Η μεγάλη δασική πυρκαγιά που ξέσπασε την προηγούμενη εβδομάδα στη Νέα Ζηλανδία κινδυνεύει να συνεχίσει να καίει επί εβδομάδες, αν και έχει απομακρυνθεί από κατοικημένες περιοχές, γεγονός που επέτρεψε την επιστροφή στις εστίες τους περίπου 3.000 ανθρώπων, ανακοίνωσε σήμερα η πυροσβεστική.
Περίπου 3.000 κάτοικοι της πόλης Γουέικφιλντ στο βόρειο τμήμα του Νότιου Νησιού αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τις εστίες τους το Σάββατο καθώς η πυρκαγιά είχε φτάσει σε απόσταση μόλις δύο χιλιομέτρων από την περιοχή τους.
Τεράστιες δασικές πυρκαγιές ξέσπασαν την προηγούμενη Δευτέρα και την Τρίτη και γρήγορα επεκτάθηκαν εξαιτίας των υψηλών θερμοκρασιών που επικρατούν στη Νέα Ζηλανδία. Την Τετάρτη οι αρχές κήρυξαν σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης το βόρειο τμήμα του Νότιου Νησιού.
Μέχρι στιγμής έχουν καεί περισσότερα από 23.000 στρέμματα, όμως ευτυχώς δεν έχουν αναφερθεί θύματα, ενώ έχει καταστραφεί μόνο ένα σπίτι.
Ο Τζον Σάτον, αξιωματούχος της πυροσβεστικής, δήλωσε ότι παρά τη βελτίωση των συνθηκών είναι νωρίς για να θεωρηθεί ότι η πυρκαγιά βρίσκεται υπό έλεγχο.
«Οι θερμοκρασίες είναι ακόμη πολύ υψηλές και πολλές περιοχές δεν έχουν καεί», εξήγησε στους δημοσιογράφους. «Οι πυρκαγιές αυτές θα κινητοποιούν τους πυροσβέστες ως τον Μάρτιο», πρόσθεσε.
Ο Ρότζερ Μπέιλ, τοπικός αξιωματούχος της Πολιτικής Προστασίας, επεσήμανε ότι οι κάτοικοι του Γουέικφιλντ μπορούν να επιστρέψουν στις εστίες τους από σήμερα το βράδυ, αν και η περιοχή παραμένει υπό παρακολούθηση.
«Οι κάτοικοι που επιστρέφουν θα πρέπει να κατανοήσουν και να αποδεχθούν ότι θα πρέπει να είναι έτοιμοι να τα εγκαταλείψουν εκ νέου, αν αλλάξουν οι συνθήκες», τόνισε.
Η βασική πυρκαγιά φαίνεται ότι ξεκίνησε από ατύχημα, όμως σύμφωνα με τα υπάρχοντα στοιχεία δύο ακόμη μικρότερες πυρκαγιές προκλήθηκαν από εμπρησμό. Για την κατάσβεση των πυρκαγιών έχουν κινητοποιηθεί 155 πυροσβέστες καθώς και 23 ελικόπτερα και τρία αεροπλάνα.
Τόσο μεγάλες πυρκαγιές δεν είναι συνηθισμένες στη Νέα Ζηλανδία, με τα τοπικά μέσα ενημέρωσης να την αποκαλούν τη χειρότερη δασική πυρκαγιά των τελευταίων 50 ετών.
ΑΠΕ-ΜΠΕ