Νατάσα Τσουκαλά: Η διαιώνιση της αντιδημοκρατικής σχέσης αστυνομίας – πολίτη

Το Docville απευθύνθηκε στην αναπληρώτρια καθηγήτρια Εγκληματολογίας στο Université Paris-Saclay για να καταγράψει την άποψή της σχετικά με την κρατική καταστολή, την εμμονοληψία της αστυνομίας και την αβάντα των συστημικών ΜΜΕ

Η συνθήκη του εγκλεισµού ανέδειξε πρωτίστως την αδυναµία προσαρµογής του υπουργείου Προστασίας του Πολίτη στα δεδοµένα µιας νέας τάξης πραγµάτων. Είναι η µόνη δηµόσια υπηρεσία που δεν επεξεργάστηκε πρωτόκολλο εφαρµογής µέτρων προστασίας του πληθυσµού από το προσωπικό της κατά την άσκηση των καθηκόντων του. Αυτό φάνηκε από τις απαράδεκτες και επικίνδυνες για τη δηµόσια υγεία συνθήκες προσαγωγής και προσωρινής κράτησης πολλών πολιτών που είχαν συγκεντρωθεί σε διάφορες πλατείες της χώρας.

Παράλληλα, η ιδεολογικά φορτισµένη επιλεκτική καταστολή πολιτών αναδεικνύει τη διαχρονικά αντιδηµοκρατική σχέση αστυνοµίας – πολίτη, η οποία παραµένει καθηλωµένη σε εµµονικές, ιδεοληπτικές αντιλήψεις επικινδυνότητας ορισµένων στοχοποιηµένων κατηγοριών πολιτών. Η καθήλωση αυτή δεν συνεπάγεται απλώς διακινδύνευση της ζωής, της σωµατικής ακεραιότητας και των δικαιωµάτων των στοχοποιηµένων πολιτών. Συνεπάγεται επίσης την ουσιαστική γελοιοποίηση της αστυνοµίας, τη συνεπακόλουθη διασάλευση της δηµόσιας τάξης και την εκ των ένδον αποδυνάµωση της ιδεατής σχέσης πολιτείας – πολίτη εντός της αστικής δηµοκρατίας.

• Οταν ασκείται σκληρή καταστολή σε άτοµα συγκεντρωµένα σε µια πλατεία της Αγ. Παρασκευής στο όνοµα της προστασίας της δηµόσιας υγείας ενώ είναι ανεκτή η ταυτόχρονη συγκέντρωση περισσότερων ατόµων –αλλά µε διαφορετικό κοινωνικό προφίλ– στην άλλη πλατεία της ίδιας περιοχής,

• όταν είναι ανεκτές πολυάριθµες συγκεντρώσεις πολλών ατόµων χωρίς µέτρα προστασίας σε άλλες πλατείες ή παραλίες,

• όταν εντέλει προβάλλονται µε θετικό πρόσηµο µαζικές συγκεντρώσεις πολιτών χωρίς µέτρα προστασίας αλλά υπό την αιγίδα ανώτατων αξιωµατούχων της χώρας, όπως συνέβη στην περίπτωση της εκδήλωσης για την επέτειο των γεγονότων της Marfin ή στα εγκαίνια του σιντριβανιού της πλατείας Οµονοίας, το ερώτηµα δεν είναι πια εάν η πανδηµία θα αποτελέσει πρόσχηµα για περαιτέρω καταστολή, διότι η καταστολή δεν µπορεί να εδραιωθεί χωρίς ευρεία κοινωνική συναίνεση. Συνεπώς, το ερώτηµα είναι εάν η κυβέρνηση συνειδητοποιεί ότι έχει υπονοµεύσει κάθε δυνατή ευρεία συναίνεση στην καταστολή. ∆εδοµένου ότι η κοινή γνώµη δεν διαµορφώνεται µόνο από φιλοκυβερνητικά πειθήνια ΜΜΕ και ότι σε κάθε περίπτωση είναι αδύνατον να επιτευχθεί κοινωνική συναίνεση για την καταστολή όταν αυτή προσκρούει στη λεγόµενη κοινή λογική, εκτιµώ ότι η όποια έξαρση της καταστολής θα είναι συγκυριακή, ενταγµένη στους διαχρονικούς κύκλους έξαρσης – ύφεσης της καταστολής, ακόµη και αν η εκδήλωσή της πυροδοτήσει κατά τόπους συγκρούσεις πολιτών µε την αστυνοµία.

Η κατασκευή της εικόνας του «άβατου των Εξαρχείων» ήταν αποκλειστικά ένα κοµβικής σηµασίας εργαλείο αντιπολιτευτικής πολιτικής. Το «άβατο» εξυπηρετούσε άρτια τους όρους µιας επικοινωνιακής πολιτικής προς τους δυνάµει ψηφοφόρους της Ν∆ επειδή ήταν τοπικά οριοθετηµένο, µε υπαρκτές ενσυνείδητες και συχνά βίαιες δράσεις µε ιδεολογικό πρόσηµο, µε εξίσου υπαρκτά προβλήµατα εγκληµατικότητας στον δηµόσιο χώρο που ουσιαστικά διαιωνίζονται εξαιτίας της αδράνειας της αστυνοµίας και µε πολλά περιθώρια για ενδεχόµενες παρακρατικές δράσεις λόγω της εγγενούς αδιαφάνειας της ταυτότητας των εµπλεκοµένων σε συγκρούσεις µε την αστυνοµία. Το «άβατο» δεν είχε λόγο ύπαρξης µετά τις εκλογές. Συνεπώς, η ιδεολογικά φορτισµένη καταστολή διασπείρεται πλέον στην επικράτεια αντανακλώντας για άλλη µια φορά τα διαχρονικά αντιδηµοκρατικά ανακλαστικά της αστυνοµίας.