«Νέα» Εθνική Πινακοθήκη: Αποτύπωμα αλαζονείας στον δημόσιο χώρο

«Νέα» Εθνική Πινακοθήκη: Αποτύπωμα αλαζονείας στον δημόσιο χώρο

Η «νέα» Εθνική Πινακοθήκη: ακόμη μία σελίδα στα δεινά της σύγχρονης ελληνικής αρχιτεκτονικής.

Γράφει η Τόνια Κατερίνη

αρχιτεκτόνισσα μηχανικός, μέλος της επιστημονικής επιτροπής αρχιτεκτόνων ΤΕΕ

Πριν από λίγες ηµέρες άνοιξε τις πύλες της –για λίγους– η «νέα» Εθνική Πινακοθήκη. Στον Τύπο υπήρξε εκτεταµένος σχολιασµός. ∆ιθύραµβοι για το επίτευγµα και τη νέα πνοή που θα δώσει στη λειτουργία της πινακοθήκης, αλλά και έντονος σχολιασµός για τη νέα φωτεινή επιγραφή και την κυριαρχική εµφάνιση του πρόσφατου χορηγού σε επιγραφή στη ΒΑ όψη, παρεµβάσεις που, όπως φαίνεται, δεν έχουν προκύψει από εγκεκριµένες µελέτες από τα αρµόδια όργανα.

Ωστόσο, παρά το τετελεσµένο του πράγµατος, αξίζει να εστιάσουµε λίγο περισσότερο στην ίδια την αρχιτεκτονική παρέµβαση τόσο ως προς τη φιλοσοφία και την «ηθική» της όσο και ως προς το αποτέλεσµα, έχοντας πάντα την αυταπάτη ότι µπορεί να υπάρχει ακόµη χρόνος για να ξεκινήσουµε να σεβόµαστε τη σύγχρονη αρχιτεκτονική παραγωγή σε αυτήν τη χώρα, όπου σε κτίρια που έχουν σχεδιαστεί ή απλώς κατασκευαστεί πριν από εκατό χρόνια ένας απλός πολίτης δεν µπορεί να αλλάξει ούτε ένα παράθυρο αν δεν περάσει χρονοβόρους ελέγχους.

Το αρχικό κτίριο της Εθνικής Πινακοθήκης ήταν το σχέδιο της οµάδας των ∆. Φατούρου, Π. Μυλωνά και Ν. Μουτσόπουλου (ο τελευταίος αποχώρησε αργότερα από τη µελετητική οµάδα ενώ σε επόµενο στάδιο προστέθηκε ο ∆. Αντωνακάκης) το οποίο κέρδισε το πρώτο βραβείο αρχιτεκτονικού διαγωνισµού το 1956. Πρόκειται για ένα τυπικό –εµβληµατικό, θα λέγαµε– κτίριο του µοντερνισµού στη χώρα µας που έχει µελετηθεί επανειληµµένα και έχει χαρακτηριστεί διατηρητέο. Το κτίριο χαρακτηρίζεται από γεωµετρική αυστηρότητα και ισορροπία και επιλεγµένη λιτότητα που δεν τοποθετεί τη µορφολογική γλώσσα του σε ανταγωνισµό µε το περιεχόµενό του.

Όταν αποφασίστηκε η επέκταση του κτιρίου ανατέθηκε µια προµελέτη στα γραφεία των αρχικών µελετητών Φατούρου – Μυλωνά, η οποία όµως έµεινε σε αυτό το στάδιο, ενώ σε επόµενο στάδιο η οριστική µελέτη ανατέθηκε στο γραφείο Γραµµατόπουλου – Πανουσάκη, οι οποίοι για λόγους λειτουργικούς επέλεξαν να µη λάβουν υπόψη την εκπονηθείσα προµελέτη. Εδώ λοιπόν έχουµε ένα πρώτο ζήτηµα σε σχέση µε τις διαδικασίες µε τις οποίες έγινε η παρέµβαση στο συγκεκριµένο διατηρητέο κτίριο. ∆ιαδικασίες οι οποίες ήδη έχουν δεχτεί ισχυρή κριτική µε αρθρογραφία από πολλούς και διακεκριµένους συναδέλφους. Αν η απευθείας ανάθεση της οριστικής µελέτης αποτελούσε πράγµατι συνέχεια και υλοποίηση της προµελέτης των αρχικών µελετητών, η διαδικασία θα είχε µια επιστηµονική συνέπεια. Η παραγωγή όµως µιας νέας µελέτης για ένα τόσο σηµαντικό κτίριο, στο οποίο η παρέµβαση αποτελεί σύνθετο αρχιτεκτονικό πρόβληµα, δεν θα έπρεπε να προκύψει παρά µόνο µέσα από την προκήρυξη ενός αρχιτεκτονικού διαγωνισµού. Οµως όλο και συχνότερα στην Ελλάδα σήµερα η έγκυρη διαδικασία του διαγωνισµού παρακάµπτεται για λόγους χρόνου, ενώ ακόµη και η ίδια η ιστορία της πινακοθήκης, που από το 1956 ολοκληρώθηκε πλήρως ύστερα από 20 χρόνια, δεικνύει ότι η καθυστέρηση δεν βρίσκεται στη διαγωνιστική διαδικασία.

Ας δούµε όµως ποιο σύνθετο αρχιτεκτονικό πρόβληµα κλήθηκαν να λύσουν οι τελικοί µελετητές και πώς το διαχειρίστηκαν. Θα περίµενε κανείς να λειτουργήσουν τουλάχιστον δυο αρχές: η ανάγνωση της συνθετικής γλώσσας του αρχικού κτιρίου και η µεταφορά της στο νέο τµήµα µε νέα υλική υπόσταση και η διακριτότητα των νέων παρεµβάσεων, η οποία θα επέτρεπε το αρχικό κτίριο να παραµείνει σαφώς αναγνωρίσιµο. Αντί αυτών είδαµε µια κυριαρχική επιβολή επί του συνόλου του κτιρίου µιας απρόσωπης κατασκευής µε κυρίαρχο στοιχείο το γυαλί, στα πρότυπα του «διεθνούς» στιλ προηγούµενων δεκαετιών (θα µπορούσε να είναι ένα καλοσχεδιασµένο κτίριο γραφείων οπουδήποτε), που άφησε τη χαµηλή είσοδο σε µια αµήχανη εκκρεµότητα, την οποία ήρθε να «διορθώσει» η νέα φωτεινή πινακίδα.

Ακούστηκαν πολλά επιχειρήµατα για την τεκµηρίωση αυτής της παρέµβασης και το δικαίωµα των επόµενων µελετητών να βάζουν τη δική τους σφραγίδα στο έργο, που όµως επί της αρχής αντίκεινται στις απαιτήσεις διαχείρισης ενός διατηρητέου έργου. Φαίνεται ότι αυτό που πρυτάνευσε ήταν η αντίληψη που προκύπτει από τη διατύπωση των υποστηρικτικών ΜΜΕ ότι η Εθνική Πινακοθήκη ήταν σαν φτωχός συγγενής, ενώ σήµερα συνοµιλεί ισότιµα µε το Hilton.

Η Εθνική Πινακοθήκη αποτελεί το πιο πρόσφατο συµβάν σε µια σειρά από κακοποιήσεις της σύγχρονης ελληνικής αρχιτεκτονικής, όπως π.χ. η καταστροφή του ΦΙΞ του Τ. Ζενέτου. Ο νοµιµοποιητικός λόγος αυτών των παρεµβάσεων εκπορευόµενος από στόµατα ειδικών, προβεβληµένος από τα ΜΜΕ και επικυρωµένος από τους κρατικούς φορείς, συµβαδίζει µε τη θριαµβευτική είσοδο των ιδιωτών «χορηγών», οδηγώντας στην ακραία εµπορευµατοποίηση του χώρου και του πολιτισµού άνευ όρων, αρχών και κοινωνικού ελέγχου.

 

Η Τόνια Κατερίνη είναι αρχιτεκτόνισσα μηχανικός, μέλος της επιστημονικής επιτροπής αρχιτεκτόνων ΤΕΕ

Documento Newsletter