακών αρχών λειτουργών, αλλά και άλλα εκλογικά συστήματα που ίσχυσαν μετά την αποκατάσταση του δημοκρατικού πολιτεύματος το 1974, έτσι ώστε η συμπαγής και άνετη δημοτική πλειοψηφία εξακολουθεί, εκτός απροόπτου, καθ’ όλη τη διάρκεια της τετραετούς θητείας των δημοτικών και περιφερειακών λειτουργών να ελέγχει όλα ανεξαιρέτως τα μονοπρόσωπα και συλλογικά όργανα των ΟΤΑ, που διαθέτουν αποφασιστικές αρμοδιότητες. Υπό αυτούς τους όρους, το υπό ψήφιση εκλογικό σύστημα δεν αφήνει περιθώρια για το σχηματισμό θυλάκων τοπικής εξουσίας, που να μην ελέγχονται αποτελεσματικώς από την εκάστοτε πλειοψηφία.

Με αυτά τα δεδομένα, το θεσπιζόμενο εκλογικό σύστημα αντίκειται προς θεμελιώδεις συνταγματικές αρχές. Ειδικώτερον:

α) είναι αντίθετο προς τη συνταγματική αρχή της ισοδυναμίας της ψήφου,

β) συρρικνώνει και νοθεύει τις βάσεις του αντιπροσωπευτικού συστήματος, και

γ) οδηγεί στην απονεύρωση της κορυφαίας αρχής του πολιτεύματος μας — της αρχής της λαϊκής κυριαρχίας — στο επίπεδο της δημοτικής εξουσίας.

Άρα, το νεοεισαγόμενο εκλογικό σύστημα, υπό ουδεμία ερμηνευτική εκδοχή, μπορεί να θεωρηθεί ότι συμβιβάζεται έστω και κατ’ οικονομία με το Σύνταγμα.

Και αυτό, γιατί δεν υπηρετεί τη συνταγματικώς επιβαλλόμενη σταθερή μέριμνα του κοινού νομοθέτη, η οποία πρέπει να αποσκοπεί στην εκπροσώπηση όλων των υπαρκτών τάσεων του εκλογικού σώματος στα δημοτικά και περιφερειακά συμβούλια, δηλαδή να διασφαλίζει την αντιστοιχία των ψήφων, που λαμβάνουν οι διάφοροι συνδυασμοί, με την εκπροσώπηση  τους στα δημοτικά και περιφερειακά συμβούλια, ενώ τυχόν αποκλίσεις πρέπει να συμβάλουν στην εξασφάλιση κυβερνησιμότητας με τις απολύτως αναγκαίες «εκπτώσεις» στην εκπροσώπηση των πιο ολιγάριθμων πολιτικών δυνάμεων.

Εν προκειμένω επισημαίνονται τα εξής:

α) Το Σύνταγμα δεν αναθέτει στον κοινό νομοθέτη εν λευκώ τον καθορισμό του εκλογικού συστήματος τόσον στις βουλευτικές όσον και στις δημοτικές εκλογές.

β) Ο κοινός νομοθέτης οριοθετείται και περιορίζεται από τις οργανωτικές βάσεις του δημοκρατικού, αντιπροσωπευτικού, πολυκομματικού και κοινοβουλευτικού πολιτεύματος ιδίως από την ισότητα της ψήφου ως συνταγματικό optimum και από την αντιπροσωπευ­τική σύνθεση τόσον της Βουλής όσον και των δημοτικών και περιφερειακών συμβουλίων, ως αντανάκλαση του πολυκομμα­τικού χαρακτήρα του πολιτεύματος.

γ) Η αναλογική εκλογή είναι πράγματι το προνομιακό εκλογικό σύστημα, που υλοποιεί κατά τον πληρέστερο τρόπο την ισότητα της ψήφου.

δ) Είναι καταρχήν συνταγματικά ανεκτές αποκλίσεις, εφόσον θεμελιώ­νονται σε μια θεσμική θεώρηση των αναγκών της πολιτικής συγκυρίας, είναι πρόσφορες και αναγκαίες για την ακώλυτη λειτουργία της δημοκρατικής αρχής, είναι επικουρικές και δεν αποκλείουν την εκπροσώπηση υπαρκτών πολιτικών δυνάμεων, που σημαίνει ότι – εκτός από κυβερνησιμότητα – εξασφαλίζουν και μια – έστω σχετική – ισοδυναμία των ψήφων των πολιτών.

Κατά συνέπεια, το Σύνταγμα δεν μπορεί να δώσει πλήρη απάντηση στο πρόβλημα του εκλογικού συστήματος, όπως και σε πολλά άλλα ζητήματα, γιατί είναι από τη φύση του ελλειπτικό και ολιγόλογο, πλην όμως θέτει όρια στην σχετική αρμοδιότητα του κοινού νομοθέτη, τα οποία υπόκεινται σε δικαστικό έλεγχο, πλην όμως η μέχρι σήμερα νομολογία των αρμόδιων δικαστηρίων αντιμετωπίζει τα ζητήματα συνταγματικότητας ή μη των επιλογών του κοινού νομοθέτη με ιδιαίτερη συστολή αν όχι και δειλία, έτσι ώστε να είναι σχεδόν κοινά αποδεκτό ότι ο δικαστικός έλεγχος ενός εκλογικού συστήματος στην Ελλάδα είναι από ανύπαρκτος έως αλυσιτελής.

Για την ευθυγράμμιση του εκλογικού συστήματος των δημοτικών και περιφερειακών αρχών προς το περιεχόμενο των παραπάνω θεμελιωδών αρχών του Συντάγματος και των επιμέρους επιταγών, που απορρέουν από αυτές, μόνο μία λύση προσφέρεται: η καθιέρωση ενός αναλογικού εκλογικού συστήματος με τις λειτουργικώς αναγκαίες αποκλίσεις, το οποίο και κυβερνησιμότητα εξασφαλίζει και την ισοδυναμία της ψήφου σέβεται.  Μια ενδεδειγμένη λύση είναι η κατάρτιση και ψήφιση ενός εκλογικού συστήματος, που ο Δήμαρχος και ο Περιφερειάρχης εκλέγεται με το 50%+1 των έγκυρων ψηφοδελτίων και παραλλήλως ο πρωτεύσας συνδυασμός λαμβάνει ένα λογικό μπόνους στον αριθμό των δημοτικών και περιφερειακών συμβούλων.  Η εν λόγω επιλογή μπορεί να απαλλάξει το πολιτικό σύστημα από σταθερώς αναπαραγόμενους μηχανισμούς χειραγώγησης της βούλησης των πολιτών, που στέκονται εμπόδια για την ομαλή λειτουργία και την ανάπτυξη της δημοκρατίας στο επίπεδο της δημοτικής εξουσίας.

Πηγή: Aftodioikisi.gr