Νέα πρόσωπα και χείρα φιλίας προς τη Δύση

Νέα πρόσωπα και χείρα φιλίας προς τη Δύση

Το who is who της καινούργιας κυβέρνησης, η αλλαγή πλεύσης σε οικονομία – εξωτερική πολιτική, οι σχέσεις με την Ελλάδα και η αντίδραση του διεθνούς παράγοντα

Στην πολιτική οι αλλαγές προσώπων είθισται να σηματοδοτούν με τον πλέον εύγλωττο τρόπο την αλλαγή ιεραρχήσεων και κατευθύνσεων. Ιδίως όταν αφορούν μια ηγεσία δεκαετιών και πάντοτε όταν αυτή έχει να κάνει με τον Τούρκο πρόεδρο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν.

Η περίπτωση του Χακάν Φιντάν αποτελεί την πλέον ενδιαφέρουσα. Ο νέος υπουργός Εξωτερικών είναι μόλις ο δεύτερος στα εκατό χρόνια της Τουρκικής Δημοκρατίας με παρελθόν στον στρατό. Είναι μάλιστα ο πρώτος που προέρχεται από τον κόσμο των μυστικών υπηρεσιών, γεγονός που εκτιμάται πως εξασφαλίζει εικόνα συνέχειας της… βαθιάς κρατικής πολιτικής.

Ο νέος επικεφαλής της τουρκικής διπλωματίας έχει παρελθόν στο στράτευμα, στον ακαδημαϊκό χώρο (με σπουδές στο Πανεπιστήμιο του Μέριλαντ και διδακτορικό στο Πανεπιστήμιο Μπίλκεντ της Αγκυρας), αλλά και στο πεδίο της διπλωματίας, ως κατεξοχήν άνθρωπος του Ερντογάν για εμπιστευτικές επαφές με κάθε πιθανό συνομιλητή.

Ακόμη ένα ενδιαφέρον στοιχείο είναι η ικανότητα του Φιντάν να εκφράζει διά της στάσης του τις αλλαγές σε επίπεδο εξωτερικής πολιτικής της Τουρκίας. Ενδεικτικά, η ανάρρησή του στην κορυφή των μυστικών υπηρεσιών συνέπεσε με τη ραγδαία επιδείνωση των τουρκοϊσραηλινών σχέσεων στο φόντο της επιδρομής στο πλοίο «Μαβί Μαρμαρά» και η πλευρά του Ισραήλ υπήρξε η πρώτη η οποία διατύπωσε κατηγορίες ότι ο Τούρκος αξιωματούχος δεν τρέφει φιλικά αισθήματα προς τη Δύση αλλά καλλιεργεί τις σχέσεις του με το Ιράν. Η απάντηση του Φιντάν ήρθε με την εξάρθρωση δικτύου της Μοσάντ στην Τουρκία το οποίο παρακολουθούσε ιρανικούς στόχους.

Στη φάση όμως της διακοπής των διμερών σχέσεων ο Φιντάν ήταν ο μόνος από την τουρκική πλευρά ο οποίος κρατούσε δίαυλο επικοινωνίας με το Ισραήλ. Παρομοίως, από το 2020 και εξής ο διευθυντής της MIT ήταν ο πρώτος αξιωματούχος που ανέλαβε την αποκατάσταση των επαφών με τη Δαμασκό, έχοντας προϋπάρξει ακριβώς εκείνος ο οποίος συντόνισε τη στρατολόγηση και τον εξοπλισμό πολλών χιλιάδων ισλαμιστών ανταρτών κατά της Συρίας του Ασαντ.

Η απομάκρυνση των «σκληρών»

Την αλλαγή προτεραιοτήτων ως προς την τουρκική εξωτερική πολιτική μπορεί κανείς να διαπιστώσει ανάγλυφα σε ό,τι σχετίζεται με τις ελληνοτουρκικές υποθέσεις και την αλλαγή φρουράς.

Υπουργοί της προηγούμενης κυβέρνησης του Ερντογάν, ο πρώην ΥΠΕΞ Μεβλούτ Τσαβούσογλου, ο πρώην υπουργός Αμυνας Χουλουσί Ακάρ και ο πρώην ΥΠΕΣ Σουλεϊμάν Σοϊλού, που είχαν συνδεθεί με τη σκληρή στάση όσον αφορά τις σχέσεις με την Ελλάδα και τις προκλητικές δηλώσεις περί γκρίζων ζωνών, έχασαν τα νευραλγικά χαρτοφυλάκιά τους και έμειναν εκτός υπουργικού σχήματος.

Η αντικατάσταση ειδικότερα του Τσαβούσογλου έχει ειδική σημασία εάν σκεφτεί κανείς ότι στις τελευταίες δηλώσεις του, λίγο πριν από τον δεύτερο γύρο των τουρκικών εκλογών, είχε επανέλθει στην εμπρηστική ρητορική προς την Ελλάδα λέγοντας τα εξής: «Υπάρχει το θέμα των θαλάσσιων περιοχών ευθύνης. Θεωρείται πως είναι εύκολη η επίλυση του θέματος των νησιών και βραχονησίδων που δεν έχει καθοριστεί η κυριαρχία τους. Εμείς λέμε πως μας ανήκουν, οι Ελληνες λένε πως τους ανήκουν».

Στο ίδιο προκλητικό μήκος κύματος και ο Χουλουσί Ακάρ, που είχε μιλήσει για προβλήματα στο Αιγαίο ενώ είχε υποστηρίξει πως η Τουρκία θέλει δίκαιο διαμοιρασμό του πλούτου του Αιγαίου.

Οι εσωτερικές μετατοπίσεις έχουν διττή σημασία. Αφενός την άμβλυνση των διπλωματικών σχέσεων μεταξύ Ουάσινγκτον και Αγκυρας όπως εκφράζεται μέσα από τις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Μια κάποιου είδους εξομάλυνση στις σχέσεις Αγκυρας – Αθήνας συνιστά χαρτί στο «παζάρι» της Αγκυρας με τις ΗΠΑ για την ένταξη της Σουηδίας στο ΝΑΤΟ. Υπενθυμίζεται πως το αντάλλαγμα σε περίπτωση που δώσει η Τουρκία το πράσινο φως για την ένταξη της Σουηδίας στη συμμαχία είναι διπλό. Πρώτον, η επίτευξη συμφωνίας σε ό,τι αφορά την αγορά των πολυπόθητων μαχητικών αεροσκαφών F-16 από τις ΗΠΑ. Δεν είναι διόλου τυχαίο εξάλλου ότι υπό αυτό το πρίσμα και μόλις μία ημέρα μετά την ορκωμοσία του, στη συνάντηση που είχε με τον γενικό γραμματέα του ΝΑΤΟ Γενς Στόλτενμπεργκ στην Κωνσταντινούπολη, ο πρόεδρος της Τουρκίας συμφώνησε για τριμερή συνάντηση με τη Σουηδία στις 12 Ιουνίου.

Η ανάγκη εισροής κεφαλαίων

Ο έτερος παράγοντας αφορά την ανάγκη εισροής κεφαλαίων, προτεραιότητα ζωτική μετά τους καταστροφικούς σεισμούς του Φεβρουαρίου και τις οδυνηρές συνέπειές τους για την οικονομία της γειτονικής χώρας, ανάγκη την οποία η πολύ καλή σχέση με τη Ρωσία του Βλαντίμιρ Πούτιν δεν φαίνεται μέχρι τώρα ικανή να μπορεί να καλύψει. Η τοποθέτηση του γνώριμου στους ακόμη αμερικανοκρατούμενους χρηματοπιστωτικούς θεσμούς Μεχμέτ Σιμσέκ στην ηγεσία του υπουργείου Οικονομικών της Τουρκίας έρχεται ακριβώς να κατευνάσει τους πρώτους, σε μια απόπειρα να επιτευχθεί μια κάποιου είδους νομισματική σταθερότητα (αν και η πτώση της τουρκικής λίρας συνεχίζεται ακάθεκτη).

O ίδιος άλλωστε ο Ερντογάν έσπευσε να… σαλπίσει κατάσταση έκτακτης ανάγκης λέγοντας πως οι 85 εκατομμύρια Τούρκοι πρέπει να ενωθούν «σαν τα τούβλα στον τοίχο», γιατί η χώρα χρειάζεται ενότητα και αλληλεγγύη περισσότερο από ποτέ άλλοτε. Σε αυτό το πλαίσιο ο Τούρκος πρόεδρος προανήγγειλε μάλιστα την αναθεώρηση του συντάγματος λέγοντας ότι «θα σώσουμε τη δημοκρατία μας από το σημερινό σύνταγμα, το οποίο είναι προϊόν του πραξικοπήματος» του 1980 και υποσχόμενος ότι το νέο θα είναι «φιλελεύθερο και χωρίς αποκλεισμούς».

Documento Newsletter