Μετά τις ανησυχητικές προειδοποιήσεις της Γερμανίδας υπουργού Εσωτερικών Νάνσι Φέζερ για αποθήκευση βασικών καταναλωτικών αγαθών από μέρους των πολιτών και με στόχο μια νέα σειρά προειδοποιήσεων έλαβε χώρα πανικοβάλλοντας όχι μόνο την τοπική κοινωνία, αλλά και την ευρωπαϊκή κοινότητα. Ο υπουργός Οικονομίας Ρόμπερτ Χάμπεκ σε δήλωσή του αναφέρθηκε σε πιθανότητα έλλειψης καυσίμων στις ανατολικές περιοχές της Γερμανίας, συμπεριλαμβανομένου του Βερολίνου, ως αποτέλεσμα του εμπάργκο στην εισαγωγή ρωσικού πετρελαίου. Ενώ ο υπουργός Αγροτικής Οικονομίας Τζεμ Έζντεμιρ έκανε λόγο για αυξήσεις στα τρόφιμα.
«Κάτι τέτοιο δεν μπορεί να αποκλειστεί, δυστυχώς, πρέπει να πω ότι θα υπάρξουν πραγματικά ελλείψεις», παραδέχθηκε ο κ. Χάμπεκ σε συνέντευξή που παραχώρησε στον ιδιωτικό τηλεοπτικό σταθμό RTL εντοπίζοντας το ζήτημα στο διυλιστήριο του Σβεντ, το οποίο διαχειρίζεται η ρωσική εταιρία Rosneft και βρίσκεται στο Βραδεμβούργο. Το διυλιστήριο προμηθεύει την ευρύτερη ανατολική Γερμανία, είναι συνδεδεμένο με τον ρωσικό αγωγό «Φιλία».
Ο υπουργός Οικονομίας διαβεβαίωσε ότι από την πλευρά της κυβέρνησης εξετάζεται κάθε πιθανό σενάριο προκειμένου να αποφευχθούν τα αναμενόμενα προβλήματα, ενώ έκανε λόγο για «άλματα τιμών» σε περίπτωση διακοπής της προμήθειας. Το πρόβλημα είναι, εξήγησε, ότι το ρωσικό πετρέλαιο θα πρέπει να αντικατασταθεί από πιθανόν ακριβότερες εναλλακτικές, εισαγόμενες από άλλες χώρες. Οι απαραίτητες μετατροπές και οι αλλαγές των οδών μεταφοράς συνεπάγονται αυξήσεις τόσο στο κόστος παραγωγής όσο και σε εκείνο της μεταφοράς, καθιστώντας ακριβότερο τον ανεφοδιασμό και τη θέρμανση, ανέφερε.
Στο ίδιο πλαίσιο έμεινε και ο υπουργός Αγροτικής Οικονομίας Τζεμ Έζντεμιρ ο οποίος αναφέρθηκε στον κίνδυνο στασιμοπληθωρισμού, ο οποίος, όπως είπε, αυξάνεται, όσο ο πόλεμος βρίσκεται σε εξέλιξη. «Ο Πούτιν θέλει στρατηγικά να οδηγήσει τον κόσμο στην πείνα. Προσπαθεί να μεταφέρει τη σύγκρουση στον υπόλοιπο κόσμο», δήλωσε ο κ. Έζντεμιρ στο πρώτο κανάλι της γερμανικής δημόσιας τηλεόρασης ARD και επισήμανε ότι οι τιμές στα προϊόντα γεωργίας και κτηνοτροφίας θα συνεχίσουν να αυξάνονται.