Η ερμηνεύτρια γράφει στο Docville για τον κυνισμό των δραστών και της πολιτικής ελίτ και την αντίδραση της ελληνικής κοινωνίας.
Μετά τη Σοφία Μπεκατώρου από τον χώρο του αθλητισµού έρχεται η Ζέτα ∆ούκα από τον καλλιτεχνικό χώρο να µας ξεκαθαρίσει µια για πάντα ότι στην άσκηση βίας στις εργασιακές σχέσεις (όπως ακριβώς και στους βιασµούς ανηλίκων) δεν είναι τα θύµατα που δηµιουργούν τους εγκληµατίες αλλά είναι οι εγκληµατίες που επιτίθενται και δηµιουργούν τα θύµατα. Η διάρρηξη του νόµου της σιωπής, έτσι όπως διαδραµατίζεται σήµερα στον τόπο µας, και οι αποκαλύψεις των θυµάτων είναι άλµα προς τα εµπρός για την ιστορία του γυναικείου κινήµατος στην Ελλάδα.
Συµπτωµατικά και η Γαλλία την ίδια ακριβώς εποχή µ’ εµάς συνταράσσεται από µια άλλη –αιµοµικτική– πτυχή βίας. Όπως και να έχει, βλέπουµε την κορυφή του παγόβουνου, µια και όλες αυτές οι περιπτώσεις αφορούν κυρίως την ατοµική βία που εκδηλώνεται ενδοοικογενειακά ή στις διαπροσωπικές εργασιακές σχέσεις, µια εύκολα αναγνωρίσιµη µορφή βίας. Η βία όµως ελλοχεύει και βαθύτερα, µέσα σε κρατικούς θεσµούς και στην πολιτισµική δοµή των σύγχρονων κοινωνιών. Εκεί βαθαίνουν τα πράγµατα και µεταστρέφονται. Σε κάθε περίπτωση όµως όταν τα θύµατα µιλούν, το σπάσιµο της σιωπής προκαλεί εκτός από κοινωνικούς τριγµούς, ψυχικό και σωµατικό πόνο στα ίδια που συγκλονίζει τους ανθρώπους. Με τη δηµόσια οµολογία τους παίρνουν υπ’ ευθύνη τους πράξεις που έχουν συντελεστεί πάντα υπό την απόλυτη κυριαρχία του δυνατού, για να αποδείξουν απλώς και µόνο ότι όχι µόνο δεν συναίνεσαν τα ίδια στην πράξη αυτή, αλλά και ότι έχουν συνείδηση. Για µένα έχει µεγάλη αξία αυτή η δηµόσια ανάληψη ευθύνης, αν και µε προβληµατίζει γιατί τα θύµατα πρέπει λογικά να προστατεύονται.
Βλέποντας το βίντεο της Ζέτας ∆ούκα είδα την αρχέγονη έκφραση της απελευθέρωσης στο πρόσωπό της. Η πάλη που γινόταν µέσα της, το πώς τιθάσευσε τον εαυτό της ώστε να µην κάνει πίσω στην αφήγησή της είχε κάτι µεγαλειώδες. Μίλαγε προσεκτικά και η καρδιά της σιγά σιγά την οδηγούσε στην αλήθεια και η αλήθεια δεν είναι «µόδα», είναι επανάσταση, είναι λύτρωση. Έκανε κάτι χωρίς να το έχει προγραµµατίσει και καθώς ξετύλιγε το νήµα της µνήµης της αποκάλυψε και τους καιρούς που ζούµε.
Ζούµε σε χρόνια που οι θύτες έχουν επιβληθεί µε κυνισµό. Όταν τους «τσιµπάνε» απαιτούν µε θράσος την εξίσωση µε τα θύµατά τους. Με µελοδραµατισµούς ή ρίχνοντάς το στην ειρωνεία υπερασπίζονται τη σπιλωµένη τους τιµή (βλ. εγωπάθεια), µιας και δεν υπάρχει περίπτωση να κάνουν επαφή µε τον πόνο και το τραύµα που προκάλεσαν. Είναι και θα παραµείνουν για πάντα αµετανόητοι κακοποιητές.
Μετά την καταγγελία της Σοφίας Μπεκατώρου κάποιοι δηµόσιοι παράγοντες, πρόσωπα σε υπεύθυνες θέσεις, εκφράστηκαν µε δυσπιστία στο κύµα που ξεσήκωσαν αυτές οι αποκαλύψεις, προβάλλοντας ανόητα και ρηχά επιχειρήµατα για τη βία. Ούτε καν ενηµερώθηκαν, ως οφείλουν, για τις έρευνες και τα συµπεράσµατα που έχουν διατυπωθεί από την ιατρική και τη νοµική επιστήµη. Ευτυχώς που η ελληνική κοινωνία έχει αφοµοιώσει (σε µεγάλο ποσοστό) ότι η κακοποίηση δεν είναι θέµα ηθικό ούτε ντροπή για τα θύµατα, αλλά βαρύ έγκληµα που ο δικαστικός µηχανισµός έχει τα εργαλεία να το αντιµετωπίσει και που διεθνώς πλέον αντιµετωπίζεται νοµικά και ιατρικά ως βασανιστήριο. Υπάρχει «άγνοια» στον πολιτικό κόσµο µεν… αλλά κάτι έχει προχωρήσει στην ελληνική κοινωνία, πιθανώς γιατί έχουµε πολλά περιστατικά βίας και ο κόσµος ψάχνεται. Η ελληνική κοινωνία ξυπνά; ∆εν ξέρω. Η Μπεκατώρου, ο Κακλαµανάκης και ο υπαστυνόµος Μιχαήλ Λώλης προσπαθούν µε τις µαρτυρίες τους να ελευθερώσουν παιδιά, έφηβους, νέους από τον εφιάλτη της κακοποίησης.
Η Ζέτα ∆ούκα άνοιξε τον διάλογο για θέµατα κακοποίησης στον εργασιακό χώρο της τέχνης. Υποκλίνοµαι. Ας πάρουν τον λόγο οι φεµινιστικές οργανώσεις που γνωρίζουν αυτά τα θέµατα καλύτερα από τον καθένα. Ας οργανωθούµε οι γυναίκες ενάντια στον βιασµό της συνείδησης και της υπόστασής µας. Ας σταµατήσουµε ό,τι µας βυθίζει στη σιωπή.