Το «Νέο Αγόρι», η τελευταία ταινία του Γουόργουικ Θόρντον, κουβαλά αρκετές μνήμες από το παρελθόν και ειδικά την παιδική ηλικία του Αβορίγινα σκηνοθέτη.
Ένας από τους πιο σημαντικούς σύγχρονους Αυστραλούς δημιουργούς είναι ο Γουόργουικ Θόρντον που έχει κερδίσει πολλά βραβεία τόσο εντός όσο και εκτός της χώρας του, ως διευθυντής φωτογραφίας, σεναριογράφος και σκηνοθέτης. Γεννημένος στο Άλις Σπρινγκς στις 23 Ιουλίου 1970, είναι απόφοιτος της Σχολής Κινηματογράφου, Τηλεόρασης και Ραδιοφώνου της Αυστραλίας.
Η πρώτη του ταινία μικρού μήκους, το «Payback», φιλοξενήθηκε στο διάσημο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Τέλιουραϊντ, ενώ και οι τέσσερις μικρού μήκους ταινίες του απέσπασαν βραβεία στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Βερολίνου. Η πρώτη του μεγάλου μήκους ταινία «Σαμψών και Δαλιδά» θεωρείται ως μία από τις καλύτερες ταινίες της Αυστραλίας του 21ου αιώνα. Εκείνο το φιλμ έσκασε σαν μετεωρίτης στο διεθνές arthouse κινηματογραφικό κύκλωμα όταν πρωτοπροβλήθηκε στο Φεστιβάλ των Καννών το 2009 αποσπώντας τη Χρυσή Κάμερα.
Η πλοκή του αφορούσε στην αντισυμβατική ιστορία αγάπης δύο Αβορίγινων εφήβων που πραγματοποιούν ένα δύσβατο ταξίδι περιπλάνησης στην ενδοχώρα της αυστραλιανής ερήμου. Η σιωπηρή αλλά πυκνή νοήματος οδύσσειά των δύο ηρώων αποτυπώνει την εύθραυστη φύση της νεότητας και αναδεικνύει την ανάγκη της μάχης για επιβίωση εντός ενός πλαισίου βίαιης περιθωριοποίησης, σκληρών διακρίσεων και απουσία οποιασδήποτε προοπτικής. Με λιτούς διαλόγους και την επιτυχημένη καθοδήγηση ερασιτεχνών ηθοποιών, ο σκηνοθέτης πέτυχε να υφάνει μια ακατέργαστη ιστορία αγάπης, που είναι ταυτόχρονα σκληρή και τρυφερή. Η ταινία θεωρήθηκε ορόσημο για το σινεμά της Ωκεανίας και καθιέρωσε το όνομα του σκηνοθέτη στους άξιους διαδόχους των Μπαζ Λούρμαν, Φίλιπ Νόις, Πίτερ Γουίαρ και Τζορτζ Μίλερ.
Οκτώ χρόνια μετά ήρθε ακόμη μια δημιουργία του Θόρντον που έκανε αίσθηση στον παγκόσμιο κινηματογραφικό χώρο. Η «Γλυκιά πατρίδα» με τους Σαμ Νιλ και Μπράιαν Μπράουν περιέγραφε την περιπέτεια ενός Αβορίγινα στην Αυστραλία της δεκαετίας του 1920 ο οποίος έρχεται αντιμέτωπος με την καταπιεστική συμπεριφορά ενός βίαιου λευκού και αναγκάζεται να πάρει το νόμο στα χέρια του. Το φιλμ βραβεύτηκε στα φεστιβάλ Βενετίας και Τορόντο καθιερώνοντας τον σκηνοθέτη στην ελίτ της σύγχρονης κινηματογραφικής σκηνής.
Ανάμεσα στους αστέρες του σινεμά που επιδίωξαν να συνεργαστούν μαζί του ήταν και το όνομα της συμπατριώτισσας του Κέιτ Μπλάνσετ, η οποία ανέλαβε διπλό ρόλο (παραγωγός αλλά και πρωταγωνίστρια) στη νέα του ταινία, που εκτυλίσσεται σε ένα απομακρυσμένο μοναστήρι στην Αυστραλία της δεκαετίας του ’40. Εκεί η αδελφή Αϊλίν διευθύνει ένα οικοτροφείο για παιδιά Αβορίγινων όταν ένα ορφανό αγόρι φτάνει μέσα στη νύχτα, ένα παιδί που φαίνεται να έχει ξεχωριστές δυνάμεις. Όταν το μοναστήρι αποκτά έναν πολύτιμο Εσταυρωμένο, το νέο αγόρι συναντά τον Χριστό για πρώτη φορά και μένει άναυδο. Στο φιλμ αυτό ο Θόρντον παρουσιάζει πολλά στοιχεία από τη δική του ζωή καθώς όντως μεγάλωσε όταν ήταν παιδί σε ένα οικοτροφείο αρρένων που ανήκε στην καθολική εκκλησία.
Το έργο παρουσιάστηκε σε πρεμιέρα στο Φεστιβάλ Καννών στο τμήμα Ένα Κάποιο Βλέμμα (Un Certain Regard). Στη συνέχεια ήταν ταινία έναρξης του Φεστιβάλ Σίδνεϊ, ενώ προβλήθηκε στα Φεστιβάλ Τορόντο, Σαν Σεμπαστιάν και Λονδίνου μεταξύ άλλων. Στις σημαντικότερες διακρίσεις της συγκαταλέγεται το βραβείο καλύτερης ταινίας στο Φεστιβάλ Camerimage που εστιάζει στη Διεύθυνση Φωτογραφίας με συνυποψήφιες ταινίες όπως το «Poor Things», τη «Ζώνη Ενδιαφέροντος», το «Ναπολέων» και τους «Δολοφόνους του Ανθισμένου Φεγγαριού». Αξίζει επίσης να αναφερθεί και η διάκρισή της από το Αμερικάνικο Σωματείο Διευθυντών Φωτογραφίας (American Society of Cinematographers – ASC Awards) με το ειδικό βραβείο Annual Spotlight Award. Τέλος, πρόσφατα απέσπασε τέσσερα Βραβεία από την Ακαδημία Κινηματογράφου της Αυστραλίας: βραβείο Ερμηνείας Ανδρικού Ρόλου για τον εκπληκτικό νεαρό πρωταγωνιστή Άσουαν Ριντ που κάνει εδώ το κινηματογραφικό του ντεμπούτο, ερμηνείας Β’ Γυναικείου Ρόλου για την Ντέμπορα Μέιλμαν, Φωτογραφίας για τον Θόρντον και σκηνογραφίας για την Έιμι Μπέικερ.
O Θόρντον και η Κέιτ Μπλάνσετ αναζητούσαν εδώ και αρκετά χρόνια ένα κοινό σχέδιο για να δουλέψουν μαζί και κατά τη διάρκεια της πανδημίας συνεργάστηκαν στο σενάριο της ταινίας. Αρχικά ο πρωταγωνιστικός ρόλος ήταν ανδρικός και μαζί αποφάσισαν για πρωταγωνίστρια δίπλα στο νεαρό αγόρι να είναι μία γυναίκα μοναχή που θα την ενσαρκώσει η ίδια η ηθοποιός που ανέλαβε μέσω της εταιρείας της Dirty Films και χρέη παραγωγού. Ο Θόρντον επίσης κατάφερε άλλη μια συνεργασία που ονειρευόταν καιρό, αναθέτοντας τη μουσική της ταινίας στους προσωπικούς του φίλους Νικ Κέιβ & Γουόρεν Έλις
Ο Γουόρικ Θόρντον αντλεί από την δική του προσωπική εμπειρία ζωής σε ένα αυστηρό καθολικό περιβάλλον για να καταθέσει μια παραμυθένια, κάποτε σκληρή και άλλοτε αστεία ιστορία ενηλικίωσης όπου ο μυστικισμός και η μαγεία συγκρούονται και συνομιλούν με τους άκαμπτους χριστιανικούς κανόνες δοκιμάζοντας τις πεποιθήσεις και τα πιστεύω και των δύο πλευρών. Μαζί καταγράφει ένα άγνωστο ιστορικά κομμάτι από το χρονικό της εξαφάνισης μιας ολόκληρης κουλτούρας που ισοπεδώθηκε από την επέλαση των λευκών αποίκων στην Αυστραλία.
Ο σκηνοθέτης λέει για το πώς εμπνεύστηκε την ταινία του: « Όταν ήμουν μικρός, η μητέρα μου με έστειλε μακριά σε ένα οικοτροφείο που το είχαν Ισπανοί μοναχοί. Είχα μπλεξίματα στο σπίτι μου στην πόλη Άλις Σπρινγκς και πίστευε ότι ήταν αυτό που χρειαζόμουν για να ξεκολλήσω. Δεν είχα ξαναμπεί σε εκκλησία. Είδα αυτόν τον τύπο να βασανίζεται πάνω σε ένα μεγάλο ξύλινο σταυρό και τρόμαξα. Αλλά σιγά σιγά αγκάλιασα αυτό που λέγεται Χριστιανισμός και που ήταν τόσο διαφορετικό από την πνευματικότητα των Αβορίγινων μέσα στην οποία είχα μεγαλώσει.
Αυτό που μου κινούσε το ενδιαφέρον ήταν ότι, παρά το ότι φαινόταν σαν να έρχονταν σε σύγκρουση, έβλεπα ότι οι παραδόσεις των Αβορίγινων και ο Χριστιανισμός μπορούσαν να συμβιώσουν όμορφα. Εξαρτάται από τον άνθρωπο, όχι από τη θρησκεία. Πολλές από τις ιστορίες των Αβορίγινων βασίζονται στην ηθική για την οποία μιλούν και οι ιστορίες της Βίβλου, αν κάνεις αυτό θα τιμωρηθείς, οπότε μην το κάνεις κτλ. Οι Αβορίγινες είναι σε γενικές γραμμές θετικοί στο να αγκαλιάσουν τον Χριστιανισμό μαζί με τη δική τους πνευματική πίστη, αλλά δεν συμβαίνει το ίδιο από την άλλη πλευρά. Ο Χριστιανισμός πρέπει να κατακτήσει. Το Νέο Αγόρι γεννήθηκε από αυτές τις εμπειρίες.
Η ταινία μιλάει για την εξαφάνιση μια εντελώς όμορφης, βιώσιμης, ανεκτικής θρησκείας από έναν μεγάλο νταή. Μιας θρησκείας που μπορεί να συνυπάρξει με άλλες πνευματικότητες, αλλά ο Χριστιανισμός το αρνείται αυτό. Είναι μια μικρή χειρονομία στην ταινία, αλλά ταυτόχρονα είναι τόσο μεγάλη όση η σύγκρουση των πλανητών στο σύμπαν, ο θάνατος ενός αστεριού, η γέννηση μιας μαύρης τρύπας. Αν δεν προσέξεις θα τα χάσεις, πράγμα που αποτελεί τη θλίψη της ανθρωπότητας στην εποχή μας».